Τι θα συνέβαινε αν μπορούσαμε να δούμε επί σκηνής αυτά που κανένας δεν θέλει να δείξει; Aυτά που κανένας δεν θέλει να δει ή να ακούσει; Αυτά που κρύβουμε από τους άλλους και που θα προτιμούσαμε να μην έρθουν ποτέ στο φως, επειδή θα ντροπιαζόμασταν θανάσιμα; Όχι επειδή έχουν κάποια σχέση με το έγκλημα, με ανομολόγητα πάθη και έξεις, με πυρακτωμένα μυστικά και αδηφάγες ορέξεις, αλλά, απλούστατα, επειδή είναι απολύτως μπανάλ.
Ακατάσχετος βήχας, εναγκαλισμός με τη λεκάνη, ασύστολα βογγητά ανακούφισης, φτυσίματα δίχως τέλος, ένα μυξομάντιλο που χρησιμοποιείται ξανά και ξανά, όλες οι «ενοχλητικές», κακόηχες και δύσοσμες λειτουργίες του σώματος, του στόματος, των οπών και των εντέρων μας γεμίζουν μέχρι κορεσμού τον χώρο του θεάτρου όπου εκτυλίσσεται αυτό το αλλόκοτο, όπως μοιάζει αρχικά, θέαμα.
Ο άνδρας με το λευκό σώβρακο (Γιάννης Κότσιφας), αφού δαμάσει τον βήχα του, ανεβαίνει στο τραπέζι και κάθεται με τα οπίσθια πάνω στην αντλία ενός αντισηπτικού: το υγρό ξεχύνεται, εκείνος γεμίζει τις χούφτες του και το απλώνει με ικανοποίηση σε όλο του το σώμα, λες και πρόκειται για την απολαυστικότερη κρέμα ενυδάτωσης. Παίζει με τις ρώγες του, «ερεθίζεται», τις αρμέγει και συλλέγει το λευκό «γάλα» σ’ έναν κουβά. Το πίνει, μετά το φτύνει, λερώνοντας το στέρνο του.
Ήρθε η ώρα: η ώρα που το κοινότοπο, το άσχημο, το ευτελές, το χαζοχαρούμενο, το βρομερό, το περιττό, το αηδιαστικό ανασύρονται από το σκοτάδι του μη αναπαραστάσιμου και προβάλλονται σε πρώτο πλάνο, διεκδικώντας διψασμένα την προσοχή μας.
Στη συνέχεια, παίρνει από τον κουβά ένα κομμάτι ζύμη, το πλάθει με όλα τα μέρη του σώματός του, το βγάζει από τον πωπό του, το κάνει «κεμπάπ», το επιδεικνύει, «φωτογραφίζεται», το πετάει στο πάτωμα, το ποδοπατάει, του ρίχνει αντισηπτικό και αυτό το πατημένο νιανιά πράγμα το βάζει στον «φούρνο». Όταν ψηθεί, το πατσαβουριάζει σ’ ένα χαρτόνι, το χώνει σε μια θερμοθήκη Wolt, φοράει τη στολή του ντελιβερά και έρχεται να μας το παραδώσει με το μηχανάκι του.
Ήρθε η ώρα: η ώρα που το κοινότοπο, το άσχημο, το ευτελές, το χαζοχαρούμενο, το βρομερό, το περιττό, το αηδιαστικό ανασύρονται από το σκοτάδι του μη αναπαραστάσιμου και προβάλλονται σε πρώτο πλάνο, διεκδικώντας διψασμένα την προσοχή μας. Όλα τα γεννήματα της ανίας, των αυνανιστικών πρακτικών μας, τα σάλια και τα κόπρανά μας, τα λεκιασμένα εσώρουχά μας, ξεπηδούν από τον κάδο των απλύτων και στριμώχνονται κάτω από τη μύτη μας. Τίποτε το «υψηλό», το «ευγενές» και το «ωραίο» δεν έχει θέση σε αυτό το βωβό θέατρο, όπου ακόμη και ο λόγος έχει υποβαθμιστεί, έχει συρρικνωθεί σε μια μαλλιαρή μπάλα από ανοησίες, κουτσομπολίστικα παραληρήματα, ανεγκέφαλη «κριτική» για τα τηλεοπτικά ριάλιτι, για τα μεζεδοπωλεία του συρμού με εκτρωματικές ονομασίες που αποθεώνουν το τουλουμοτύρι της Σικίνου, παρασύροντάς μας, με «άπαυστο μεράκι», σ’ έναν υπερμοδάτο χορό γευστικών ανακαλύψεων δίχως τέλος.
