Πρώτη εικόνα, ένα παροπλισμένο εργοστάσιο σαν αυτά που συναντάς στην Πειραιώς, υπερμεγέθη οικοδομήματα που ρημάζουν. Η βαριά σιδερένια πύλη, όπως και όλο το κτίριο, σε γκρίζα χρώματα. Πάνω από την κεντρική είσοδο μια διαλυμένη ταμπέλα με τρία γράμματα: «Α Η Α». Λείπουν τα σύμφωνα Θ και Ν για να συμπληρώσουν το όνομα «Αθήνα». Η πόλη σε παρακμή. Βρισκόμαστε στο 388 π.Χ., οπότε ο Αριστοφάνης έγραψε την κωμωδία Πλούτος για να σατιρίσει τους συμπολίτες του, οι οποίοι, μετά τον καταστροφικό Πελοποννησιακό Πόλεμο και τη δεινή οικονομική θέση στην οποία βρέθηκαν, δεν έδειξαν να πήραν το μάθημά τους· σήμερα, μετά τη σοβαρή κρίση μιας δεκαετίας, δεν έχουμε βάλει μυαλό και εξακολουθούμε να κυνηγάμε το χρήμα σαν θεό. Έχει καμιά σημασία; Έχει αλλάξει κάτι από τότε μέχρι σήμερα στη στάση των ανθρώπων σε σχέση με το κυνήγι του πλούτου και κυρίως την επιδίωξη του εύκολου πλουτισμού;
Ο μόνιμος συνεργάτης του σκηνοθέτη Γιάννη Κακλέα από τα πρώτα κόμικς στο Παγοποιείο και στον Τεχνοχώρο μέχρι σήμερα, ο σκηνογράφος Μανόλης Παντελιδάκης, υπογράφει ένα σκηνικό που παραπέμπει ακριβώς στην εποχή των πρώτων θεατρικών τους επιτυχιών με τα «βιομηχανικά τοπία», τους ριγμένους τοίχους, τη μούχλα και τη σκουριά. Πριν αρχίσει η πρόβα, Σάββατο βράδυ στο Θέατρο Δάσους στην περιοχή Χίλια Δέντρα λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη, με θέα την πόλη και τον Θερμαϊκό, πιάνουμε την κουβέντα και μου εξηγεί: «Ένα παλιό εργοστάσιο αποτελεί αιτία πλούτου και ταυτόχρονα φτώχειας. Γιατί αν κλείσει, όπως έκλεισαν τόσα τις προηγούμενες δεκαετίες στην Αθήνα, όλη η γειτονιά παρακμάζει. Αυτό είναι και το έργο του Αριστοφάνη, τι θα διαλέξει μια κοινωνία σε κρίση: τον νεοπλουτισμό ή την εργασία. Η Πενία, που εμφανίζεται στο έργο, είναι οπαδός της εργασίας και του μόχθου. Προσπαθεί να εξηγήσει τι θα συμβεί αν μείνουν τα χωράφια χωρίς καλλιεργητές και τα εργοστάσια χωρίς εργάτες». Παρατηρώ διάσπαρτα άσπρα αντικείμενα μέσα στο γκρίζο φόντο. «Είναι αναφορά στα λευκά έπιπλα που είχαμε θαμμένα μέσα σε μπετόν στα δεύτερα κόμικς που κάναμε στον Τεχνοχώρο, κι επειδή φέτος χάσαμε την Ιφιγένεια Αστεριάδη, που ήταν βασικό στέλεχος της ομάδας, είναι ένα homage σε εκείνην».
Ο Αριστοφάνης μπορεί να πιάσει με ευρύτητα ένα θέμα, είναι ένας συγγραφέας που κάνει ταυτόχρονα πολιτικό, τελετουργικό και σατιρικό θέατρο, και κοινωνική κριτική.
Η παράσταση ξεκινάει με έναν οργισμένο ράπερ, τον Τελευταίο Καλεσμένο, ένα νέο παιδί που ραπάρει με σκληρούς στίχους, καταγγέλλοντας το κοινωνικό σύστημα. Στην ακριβώς επόμενη σκηνή μια παρέα ρέμπελων σκέφτεται πώς να περάσει καλά χωρίς να δουλέψει. Ανάμεσά τους ο γιος του Χρεμύλου, ο Καρίωνας, για τον οποίο αγωνιά και για χάρη του πάει μέχρι το Μαντείο των Δελφών ώστε να μάθει ποιον δρόμο να ακολουθήσει: τον έντιμο, που όμως θα τον καταδικάσει στη φτώχεια, ή της διαφθοράς, που θα του προσφέρει μια άνετη και πλούσια ζωή; Ο θεός τον συμβουλεύει μόλις βγει από το μαντείο να ακολουθήσει τον πρώτο άνθρωπο που θα βρει μπροστά του και να τον πάρει σπίτι του. Βρίσκει έναν τυφλό και κάνει ό,τι πρόσταξε ο θεός. Σύντομα θα μάθει ότι είναι ο θεός Πλούτος.
Ο Κακλέας, ο οποίος υπογράφει εκτός από τη μετάφραση και την ελεύθερη απόδοση του κειμένου, έχει κάνει δύο καίριες αλλαγές. Η μία, όπως μου εξήγησε λίγες ώρες αργότερα μετά την πρόβα, είναι ότι κατάργησε τον ρόλο του δούλου του Χρεμύλου, θεωρώντας ότι έτσι η συνθήκη γίνεται πιο σύγχρονη. Η άλλη μεγάλη αλλαγή αφορά το τρίτο μέρος, όπου περνάει και την άποψή του συνολικά. Καθώς έχει ανεβάσει επανειλημμένως Αριστοφάνη τα προηγούμενα χρόνια, αναρωτιέμαι γιατί πρώτη φορά και γιατί τώρα τον Πλούτο, και μάλιστα σε μια μεταφορά στην οποία παίρνει τόσες ελευθερίες.
Μου απαντάει: «Μέσα στην κρίση θα μιλούσα για την αναγκαιότητα της ποίησης, για τη σχέση άντρα - γυναίκα που είναι εφιαλτική λόγω των κακοποιήσεων. Τώρα που πέρασε η κρίση και πιστεύουμε ότι βαδίζουμε σε πιο υγιή μονοπάτια, κάνω αυτό που πιστεύω ότι έκανε ο Αριστοφάνης: χτυπάω ένα καμπανάκι, σαν να λέω “αυτό θα ξανασυμβεί έτσι όπως υπάρχουμε”. Ο Αριστοφάνης μπορεί να πιάσει με ευρύτητα ένα θέμα, είναι ένας συγγραφέας που κάνει ταυτόχρονα πολιτικό, τελετουργικό και σατιρικό θέατρο, και κοινωνική κριτική. Μου πάει πολύ να δουλεύω σε κείμενά του. Θέτει ένα πολύ σημαντικό ερώτημα χωρίς να δίνει καμία απολύτως απάντηση: αν έβρεχε χρυσάφι, θα ήμασταν ευτυχισμένοι; Η δημοκρατία και οι θεσμοί θα λειτουργούσαν καλύτερα; Οι άνθρωποι θα είχαν περισσότερη ευδαιμονία και αλληλεγγύη μεταξύ τους; Στον αγώνα μεταξύ της Πενίας και του Χρεμύλου τίθενται όλα τα ερωτήματα: λιτός και ασκητικός βίος ή ευημερία, εύκολη ζωή, πλουτισμός, επίδειξη, ματαιοδοξία; Προς τα πού γέρνει η ζυγαριά; Φυσικά, χάρη στη μαεστρία του, ο Αριστοφάνης το κάνει αριστοτεχνικά: προς στον λαοπλάνο, τον δημαγωγό, αυτόν που λέει “δεν με νοιάζει τι γίνεται παρακάτω, σημασία έχει ό,τι θέλω τώρα. Δεν με ενδιαφέρει ο πλανήτης, οι πάγοι που λιώνουν, με ενδιαφέρει να ζήσω καλά με βίλες και κότερα και να το δείχνω”. Αυτό είναι πολύ σημαντικό στοιχείο, που με γοήτευσε στο έργο αυτό. Δεν είναι ένα από τα σπουδαία έργα του, κατά την άποψη μου, θέτει όμως ερωτήματα τα οποία είναι πολύ σύγχρονα, κοινωνικά τουλάχιστον. Και σε αυτή την προσπάθεια που κάνουμε παρουσιάζω όλες τις πτυχές αυτού του φαινομένου: από τον επιθετικό ράπερ, τον μετωπικό Χρεμύλο και τη γειτονιά που ζητάει να πλουτίσει μέχρι τον ουτοπικό Αριστοφάνη που τα λέει όλα για το δημόσιο συμφέρον. Ελπίζω όλα αυτά ο θεατής να τα λάβει υπόψη του και να πάρει τις δικές του αποφάσεις».
Ο Χρεμύλος είναι ο παλιός κόσμος, η παλιά Ελλάδα, ο έντιμος νοικοκυραίος μιας αθώας εποχής. Γι’ αυτόν τον ρόλο καθόλου τυχαία ο Κακλέας επέλεξε έναν μεσήλικα ηθοποιό, τον Μάνο Βακούση. Μας εξηγεί σχετικά: «Είναι η παλιά σκέψη. Είναι οι μπαμπάδες μας που ονειρεύτηκαν μέσα από τη δουλειά. Είμαι ένας άνθρωπος που αγαπάει την εργασία. Έχω επηρεαστεί πολύ από τον Επιτάφιο του Περικλέους που λέει κάτι πάρα πολύ απλό: τα χρήματα δεν τα έχουμε για κομπορρημοσύνη αλλά δεν είναι και άθλιο να είσαι φτωχός. Βέβαια, είναι αθλιότερο αν δεν χρησιμοποιείς την εργασία σου για να κάνεις καλύτερη τη ζωή σου. Αυτό είναι για μένα ένα μότο ζωής. Προέρχομαι από την εργατική τάξη και ξέρω ότι η εργασία δεν είναι μόνο ένας τρόπος να βγάζεις λεφτά αλλά και ένας τρόπος να φιλοσοφείς, να σκέφτεσαι, να υπάρχεις. Ο άμετρος πλουτισμός το καταργεί αυτό, καταργεί την εργασία. Ως εκ τούτου, καταρρέει ένα ολόκληρο σύστημα σκέψης. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Αριστοφάνης κάνει σάτιρα, δεν είναι Μπρεχτ. Όλα αυτά τα υπονομεύει. Γελάει με τη βλακεία μας, με την ανοησία μας».
Στον περίφημο αγώνα μεταξύ του Χρεμύλου και της Πενίας, στην εκδοχή του Κακλέα εμφανίζονται τέσσερις Πενίες αντί μία. Μου εξηγεί σχετικά με αυτή την επιλογή του: «Δεν ήθελα να προσωποποιηθεί ο χαρακτήρας που είναι από τους πιο δύσκολους στο έργο αυτό. Η Πενία συνήθως παρουσιάζεται ως καρακάξα, ως κωμική καρικατούρα, μια στρίγκλα που σου λέει ότι πρέπει να παραμείνεις φτωχός. Επειδή η άποψη του έργου είναι η άποψη της Πενίας, ήθελα να είναι τέσσερις προσωπικότητες μη ρεαλιστικές. Στον αγώνα εμφανίζονται διάφορες απόψεις, άλλη μιλάει για το κλίμα, άλλη για την ψυχολογία του ανθρώπου και άλλη για την αισθητική. Θεώρησα πιο ενδιαφέρον να εμφανιστούν σαν πολλαπλά κάτοπτρα, σαν μεταφυσικές προσωπικότητες. Βέβαια, ουσιαστικά παραμένει μία».
Ωστόσο δραματουργικό ενδιαφέρον μοιάζει να έχει και η πολυφωνία της μουσικής της παράστασης. Γιατί μπορεί το γενικό πρόσταγμα να το έχει ο Βάιος Πράπας (ο μουσικός της τεράστιας επιτυχίας του Τυχαίου θανάτου ενός αναρχικού) με την κιθάρα του επί σκηνής αλλά κάνουν την εμφάνισή τους και κάποιοι ιδιαίτερα δημοφιλείς καλλιτέχνες, οι οποίοι θα βρίσκονται στην πρεμιέρα της Επιδαύρου. Ο αγώνας διανθίζεται με δύο τραγούδια: το ένα εκπροσωπεί τη θέση του Χρεμύλου και είναι το «Εντάξει Κική» που θα ερμηνεύσουν οι Χατζηφραγκέτα και το δεύτερο, που το ερμηνεύει με τον δικό της τρόπο η Nalyssa Green, είναι το θρυλικό «Χρήμα» του Αττίκ, που εκφράζει τη θέση της Πενίας και απαριθμεί τους τρόπους με τους οποίους καταστρέφει όλες τις κοινωνικές αξίες. Ενδιαφέρον έχει το τρίτο μέρος όπου όλοι γίνονται πλούσιοι και ματαιόδοξοι αλά Καρντάσιαν, ντύνονται στα χρυσά, το γκρίζο του σκηνικού καλύπτεται από μια πολύχρωμη εικόνα που παραπέμπει στο Μετρόπολις του Λανγκ και το ραπ της αρχής μετατρέπεται σε τραπ, την πιο χυδαία, κατά πολλούς, εκδοχή έκφρασης των νέων μουσικά.
Ο Κακλέας μού λέει ότι πρόκειται για μια προσωπική του επέμβαση στο κείμενο. «Η αλλαγή που κάνω είναι ότι δείχνω πως οι άνθρωποι δεν πλουτίζουν μόνο αλλά παρανοούν. Κάνουν όλα αυτά τα εξωφρενικά, δίνουν 850.000 ευρώ για ψεύτικα δόντια ή για μια Μαζεράτι, φλεξάρουν. Συμβαίνουν απίστευτα γεγονότα μέσω των οποίων η εγχώρια αλλά και η διεθνής πλουτοκρατία επιδεικνύει τον πλούτο της. Όπως λέει και μια ηρωίδα: “Tι να τα κάνεις τα μύρια αν δεν τα δείξεις, να ξέρουν όλοι ότι τα έχεις;”. Αλλά από πίσω κρύβεται κάτι πολύ πιο επικίνδυνο, το ερώτημα για το τέλος της ουτοπίας και τη διαχείριση του χρήματος». Είναι πολύ μεγάλο θέμα, φαντάζομαι ότι θα το θίξει η κ. Ευθυμίου, η γνωστή καθηγήτρια Ιστορίας, που θα εμφανιστεί στο κομμάτι της Παράβασης. Όπως μου δήλωσε: «Μου φάνηκε ενδιαφέρουσα πρόκληση το να μιλήσω, έστω και σύντομα, για ένα θέμα που με ενδιαφέρει και υπηρετώ από χρόνια, αυτό της ανισότητας της κατανομής τού πλούτου στην πορεία της ανθρώπινης ιστορίας, στο πλαίσιο μιας θεατρικής παράστασης που πραγματεύεται αυτό ακριβώς. Είναι ευκαιρία, εξάλλου, να ζήσω την εμπειρία της ζωής των ηθοποιών και των συντελεστών μιας θεατρικής παράστασης, έστω και αν εγώ μιλώ σε αυτήν ως ιστορικός και δεν έχω ρόλο ηθοποιού». Κι όμως, στην αφίσα εμφανίζεται σχεδόν σαν πρωταγωνίστρια!
Πρεμιέρα: Θέατρο Δάσους (Θεσσαλονίκη), Τετάρτη 3 & Πέμπτη 4/7
Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου: Παρασκευή 19 & Σάββατο 20/7
Δείτε εδώ περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.