Η Θεία Κωμωδία είναι το κορυφαίο λογοτεχνικό δημιούργημα της μεσαιωνικής Ευρώπης, μιας εποχής μεγάλων εντάσεων και πολιτικής διαφθοράς. Γραμμένο μέσα σε μια δεκαπενταετία από τον Δάντη (Dante Alighieri, 1265-1321) ο αρχικός του τίτλος ήταν Κωμωδία. Μεταγενέστερα προστέθηκε από τον Βοκάκιο ο όρος με τον οποίο είναι σε όλους γνωστό, «Θεία». Με το σπουδαίο αυτό έπος La Divina Commedia, με το οποίο ελάχιστα εξοικειωμένο είναι το ελληνικό κοινό, θα έχουμε την ευκαιρία να συναντηθούμε σε μια παράσταση εμπνευσμένη από αυτό που ετοιμάζει η ομάδα Vasistas και η σκηνοθέτις Αργυρώ Χιώτη στη Στέγη.
Βρεθήκαμε σε πρόβα της ομάδας για να πάρουμε μια πρώτη αίσθηση και εικόνα του πώς είναι να μεταφέρεις σκηνικά αυτό το ανυπέρβλητο έργο των 14.233 ομοιοκατάληκτων 11σύλλαβων στίχων, αυτό το ογκωδέστατο αφήγημα που χωρίζεται σε τρία μέρη: «Κόλαση», «Καθαρτήριο», «Παράδεισος». Πρόκειται για ένα φανταστικό ταξίδι στον Κάτω Κόσμο, το οποίο ο ποιητής τοποθετεί στις 7 Απριλίου του 1300 λίγο πριν από το Πάσχα, κρατάει επτά ημέρες, όσες και οι μέρες της δημιουργίας του κόσμου, και στο οποίο, με συνοδοιπόρο του τον Βιργίλιο, αναζητάει τη Βεατρίκη (αναφορά στην αγαπημένη του Δάντη, Beatrice Portinari, η οποία πέθανε νωρίς), η οποία, όταν τη συναντάει, γίνεται η συνοδοιπόρος του στον Παράδεισο.
Αυτό το τόσο σημαντικό έργο, αλληγορικό και αυτοβιογραφικό συγχρόνως ποίημα, πολυδιάστατο και πολυεπίπεδο, με σημαντική επίδραση τόσο στην ιταλική γλώσσα όσο και στην παγκόσμια λογοτεχνία και σκέψη, αποτελεί θαυμάσιο μωσαϊκό των κοσμολογικών και χριστιανικών αντιλήψεων που επικρατούσαν την εποχή του Δάντη, τέλος του Μεσαίωνα, αρχή της Αναγέννησης.
Γράφτηκε σε εποχές πολιτικής κρίσης. Αντικατοπτρίζει τον παλμό ενός πολιτικού αγωνιστή. Εμείς αφαιρέσαμε το καθαρά επίκαιρο κι έχει μείνει ένα δριμύ κατηγορώ.
Αλλά πώς αναπαριστάς ένα τέτοιο έργο; Είναι δυνατόν να εικονογραφήσεις αυτό το μεγαλειώδες κείμενο, στην έκταση μάλιστα που ο ποιητής το έχει οραματιστεί; Δεν είναι αυτό το ζητούμενο, αλλά ούτε και η πρόθεση των Vasistas. Αυτό που στήνουν είναι μια συμπυκνωμένη εκδοχή του μακροσκελούς ποιήματος του Δάντη, μια υπαρξιακή φαντασμαγορία, σαν ένα πνευματικό road trip το οποίο θα αποδώσει τη Θεία Κωμωδία ως μουσική αφήγηση.
Το σκηνικό της Εύας Μανιδάκη είναι ένας «ουρανός» από πανιά, ο οποίος, όσο περνάει η ώρα, χαμηλώνει, καλύπτοντας σταδιακά τους ερμηνευτές. Οι ηθοποιοί της παράστασης, ντυμένοι με κοστούμια σε γεωμετρικά άσπρα και μαύρα σχήματα, ξεκινούν να στροβιλίζονται με πατίνια γύρω από τους κεντρικούς αφηγητές σε ομόκεντρους κύκλους. Η μουσική, υποβλητική, ακολουθεί τις κινήσεις τους. Το κουαρτέτο που θα συμπληρώνει την εικόνα της παράστασης και που βρίσκεται επίσης στο κέντρο λείπει από την πρόβα. Μπορούμε να πούμε ότι κατά τη διάρκεια της παράστασης ο χορός των ηθοποιών θα είναι εκείνος που θα ακολουθεί τη μουσική. Οι αφηγητές απαγγέλλουν τους στίχους του Δάντη με έναν σχεδόν ονειρικό τρόπο, σαν να βρίσκονται σε τρανς. Ο θεατής αφήνεται στους στίχους της Θείας Κωμωδίας (μτφρ. Κώστας Καιροφύλας), οι οποίοι συμπληρώνονται από τα Cantos XIV και XV του Έζρα Πάουντ (μτφρ. Γιώργος Βάρσος) και ποιήματα του Edgar Lee Masters από τη συλλογή Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ (μτφρ. Σπύρος Αποστόλου). Τη διασκευή και δραματουργία υπογράφει ο ποιητής και μεταφραστής Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος (Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια).