Η Λένα Κιτσοπούλου παίρνει στα χέρια της το πιο σύνηθες, πεζό κομμάτι της πραγματικότητας και το αναπλάθει σατιρικά, καλώντας μας να το αντικρίσουμε. Να το «ανοίξουμε» και να δούμε τι έχει μέσα. Και τι είναι αυτό που μας δείχνει; Όχι μια μίμηση πράξεως «σπουδαίας και τελείας» αλλά το αντίθετό της: μια μίμηση πράξεως ασήμαντης, γελοίας, νωθρής και κενής. Που δεν κρύβει κάποιο βαθύτερο νόημα, επειδή αυτό που κάνουμε κάθε μέρα δεν έχει κανένα νόημα. Κοιμόμαστε όρθιοι, τρώμε σκουπίδια, παρακολουθούμε σκουπίδια, ασχολούμαστε με τελειωμένους, κακοποιούμε τα παιδιά μας και ξεβράζουμε αναρτήσεις στα σόσιαλ μίντια.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η καλλιτέχνις στηλιτεύει την απάθεια και την αποκτήνωσή μας. Πλάθει έναν κόσμο αντι-ηρωικό, κυνικό, χλευαστικό, απογυμνωμένο από συναίσθημα, παραδομένο σε μια αβαθή επεισοδιακότητα, όπου ακόμη και τα χειρότερα περνούν δίχως ν’ ανοίξει ρουθούνι, αφού ακόμη και τα πιο «σαρωτικά νέα» της επικαιρότητας αδυνατούν να σαρώσουν την παχιά στρώση αμεριμνησίας μας: «Ήταν μια δύσκολη χρονιά... Ασχολήθηκα πολύ με Πετράλωνα, Κολωνό, δεν είχα χρόνο... Η Πισπιρίγκου πιστεύω ότι θα αθωωθεί». Η ηθική έχει πεθάνει, η αισθητική επίσης: πωρωμένοι καταναλωτές, εθισμένοι χρήστες, ανάλγητοι σχολιαστές φρικαλεοτήτων που συμβαίνουν στη γείτονα χώρα ή στο διπλανό σπίτι, δεν ολοκληρώνουμε ποτέ τίποτε, δεν συνδεόμαστε με κανέναν, ενώ με μια κολλητική ταινία πασχίζουμε να συγκρατήσουμε την άβυσσο που χάσκει κάτω από τα πόδια μας. Καρικατούρες του εαυτού μας, με μαλλιά σαν τούβλο και δόντια σάπια, ζόμπι που ροχαλίζουμε όρθιοι, οδεύοντας υπνωτισμένοι προς την τελική αποσύνθεση και την οριστική σήψη.
Το τέλος έχει επέλθει ήδη κι εμείς εκσφενδονίζουμε κουτάκια μπίρας στον τοίχο, μερακλωμένοι. Κάτι παράξενο συμβαίνει, όμως, ενώ διαδραματίζονται όλα αυτά ενώπιόν μας. Ενώ καλούμαστε, δηλαδή, να αναγνωρίσουμε τα χάλια μας και να αντιμετωπίσουμε τη γελοιότητά μας, εμείς καταλήγουμε να γελάμε και να διασκεδάζουμε μαζί της…
Αν στόχος της σάτιρας, διαχρονικά, είναι να ορθώσει απέναντί μας έναν καθρέφτη και να μας αναγκάσει να δούμε αυτά που δεν θέλουμε να δούμε, να μας ενοχλήσει και να μας ταρακουνήσει αντανακλώντας την ασχήμια μας, τότε εδώ, θα τολμούσα να πω, κανένας δεν ενοχλείται, μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Το κοινό, και τις δύο φορές που παρακολούθησα την παράσταση, γελούσε ακατάσχετα και επικροτούσε το καθετί. Καταλάβαινε ότι το θεάμα αφορούσε τη ζωή του, αλλά δεν αισθανόταν ότι δέχεται κάποια επίθεση, ότι «ξεμπροστιάζεται»∙ αντιθέτως το απολάμβανε, ηδονιζόταν με αυτό το «πείραγμα», με αυτήν τη διακωμώδηση των ελαττωμάτων του.
