Τα κείμενα της Βάσως Καμαράτου στο Facebook είναι αποστάγματα ευαισθησίας, τρυφερά σχόλια καθημερινότητας για τη ζωή στην Αθήνα, κόντρα σε κάθε είδους σκληρότητα, μικρές κραυγές και «αλίμονο για τα ζώα και τους αδύναμους αυτού του κόσμου». Η Βάσω εμφανίζεται μετά από καιρό στο θέατρο, στην Κασέτα της Λούλας Αναγνωστάκη που ανεβάζει ο Μάνος Καρατζογιάννης στο θέατρο Σταθμός. Συναντηθήκαμε με αυτή την αφορμή την ημέρα των γενεθλίων της, λίγο πριν πάει στην πρόβα.
— «Αχ Θεέ μου, τι είμαστε; Κάποιοι από τύχη γίνονται “κάποιοι” και νομίζουν και νομίζουν… Kαι υπάρχουν εκεί έξω άνθρωποι που από ατυχία έγιναν “τίποτα” και δεν νομίζουν τίποτα, απλά κάνουν ό,τι μπορούν για να ζήσουν άλλη μια ημέρα».
Τίποτα δεν είμαστε, Τάσο μου, στην πραγματικότητα δεν είμαστε τίποτα, είμαστε παιδιά που τα πετάξανε στην αρένα και έπρεπε να μεγαλώσουνε, κι έπρεπε να γίνουν σπουδαίοι και τρανοί για να πάρουν την αποδοχή που πολύ πιθανόν ζητάνε απ’ τη μανούλα τους. Αυτό είμαστε. Και το λέω και ανατριχιάζω σύγκορμη.
— Θεωρείς ότι οι πραγματικά σπουδαίοι άνθρωποι δεν ξέρουν ότι είναι σπουδαίοι;
Tο ερώτημα είναι τι σημαίνει πραγματικά σπουδαίος. Νομίζω ότι πραγματικά σπουδαίος είναι αυτός που πνίγηκε μέσα στα σκατά του και άλλαξε. Δεν είναι το μόνο που έχεις να κάνεις στη ζωή, αλλά αυτή είναι η μεγαλύτερη δουλειά που έχεις έρθει για να κάνεις: να αλλάξεις προς το καλύτερο. Είμαστε ένα τίποτα και γι’ αυτό παλεύουμε, να μην είμαστε τίποτα. Θεωρώ ότι κάποιο άτομο έχει αξία και του έχω τεράστια εκτίμηση όταν υπηρετεί αυτό που είναι και δεν προσπαθεί να είναι κάτι άλλο, άρα το τίποτά του το γνωρίζει και το αγαπάει. Ο τίποτας δεν είναι κάτι κακό, σημαίνει να είσαι γυμνός απέναντι σε σένα. Είναι καθημερινή μάχη, κι επειδή έχω και μια τελετουργία, προσεύχομαι, έχω την εικόνα του Χριστού, που Τον αγαπώ, και λέω «Θεέ μου, συγχώρεσέ με», όχι για τις αμαρτίες, αυτές τις χαζομάρες που λένε οι χριστιανοί, αλλά επειδή έχω πληγώσει ανθρώπους, έχω πληγώσει τον εαυτό μου, έχω υπάρξει κακός άνθρωπος, παλεύω κάθε μέρα με τους δαίμονές μου τους πραγματικούς. Γι’ αυτό πάω στην εκκλησία, μαζεύω και κεριά, κλέβω κανένα πού και πού, έχω πάρα πολλά.
Κάθε μέρα ανεβαίνω το Έβερεστ. Νιώθω ότι ανεβαίνω ένα βουνό τεράστιο, και το ανέβασμα είναι αέναο. Οι ώρες της ξεγνοιασιάς μου είναι όταν βρίσκω το παιδί μέσα μου. Είναι όπως αυτό που κάνουν οι αναρριχητές στο βουνό, που βγάζουν την τέντα και κάθονται για λίγο. Η ανηφόρα μου είναι να φτάσω όσο πιο κοντά μπορώ στον αγνό, παιδικό μου εαυτό.
— Έγραψες ένα κείμενο για τους παπάδες. «Δεν έχουν φόβο Θεού οι παπάδες (όχι όλοι) γι’ αυτά που κάνουν; Δεν ξέρουν πως τους βλέπει ο Θεός να συνευρίσκονται χρόνια τώρα μ’ εμάς τους ανώμαλους; Τι κάνουν τόσα χρόνια, γιατί δεν μετανοούν και ολοένα μας προσεγγίζουν και θέλουν την παρέα μας; Γιατί μας καλούν μέσα από τα διάφορα σάιτ που έχουμε εμείς οι ανώμαλοι και μας προκαλούν; Δεν ξέρουν πως τα βλέπει όλα ο Θεός;»
Υπάρχει μια τεράστια υποκρισία εκεί και είναι κρίμα από τον Θεό τους αυτό, που λένε ότι Τον αγαπάνε. Γιατί εμείς είμαστε παιδιά κατώτερου θεού, οι ανώμαλοι, με όλη τη σημασία της λέξης, είτε για τον σεξουαλικό μας προσανατολισμό είτε για άλλον λόγο, δεν έχει σημασία, θεωρούνται πολλά ανωμαλίες. Και εκείνοι, που πρεσβεύουν και αγαπάνε τον Θεό, μας ρίχνουν στην πυρά.
— Είναι πολύ εκνευριστική αυτή η υποκρισία. Έχω να σου πω μια ιστορία για έναν καλόγερο που με φλόμωσε κάποτε στο ψέμα και μου έλεγε «δεν έχω κάνει ποτέ σεξ και κάνω μεγάλο αγώνα για να καταφέρω να αντισταθώ στον πειρασμό της σάρκας, αυτό είναι το κατόρθωμά μου όμως, να κυριαρχήσω στην καύλα». Ήταν 30 χρονών και τον είχα πιστέψει, μας είχε συγκινήσει με τον φωτογράφο αυτή η εκδήλωση της πίστης, εμάς τους άπιστους, και μόλις δημοσιεύτηκε η συνέντευξη έμαθα ότι ψωνιζόταν στο Grindr και έκανε σεξ με αμέτρητο κόσμο.
Έχω κι εγώ έναν φίλο που πήγαινε με ιερωμένους. Ένα Πάσχα που είχαμε πάει στην εκκλησία όπου έψελνε ένας παπάς, τον περίμενε μετά για να φύγουν μαζί, όλος ο προαύλιος χώρος ήταν γεμάτος γκέι και λεσβίες κι αυτό ήταν πολύ ωραίο. Αντί να πούνε, όμως, «ελάτε όπως είστε», είναι μέσα στην υποκρισία και στην αντίδραση.
— Η Εκκλησία χρειάζεται αυτόν τον κόσμο, όχι ο κόσμος την Εκκλησία, γιατί αυτός που πιστεύει θα βρει άλλον τρόπο να εκδηλώσει την πίστη του.
Παίζονται πολλά συμφέροντα, που δεν τα γνωρίζουμε. Γι’ αυτό για μένα αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν σχέση με τον Θεό και θα πεθάνουν στις τύψεις τους, γιατί δεν αποδέχτηκαν αυτό που είναι. Και το κάνουν στο όνομα ενός Θεανθρώπου, ενώ δεν νομίζω ότι πιστεύουν πραγματικά.
— Ξεχνάμε ότι ο παπάς είναι κι ένα επάγγελμα, μια ιδιότητα που πληρώνεται. Ξέρω ανθρώπους που έγιναν παπάδες για να λύσουν το βιοποριστικό τους. Και οι καλόγεροι δεν ζουν μόνο με αέρα και προσευχή.
Η μαμά μου μεγάλωσε σε μοναστήρι, στην Καλυβιανή, στην Κρήτη, κι ενώ τον ιερέα που ήταν εκεί τον λάτρευε, όπως και τις μοναχές, στην πορεία έγινε άθεη, κι όταν κατάλαβε ότι έχω μια πίστη δική μου, πήγαινε στην εκκλησία και άναβε κερί. Και όταν μου είπε «θέλω να με συγχωρέσεις γιατί δεν ήμουν η μάνα που έπρεπε να ’μαι», της είπα «μάνα, σε έχω συγχωρέσει, είσαι μάνα μου και σε αγαπάω ούτως ή άλλως, πρώτα απ’ όλα όμως σε έχει συγχωρέσει Αυτός που πιστεύω εγώ, η δική μου πίστη».
— Αυτό κάνει η πίστη, σου πετάει βάρη, σου δίνει ελπίδα, κάτι να πιαστείς. Όταν η μάνα μου ήταν στα τελευταία της αυτό που με είχε συγκλονίσει ήταν το πόσο ήρεμη ήταν, παρότι πονούσε φρικτά. Πίστευε ότι κάπου θα πάει, να συναντήσει τους γονείς της. Δεν δυσανασχετούσε, έλεγε «έχω ζήσει όσα ήταν να ζήσω» κι έδινε κουράγιο στους υπόλοιπους, δεν μπορούσα να καταλάβω πού την έβρισκε αυτήν τη δύναμη.
Αυτό είναι δείγμα πίστης. Η μανούλα μου πέθανε πριν από ενάμιση χρόνο. Έφυγε ξαφνικά από ανακοπή, ήταν στο νοσοκομείο, εγώ δούλευα και δεν την πρόλαβα. Κι όταν πήγα στο νεκροτομείο να τη δω, μου την έφερε ένας άνθρωπος που ήταν σαν άγιος, είχε λιβανιστήρι στο χέρι και λιβάνιζε τους νεκρούς. Έκλαιγα για τη μάνα μου, αλλά, πέρα από τον πόνο μου, με έκανε κι αυτός ο άνθρωπος να κλάψω, γιατί ένιωσα ότι είναι ο μεταφορέας, ο λειτουργός τους· αυτό που έκανε ήταν ένδειξη πίστης, δεν ήταν ένας ψυχρός επαγγελματίας. Αυτό είναι πίστη για μένα.