Παρακολουθήσαμε αποσπάσματα και από τα τρία μέρη. Ήταν σαφές ότι η κίνηση, η μουσική και ο λόγος αλληλοσυμπληρώνονταν σε μια μορφή ορατορίου, του οποίου στόχος είναι η συγκινησιακή εμπειρία, που για κάποιους θα λειτουργήσει και ως πνευματική. Η κίνηση των ηθοποιών, μια ατέρμονη «χορογραφία» με μεταξύ τους σχηματισμούς και σε σχέση με τον χώρο, δεν μπορεί φυσικά να αποτελεί αναπαράσταση των εικόνων του Δάντη αλλά σου μεταφέρουν απολύτως την αίσθηση της καταβύθισης σε έναν άλλο, αθέατο (και υποσυνείδητο ίσως) κόσμο του επέκεινα. Η σκηνή του Καθαρτηρίου, ενός «κοιμητηρίου» όπου οι ψυχές αρχικά τιτιβίζουν σαν πουλιά μέχρι να ακούσουμε ηχογραφημένη ποίηση, τα λόγια των ανθρώπων αυτών που δεν ζουν πια, μοιάζει σαν ένα ευφρόσυνο ξέφωτο υπέρμετρης φωτεινότητας.
Στο διάλειμμα της πρόβας, η Αργυρώ Χιώτη μαζί με τους ηθοποιούς Ευθύμη Θέου και Ελένη Βεργέτη μίλησαν για το φιλόδοξο εγχείρημά τους. «Τι κρατήσαμε εμείς από αυτό το μεγαθήριο και πώς το προσεγγίσαμε; Το φέραμε στα ανθρώπινα και στα δικά μας μέτρα. Δηλαδή, αυτό που μας ενδιαφέρει είναι το απόλυτο αδιέξοδο ενός ανθρώπου –εκεί εντοπίσαμε τη δραματουργία μας– που βρίσκεται σε προσωπική κρίση και ξεκινάει μια πορεία κατάδυσης στους νεκρούς του, στο απόλυτο σκοτάδι, για να ξαναβγεί στο φως και να μπορέσει να υπάρξει ξανά ολόκληρος, να ξαναβρεί την ορμή της ζωής και να μπορέσει να ξαναγίνει ακέραιος μέσα στον κόσμο, και για τον κόσμο. Αυτή την πορεία θέλουμε να προσεγγίσουμε κι αυτό κρατήσαμε από το κείμενο, το οποίο αποκλείεται να μπορέσει να αναπαραστήσει κανείς ολόκληρο. Εκτός από τον όγκο του, που είναι τεράστιος, έχει εικόνες και περιγραφές κατά τη γνώμη δεν έχει νόημα να φέρεις στη σκηνή – ούτως ή άλλως, κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο. Εμείς το είδαμε καθαρά μουσικά, γι' αυτό το χαρακτηρίζουμε «μουσική αφήγηση». Ενστικτωδώς πήγαμε προς τα εκεί, δεν είναι μια φόρμα που προσπαθήσαμε να φορέσουμε στο κείμενο, κι όταν ξεκινήσαμε να λέμε αυτά τα λόγια δεν ξέραμε σε τι μουσικά όρια θα φτάσουμε. Το ίδιο το κείμενο μας έφτασε στο σημείο στο οποίο βρισκόμαστε τώρα. Έτσι, καταλήξαμε σε αυτό το ισότονο, στη μονωδία από τους δύο βασικούς αφηγητές, που προσωπικά θεωρώ ότι επιτρέπει στον θεατή να εισχωρήσει στο θέαμα και να κάνει τη διαδρομή, φτιάχνοντας ο ίδιος την εικόνα, ακούγοντας και δημιουργώντας ό,τι θέλει».