Σύμπτωμα της εποχής; Όχι ακριβώς. Αυτό που νομίζω πως συμβαίνει εν προκειμένω είναι ότι η φόρμα προδίδει την πρόθεση –και μάλιστα με τη διπλή έννοια της λέξης. Από τη μια την «προδίδει», οδηγώντας την παράσταση στο αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα (σε ένα είδος ξεγελάσματος και εφησυχασμού μας), από την άλλη, φανερώνοντας ακούσια τη βαθύτερη επιθυμία της: να κερδίσει μια ελευθερία, μια ανοιχτότητα, να κινηθεί με διάθεση παιγνιώδη, να αναζητήσει γραμμές φυγής σε ένα άλλο, εξωλεκτικό επίπεδο.
Ενόσω, δηλαδή, «αποτυγχάνει» ως σάτιρα –εφόσον δεν αποδεικνύεται αρκετά αιχμηρή κι ας περιλαμβάνει πάσης φύσεως βανδαλισμούς, βιασμούς και εξορκισμούς–, επιτυγχάνει ως απρόσμενη, απρόβλεπτη περφόρμανς, οικοδομώντας με τα πιο ευτελή υλικά ένα περιβάλλον πειραματισμού, όπου όλα είναι πιθανά και ουδέποτε ξέρουμε τι μέλλει γενέσθαι. Η Κιτσοπούλου εδώ δεν μας «βρίζει», δεν μας κάνει κήρυγμα, δεν επιδίδεται στους συνήθεις αυτοαναφορικούς μονολόγους της, δεν βγαίνει από τα ρούχα της: γίνεται Dada χωρίς να μας κάνει «ντα», μας καλεί να μοιραστούμε, όπως λέει, «αυτό το βωβό που κάνουμε εδώ πέρα, αυτήν τη μαγεία που γεννιέται απ’ το τίποτα». Ένα «τίποτα» που αποκτά υπόσταση, φυσικά, χάρη στη ζωτική συνδρομή των εξαιρετικών Γιάννη Κότσιφα, Ιωάννας Μαυρέα και Πάνου Παπαδόπουλου.
Κλείνοντας, θα έλεγα, διαισθητικά, πως η δημιουργός αναζητά μια άλλη γλώσσα: πιο χειροποίητη, πιο επιτελεστική, πιο συνειρμική, πιο άναρχη, μια γλώσσα που σμιλεύεται συλλογικά στην πορεία, που γεννά τον εαυτό της κάθε στιγμή και αφήνεται στην ενδεχομενικότητα και στις επιθυμητικές ροές, καλώντας τον θεατή σε ένα διαφορετικό, πιο «απροστάτευτο» είδος θεατρικής εμπειρίας από αυτά που έχει συνηθίσει. Μια γλώσσα ελαστική, που αρνείται τις κωδικοποιημένες δομές, που δεν φοβάται να χαθεί, να αναποδογυριστεί, να γκρεμιστεί, να ξαναφτιαχτεί. Που επιτρέπει πολλαπλές εισόδους και εξόδους, που πλάθει μόνη της τη σημειωτική της, που ζει στο παρόν, στην εμμένεια και είναι έτοιμη να πεθάνει ακόμη και εν τη γενέσει της, γιατί ουδέποτε παίρνει τον εαυτό της στα σοβαρά και αδιαφορεί αν θα χτίσει μνημεία για το μέλλον.
Κι αυτό είναι κάτι που, αν συνειδητοποιήσει τη δυναμική του, αξίζει πραγματικά να δούμε πώς θα εξελιχθεί...
Δείτε εδώ ημέρες και ώρες της παράστασης «Τα νέα μου είναι σαρωτικά» που ανεβάζει η Λένα Κιτσοπούλου στο θέατρο Σφενδόνη
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO.