Λουίζα Αρκουμανέα (LiFO)
Marlene Monteiro Freitas, of ivory and flesh – statues also suffer: Ένας πληθωρικός, γκροτέσκος και συναρπαστικός χορός αγαλμάτων που ζωντανεύουν με κινήσεις ρομποτικές, καρικατούρες που προσπαθούν να συμπεριφερθούν ως άνθρωποι σατιρίζοντας ταυτόχρονα το ανθρώπινο είδος και τα πάθη του, πρόσωπα-μάσκες κραυγαλέας έκπληξης ή, την επόμενη στιγμή, σπαραγμού κι απόγνωσης, όντα στα όρια του αποδεκτού που μιλούν με φράσεις δανεικές από ταινίες, η αγωνία κι η τραγικωμωδία του εξανθρωπισμού μας, η άσβεστη επιθυμία γι' αγάπη και για ελευθερία που κινεί όλα τα πλάσματα καταδικασμένα ν' αναζητούν την ταυτότητά τους στο σκοτάδι: ναι, ακόμη και τ' αγάλματα υποφέρουν.
Boris Charmatz, enfant: Παιδιά που γίνονται πλαστελίνη στα χέρια των ενηλίκων, μηχανές χειραγώγησης –κυριολεκτικές και μεταφορικές– που τα πετούν πέρα δώθε σαν άψυχες μάζες, σώματα που μοιάζουν να έχουν απολέσει το προνόμιο της κίνησης, οι «μικροί» στα χέρια των «μεγάλων», αυτοί που ήμασταν κάποτε κι αυτοί που είμαστε τώρα, αποδέκτες ανομολόγητων ή ασυνείδητων βιαιοπραγιών αλλά και συνεχιστές τους, ανελέητοι απέναντι στα εύθραυστα όντα αυτού του πλανήτη, που όμως κάποτε ξυπνούν κι αρχίζουν να μεγαλώνουν, να διεκδικούν τον χώρο τους, να πειραματίζονται – με ανεξέλεγκτες συνέπειες, συνθέτοντας σταδιακά μια ορδή που παρασύρει τα πάντα, μια σπουδή επάνω στη δυναμική του χάους, εικόνες λεηλασίας, «Οι συμφορές του πολέμου» του Γκόγια, ο χορός των «Τρωάδων» του Ευριπίδη, ό,τι πιο σκοτεινό κι ασύλληπτο, και ταυτόχρονα μια αριστοτεχνικά σχεδιασμένη επίθεση στις αντιλήψεις περί πολιτικής ορθότητας που διέπουν την εποχή μας, όταν οποιουδήποτε είδους αταξινόμητη επαφή με τα παιδιά θεωρείται κολάσιμη.
Ό,τι πιο σκοτεινό κι ασύλληπτο, και ταυτόχρονα μια αριστοτεχνικά σχεδιασμένη επίθεση στις αντιλήψεις περί πολιτικής ορθότητας που διέπουν την εποχή μας, όταν οποιουδήποτε είδους αταξινόμητη επαφή με τα παιδιά θεωρείται κολάσιμη.
Βένα Γεωργακοπούλου (Εφημερίδα των Συντακτών)
Δεν είναι εύκολο να διαλέξω μια μόνο παράσταση, κάθε φορά που λέω «τη βρήκα, αυτή είναι», εμφανίζονται οι ανταγωνίστριές της και αρχίζω από την αρχή. Οι Τρεις αδελφές στη νοηματική από τον Ρώσο Τιμοφέι Κουλιάμπιν ή ο αναποδογυρισμένος κόσμος του Ούγγρου Μούντρουτσο στην Απομίμηση ζωής; Ο Βραζιλιάνος χορογράφος Μπρούνο Μπελτράο, που πήρε στο Inoah το hip hop και το street dance και το έκανε υψηλή τέχνη ή μήπως ο Γάλλος συνάδελφός του Μπορίς Σαρμάτς που αποθεώθηκε, αυτός και τα παιδάκια του, στο enfant;
Με περηφάνια και συγκίνηση, όμως, θα καταλήξω σε μια ελληνική, την Πόλη από τον Γιάννη Μόσχο. Γιατί ήταν Λούλα Αναγνωστάκη. Και γιατί ο σκηνοθέτης ανέτρεψε όλα τα μαυρόασπρα κλισέ μου -είμαι και παλιάς γενιάς- και έβαλε την αγαπημένη μου συγγραφέα στο έγχρωμο, μοντέρνο σήμερα.
Μαρία Κρύου (Αθηνόραμα)
Boris Charmatz, enfant: Το έργο του Boris Charmatz είναι ένα αγκάθι στο μάτι! Ανεβάζει παιδιά στη σκηνή όχι για να τους αφηγηθεί παραμύθια αλλά για να μας δείξουν πώς παίζεται το ιδιότυπο θέατρο της καθημερινότητας μιλώντας για ριζωμένες πραγματικότητες: κακοποίηση, παιδική εργασία και εκμετάλλευση, αναγκαστική φτώχεια. Σε αντίθεση με πολλές παραστάσεις θεάτρου και χορού που είδαμε στο φεστιβάλ δεν κάνει τη σκηνή ένα βήμα για τον πολιτικό διαλογισμό, αλλά μια διαπραγμάτευση με ζητήματα μορφής του χορού μέσα από τα οποία ξαναβρίσκει κανείς το πολυφορεμένο Πολιτικό. Και μάλιστα χωρίς πολλά λόγια... για την ακρίβεια χωρίς λέξη.
Γιώργος Νάστος (Το Βήμα)
Δεν θα επιλέξω μία, αλλά δύο – τις είδα όμως την ίδια εβδομάδα. Τα Μυστικά της Εγνατίας, σε επιμέλεια Νίκου Κυπουργού και Ελίτας Κουνάδη, ήταν μια συγκινητική, μελωδική, στέρεη απάντηση στα εθνικοπατριωτικά παραληρήματα των τελευταίων μηνών και μια ευκαιρία να δω επιτέλους τη φιλενάδα μου Εμινέ Μπουρουντζή από την Ξάνθη να κατακτά τη σκηνή του Ηρωδείου με πομάκικα τραγούδια.
Με τη συναυλία της Ελευθερίας Αρβανιτακη(«Την ίδια στιγμή» ο τίτλος της) που δόθηκε στον ίδιο χώρο λίγες μέρες αργότερα, σε συνεργασία με τους φοβερούς ΤΑΚΙΜ (και με τη συμμετοχή της Συμφωνικής Ορχήστρας Νέων Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης), πετάρισε η καρδιά μου γιατί την αγαπάω κοντά 30 χρόνια τώρα, αλλά και διότι τραγούδησε το «Σκιές και χρώματα» που είναι από τα αγαπημένα μου κομμάτια της και το ερμηνεύει σπάνια. Με την ευκαιρία να θυμηθώ μόνο να αγοράσω ένα καθισματάκι γιατί πανέμορφο το ρωμαϊκό μας ωδείο, δεν αντιλέγω, αλλά μεγαλώνουμε και δεν παλεύεται το πόσο άβολο είναι.
Όλγα Σελλά (artplay.gr)
Περισσότερο; Φέτος αυτό είναι δύσκολη ερώτηση, διότι ήταν αρκετές οι παραστάσεις που άρεσαν πολύ.
Από τις ξένες παραστάσεις κρατάω ιδιαιτέρως δύο. Αυτήν που άνοιξε το φετινό Φεστιβάλ Αθηνών, του Ίβο βαν Χόβε, με δύο έργα του Μπέργκμαν, το Μετά την πρόβα και την Περσόνα, που κυριολεκτικά καθήλωσε όσους το είδαν. Και την Απομίμηση ζωής του φοβερού Ούγγρου Κόρνελ Μούντρουτσο, όχι μόνο για το θέμα που επέλεξε, όχι μόνο για τα τόσα πολλά που έθιξε, αλλά και για εκείνη τη μοναδική σκηνή αναποδογυρίσματος και κατάρρευσης μιας ζωής, μέσω του αναποδογυρίσματος και της κατάρρευσης, κυριολεκτικά, του σκηνικού της παράστασης.
Από τις ελληνικές προτάσεις, με τη σειρά που τις είδα, κρατάω τον «περίπατο μαθητείας και αλητείας» στον Εθνικό Κήπο του Θοδωρή Γκόνη· η πιο όμορφη διαδρομή σ' ένα κομμάτι της Αθήνας και στην ιστορία του, μέσω το θεάτρου. Και κρατάω ασφαλώς το Φαρενάιτ 451 του Θωμά Μοσχόπουλου και την Πόλη της Λούλας Αναγνωστάκη και του Γιάννη Μόσχου για την ολοκληρωμένη και ιδιαίτερη θεατρική πρόταση και για το σκηνικό αποτέλεσμα.
Χρήστος Παρίδης (LiFO)
Αν πρέπει να ανατρέξω στην καλύτερη στιγμή του φετινού φεστιβάλ Αθηνών θα επέστρεφα πίσω στην πρώτη-πρώτη μέρα, στην 1η Ιουνίου, στο Μέγαρο Μουσικής και την παράσταση του Toneelgroep Amsterdam Μετά την πρόβα – Περσόνα, διασκευή των ταινιών του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν σε σκηνοθεσία του Βέλγου Ivo van Hove. Μία απαιτητική παράσταση τόσο για τους συντελεστές της όσο και για το κοινό αφού συνδύαζε δύο εμβληματικά έργα του τιτάνα του κινηματογράφου και την αναπαραγωγή τους επί σκηνής. Παρόλ' αυτά μας καθήλωσαν οι εκπληκτικές ερμηνείες, η εξαιρετική αισθητική, ο ρυθμός και ο συντονισμός ηθοποιών, κειμένου, σκηνοθετικής γραμμής, στοιχεία που δεν συναντάς συχνά, από μια ομάδα δεμένη που έχει διανύσει πολλά χιλιόμετρα για να αστοχήσει.
Θα ήθελα να κάνω και μια ειδική αναφορά στα εξαιρετικά Δωμάτια μνήμης, μια έκθεση στη μνήμη της Λούλας Αναγνωστάκη στην Πειραιώς 260. Μια περιπλάνηση εν μέρει εικαστική-σκηνογραφική κι εν μέρει λογοτεχνική για μια προσωπικότητα του μετεμφυλιακού θεάτρου μας, μέσα από εικόνες, αντικείμενα, ηχητικές μαρτυρίες και έντυπο υλικό που σε συνέπαιρνε. Προσωπικά, έχοντας μεγαλώσει με τη μυθολογία του Θεάτρου Τέχνης, με το οποίο συνδέεται η εργογραφία της Αναγνωστάκη, και έχοντας προλάβει μερικές ιστορικές παραστάσεις του Κουν όπως την «Κασέτα» και τον «Ήχο του όπλου», κι αργότερα το «Διαμάντια και μπλουζ» του Παπαβασιλείου και το «Σε σας που μας ακούτε» του Βογιατζή, η έκθεση αυτή με ταξίδευσε στο παρελθόν. Ξαναέζησα ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας του ελληνικού θεάτρου, στοιχειωμένο από τα σκληρά γεγονότα της πολιτικής αρένας του '60 και του '70.
Γιώργος Μητρόπουλος (Euronews)
Το of ivory and flesh – statues also suffer της Μαρλένε Μοντέιρο Φρέιτας για τον αναρχικό, σουρεαλιστικό τρόπο με τον οποίο απέδωσε τη μεταμόρφωση των αγαλμάτων σε ανθρώπους. Η χορογράφος από το Πράσινο Ακρωτήρι χρησιμοποίησε για άλλη μια φορά ένα αναπάντεχο κινητικό λεξιλόγιο, πάντα σε συνδυασμό με εξαιρετική μουσική και τραγούδια, για να μας παρουσιάσει μια συγκινητική και ταυτόχρονα αστεία ιστορία μεταμόρφωσης και αγάπης.
Τις Τρεις Αδελφές του Άντον Τσέχοφ, οι οποίες έλαμψαν χάρη στον τρόπο που τις είδε ο Ρώσος Τιμοφέι Κουλιάμπιν. Το εμβληματικό έργο φωτίστηκε διαφορετικά, καθώς η απόδοση ήταν στην νοηματική γλώσσα. Οι λέξεις, οι εικόνες και τα αισθήματα δεν έλειπαν όμως από αυτό το εκπληκτικό πεντάωρο ανέβασμα. Γιατί και η σιωπή έχει τον μαγευτικό ήχο της. Ο ποιητικός ρεαλισμός στα καλύτερά του.
Ματούλα Κουστένη (Εφημερίδα των Συντακτών)
Bill Murray, New Worlds: Χόρεψε τανγκό με χολιγουντιανό αέρα, έκανε όλο το Ηρώδειο να τραγουδά «I Feel Pretty», διηγήθηκε τα ηθικά διλήμματα των ηρώων του Μαρκ Τουέιν και τις υγρές περιπέτειες του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, θύμισε πόσο επίκαιροι παραμένουν οι στίχοι του Γουόλτ Γουίτμαν, μας ξενάγησε στον αμερικανικό νότο κι αποτύπωσε μοναδικά την τραγικότητα των ποιημάτων της Λουσίλ Κλίφτον, ανέβηκε ως το άνω διάζωμα για να προσφέρει ένα-ένα τα τριαντάφυλλα που του χάρισαν. Δεν το περιμέναμε, αλλά αυτή η καλοκεντημένη περιήγηση του Μπιλ Μάρεϊ στο αμερικανικό σύμπαν, αφού λίγο μας μπέρδεψε κι άλλο τόσο μας άγχωσε, τελικά πολύ μας άρεσε.
Μαρίνα Τσικλητήρα (Real News)
Τα σύννεφα έφεραν βροχή και ο Sting έφερε τον Shaggy, όμως τίποτα δεν εμπόδισε εμάς, τους φαν του πρώην frontman των Police, να περάσουμε σούπερ εκείνη τη βραδιά του Ιουνίου στο Ηρώδειο. Ξεσηκωθήκαμε με το «Roxanne», το «Desert Rose» και το «Every Breath you Take», ανάψαμε τους φακούς μας για το «Fields of Gold», συγκινηθήκαμε με το «Shape of my Heart», στείλαμε κι ένα «Message in a Bottle» στην εφηβεία μας.
Την ώρα που ο αεικίνητος Shaggy έκανε τον κονφερασιέ, ο δωρικός Sting εξέπεμπε τη δύναμη του πραγματικού πρωταγωνιστή, χωρίς περιττές προσπάθειες. Η πιο έντονη στιγμή για μένα ήταν όταν τραγούδησε το «Walking on the Moon». Αυτή η φωνή, εντυπωσιακά αναλλοίωτη. Ακόμα με ανατριχιάζει. Έφυγα μούσκεμα, αλλά χαλάλι. Κι ας μην είπε το «Bring on the Νight».
Μανώλης Βαμβούνης (gkoultoura.gr)
Ζεμφύρα ή το Μυστικόν της Πασιφάης του Ανδρέα Εμπειρίκου: Η καβαλάρισσα παρθένα και ο καυλωμένος λέων. Η Ζεμφύρα, η queer θηριοδαμάστρια ηρωίδα του Εμπειρίκου, ερωμένη γυναικών και απόρθητη αμαζόνα με το μαστίγιο, χάνει τον έλεγχο του αρσενικού λιονταριού της, παγιδευμένη πλέον σε έναν αμείλικτα ερωτικό, ενστικτώδη χορό πείνας και πόθου, επιβίωσης και εξουσίας. Σε μια open air παράσταση στον μαγευτικό κήπο του Μεγάρου Υπατία στην καρδιά της ζούγκλας της πόλης, η νεαρή ομάδα Τ ρ ι ς, με ήδη εξαιρετικά κρυσταλλωμένη άποψη και προσεγμένη λιτή αισθητική προσέγγιση, μετερμηνεύει μια (ίσως συχνά μισογυνιστική) male-gaze αφήγηση σε μια διαδρομή προς μια εμβληματική στιγμή θρίαμβο του female empowerment.
Αλέξανδρος Διακοσάββας (LiFO)
Η επιστροφή του τρομερού Ολλανδού visual artist Ντρις Βερχούφεν στην Αθήνα έγινε με ένα μικρού βεληνεκούς αλλά μεγάλης συναισθηματικής αξίας πείραμα. Το πρώτο επεισόδιο των Τοπίων Ενοχής που φιλοξενήθηκε στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης ήταν για μένα μια τεράστια έκπληξη –ανάλογη με το περσινό του «Phobiarama» στην πλατεία Συντάγματος–, μόλις συνειδητοποίησα τι ακριβώς συνέβαινε μέσα σε εκείνη την κλειστή αίθουσα με τον βιντεοπροβολέα. Οποιαδήποτε παραπάνω λεπτομέρεια θα κατέστρεφε ανεπανόρθωτα την εμπειρία παρακολούθησης αυτού του πρότζεκτ που συνεχίζεται σε διάφορες πόλεις του κόσμου, με άλλα «επεισόδια», στα οποία ο καλλιτέχνης αντιστρέφει την κάμερα της τρομολάγνας καθημερινής ειδησεογραφίας και τη θέτει να κοιτά τους «θύτες» και όχι τα «θύματα». Το στοιχείο της έκπληξης στην τέχνη είναι για μένα το παν, τελικά.