«Η κίνηση με τα πατίνια σε οδηγεί πράγματι στην καταβύθιση σε μια ονειρική πραγματικότητα...», σχολιάζω. Η Χιώτη μου απαντάει: «Ναι, συμβαίνει αυτό με τα πατίνια. Δημιουργούμε μια τεράστια ταχύτητα, έναν στρόβιλο. Στην Κόλαση ο Δάντης ξεκινάει μια αριστερόστροφη πορεία με κύκλους – άλλωστε η Κόλασή του είναι κωνική, μέχρι να φτάσει στο κέντρο. Εμείς το μεταφέρουμε αυτό στη μουσική και στην κίνηση, στην ενέργεια, στη ροή, στην αίσθηση. Τη μουσική την εννοούμε με την ευρύτερη έννοια, γιατί και τα σώματα και η κίνηση είναι για μας μουσική».
«Βοηθάει η επαναληπτικότητα της ίδιας της μουσικής», της υπενθυμίζω. «Βέβαια, ιδίως του Ράιχ στην Κόλαση, που ακολουθείται από του Φίλιπ Γκλας στο Καθαρτήριο και στον Παράδεισο. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι ότι και σε αυτήν τη δουλειά συνεχίζουμε αυτό που ξεκινήσαμε στις Απολογίες 4 και 5 που ξεκινήσαμε στο Φεστιβάλ Αθηνών. Μάλιστα, εδώ μπήκαμε ακόμα πιο βαθιά στην έννοια της Λειτουργίας στη σκηνή, δηλαδή της Ιεροτελεστίας ψάχνοντας τι σημαίνει «φτιάχνω μια ιεροτελεστία ή τελώ μια Λειτουργία» – κάτι σαν επίκληση στην ποίηση στη δική μας περίπτωση, που σημαίνει ότι αποδεχόμαστε τη χορικότητα και τη μουσικότητα, δημιουργώντας κάτι το μυστηριακό που σε καλεί κοντά του. Τρεις νότες που μπαίνουν μαζί ώστε να αφήσουν να εισχωρήσει ανάμεσά τους το νόημα με έναν τρόπο διαφορετικό, που ίσως προκαλέσει τις αισθήσεις».
Ο Ευθύμης Θέου παίρνει τον λόγο: «Αυτό είναι το θέατρο που υπηρετούμε όλα αυτά τα χρόνια. Ένα θέατρο που φεύγει από την αναπαράσταση –που εδώ έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσε να γίνει– και βασίζεται στη δύναμη της μουσικής, στη δύναμη του σώματος, χτυπάει στις αισθήσεις του ανθρώπου. Πήγαμε στον Μεσαίωνα γιατί αυτά τα κείμενα είναι πιο κοντά στην αισθητική μας. Πριν από την Αναγέννηση έχουμε μια δύναμη εξωστρέφειας, μια πολύ καθαρή κίνηση που ταιριάζει στον δικό μας αφηγηματικό χαρακτήρα».
Η Αργυρώ Χιώτη υπογραμμίζει: «Εμείς πηγαίνουμε προς μια εμπειρία η οποία είναι σωματική και σημαίνει μια επιστροφή στη βάση. Επιστροφή στις ρίζες, σε όσο πιο απλό και γυμνό τρόπο. Αντίστροφη πορεία από την εικόνα και την ταχύτητά της, βάσει της οποίας όλοι έχουμε συνηθίσει να λειτουργούμε».
Ζητάω να μου εξηγήσει γιατί μπαίνουν εμβόλιμα τα ποιήματα του Πάουντ και του Μasters. «Δουλέψαμε πολλούς μήνες με τον Νίκο Παναγιωτόπουλο για τη διασκευή. Για να φτάσουμε σε αυτό το αποτέλεσμα μελετήσαμε εκτενώς πάρα πολλές αναφορές ανθρώπων - συγγραφέων ανά τους αιώνες που έχουν ασχοληθεί με τον Δάντη ή έχουν επηρεαστεί από αυτόν. Καταλήξαμε να χρησιμοποιήσουμε μόνο αυτά που με κάποιον τρόπο συνδέουν το παρελθόν του Δάντη με ένα παρόν πολύ πιο άμεσο και ζοφερό, όπως η ακατάσχετη σκατολογία του Πάουντ που φτάνει να μοιάζει με ένα ισχυρό είδος ραπ. Κάπως έτσι κάνουμε μια ρωγμή στον χρόνο».
Και ο Ευθύμης Θέου, που είναι ο αφηγητής της παράστασης, προσθέτει: «Ο Δάντης παραθέτει μια λίστα από ονόματα, πρόσωπα της εποχής του, είτε νεκρούς, είτε της επικαιρότητας, είτε πρόσωπα της οικογένειάς του. Έχει πολύ έντονα βιογραφικό χαρακτήρα η Θεία Κωμωδία και έπρεπε να βρούμε έναν τρόπο να μεταφέρουμε αυτό το στοιχείο. Ο Μάστερς έχει γράψει μια ποιητική ανθολογία για ένα νοητό χωριό, επιτάφιους λόγους για καθέναν από τους κατοίκους του. Πήραμε αυτά τα μικρά επιτύμβια ποιήματα και μπολιάσαμε τον Δάντη με αυτά, του δώσαμε αυτό τον πολύ προσωπικό χαρακτήρα που χρειάζεται να ανθίσει».
Η Χιώτη καταλήγει: «Πρόκειται για έναν λόγο πιο προσωπικό. Δεν είναι τυχαία επιλογή, όμως, αφού ο Μάστερς έχει βασίσει όλη του την ανθολογία στη Θεία Κωμωδία. Ξεκινάει από τα πνεύματα, τα οποία θεωρεί πιο ποταπά, φτάνει σε αυτούς που είναι πιο κανονικοί άνθρωποι και καταλήγει σε αυτούς με την υψηλή νόηση και καλλιέργεια. Πάντως, η Θεία Κωμωδία είναι καθαρά αυτοβιογραφικό έργο. Το λέμε "οραματική αυτοβιογραφία", γιατί ο ποιητής έκανε τη ζωή του όραμα. Αυτό θέλουμε να αγγίξουμε σκηνικά κι εμείς, να μπούμε στο όραμα». Ευθύμης Θέου: «Γράφτηκε σε εποχές πολιτικής κρίσης. Αντικατοπτρίζει τον παλμό ενός πολιτικού αγωνιστή. Εμείς αφαιρέσαμε το καθαρά επίκαιρο κι έχει μείνει ένα δριμύ κατηγορώ. Αυτό που εμείς ελπίζουμε να περάσει είναι η δύναμη που κρύβουν τα πράγματα, ο άνθρωπος και ο αγώνας του να ξεπεράσει ένα έρεβος, που γι' αυτόν ήταν πολιτικό, και να ανέβει προς το φως. Ακόμα και η Κόλαση δεν είναι το απόλυτο σκοτάδι. Άνθρωποι που ζουν εκεί, με έντονο χιούμορ, ακολουθούν μια πορεία προς το φως και την ανάταση».
Η Ελένη Βεργέτη, η οποία εμφανίζεται σαν άλλη Βεατρίκη, λέει: «Όποτε φτάνουμε στον Παράδεισο και λέμε τα λόγια αυτά, έναν ύμνο στο φως, είναι σαν να ανακαλύπτω το κείμενο εκ νέου. Πάει παράλληλα μ' εσένα και εν τέλει είναι υπερβολικά σύγχρονο, θυμίζει την κβαντική θεωρία. Είναι ωραίο που δίνεται μέσα από μουσική γιατί συγκινεί, γίνεται ένα βίωμα αισθητηριακό. Αυτό που περιγράφει στον Παράδεισο είναι κάτι βιωματικό, δεν θα μπορούσαν να γεννηθούν αυτές οι λέξεις αν δεν είχε βιώματα ο ίδιος ο Δάντης. Αυτό με συγκινεί πολύ, καθώς και το ότι επιμένουμε στις συγκεκριμένες λέξεις με τη μουσικότητα, για να εμβαθύνουμε».
Ο Θέου ολοκληρώνει την κουβέντα μας λέγοντας το εξής: «Έχει πολλά επίπεδα, αλλά μπορεί κανείς να μείνει και στο πρώτο της ερωτικής ιστορίας. Ένας άνθρωπος χαμένος που βυθίζεται στον Κάτω Κόσμο για να βρει στον Παράδεισο την αγαπημένη του που έχει πεθάνει. Αυτός είναι ο βασικός κορμός της αφήγησης – ωστόσο, μπορεί να βυθιστεί σε τόσα άλλα».
Δείτε 10 φωτογραφίες από τις πρόβες σε slideshow
Info:
«Θεία Κωμωδία» του Δάντη
Ομάδα VASISTAS & Αργυρώ Χιώτη
22 Aπριλίου - 7 Μαΐου 2017
20:30
Κεντρική Σκηνή
90 λεπτά
Τα Σαββατοκύριακα 22-23, 29-30 Απριλίου και 6-7 Μαΐου 2017 με αγγλικούς υπέρτιτλους
σχόλια