— «Πάντα τα χρήματα και η δόξα διαφθείρουν;»
Θωρώ πως ναι. Για κάποιους ο στόχος είναι αυτός, οπότε αν πηγαίνεις γυρεύοντας, θα τη βρεις τη διαφθορά. Μακάρι να σου δώσει δύναμη ο Θεός, ο Αλλάχ, ο Βούδας, το φυτό, αυτό που πιστεύεις, να μην ξεχάσεις από πού ξεκίνησες. Πιστεύω στην ισορροπία, αν δώσεις καλό, θα σου έρθει καλό, κι αν κάνεις το κακό, θα το βρεις μπροστά σου.
— Γράφεις «όλοι την ίδια ανηφόρα θα ανέβουμε». Ποια είναι η δικιά σου ανηφόρα;
Κάθε μέρα ανεβαίνω το Έβερεστ. Νιώθω ότι ανεβαίνω ένα βουνό τεράστιο, και το ανέβασμα είναι αέναο. Οι ώρες της ξεγνοιασιάς μου είναι όταν βρίσκω το παιδί μέσα μου. Είναι όπως αυτό που κάνουν οι αναρριχητές στο βουνό, που βγάζουν την τέντα και κάθονται για λίγο. Η ανηφόρα μου είναι να φτάσω όσο πιο κοντά μπορώ στον αγνό, παιδικό μου εαυτό. Πρόσφατα θυμήθηκα τον Μάικλ Νάιτ που έβλεπα μικρή, τρώγοντας σουβλάκια στο απογευματινό φως, κι ένιωθα τόση χαρά που το αεράκι έμπαινε κουνώντας ελαφρά την κουρτίνα και χάιδευε την πλάτη μου· έβλεπα Μάικλ Νάιτ, χωρίς να με ενοχλεί κανείς. Είναι το πιο δύσκολο πράγμα να φτάσεις εκεί.
— Βάσω, προτιμούσες πάντα να ζήσεις αξιοπρεπώς, βιοποριζόμενη από δουλειές εκτός θεάτρου. Αυτό σημαίνει ότι έχεις πει πολλά όχι, είναι επιλογή σου, ή ότι δεν είχες προτάσεις
Αυτή είναι μια πληγή μεγάλη. Ξεκίνησα κάνοντας παραστάσεις στο Επί Κολωνώ με την Ελένη Σκότη, την αγαπημένη μου δασκάλα, μετά άρχισα να κάνω δικές μου παραστάσεις, περφόρμανς, και κάπως θεώρησαν, ο κόσμος, ότι εγώ κάνω μόνο αυτό. Ήμουν και επαναστάτρια ως άνθρωπος, οπότε θεώρησαν ότι η Βάσω τα κάνει από μόνη της τα πράγματα και δεν τολμούσαν να μου προτείνουν συνεργασία. Όταν, τελευταία, άρχισα να στέλνω μηνύματα, γιατί θέλω να δουλέψω, έλεγαν «α, τι λες, αλήθεια;». Υπήρχαν άνθρωποι που δεν με είχαν σκεφτεί καν, ποτέ. Δεν μιλάμε για τις περιπτώσεις που ο καθένας παίρνει τους δικούς του ανθρώπους – ok, συμβαίνει αυτό, το θέατρο είναι κλίκες, και δεν το εννοώ με κακό τρόπο. Έτσι το είπα και στον Μάνο τον Καρατζογιάννη και μου έστειλε ο άνθρωπος και τώρα κάνουμε πρόβες για την Κασέτα της Αναγνωστάκη που ανεβάζει στο θέατρο Σταθμός – είναι ένα πολύ ωραίο έργο. Σε κατατάσσουν κάπου και ξεχνάνε ότι είσαι, πάνω απ’ όλα, ηθοποιός, κι εγώ ψοφάω, πεθαίνω να παίζω, στενοχωριέμαι, δεν μπορώ χωρίς αυτό, ούτε χωρίς να παίζω ούτε χωρίς να σκηνοθετώ.
— Βλέπεις θέατρο;
Επιλεκτικά. Πιο πολύ βλέπω κινηματογράφο γιατί έχω πληγωθεί απ’ το θέατρο, πρέπει να είναι ο άλλος πολύ φίλος μου για να πάω. Έστειλα στο Εθνικό, για την Πειραματική, μια πρόταση για μια stand up tragedy στον Κορυδαλλό, ένα σπαρακτικό και κωμικό ταυτόχρονα κείμενο, σε ανθρώπους που με ήξεραν, έχουν δει τι κάνω, αλλά πρόκειται για ένα πράγμα κλειστό, μια τρύπα που δύσκολα σε αφήνουν να μπεις. Προφανώς με θεωρούν περιθώριο, αλλά ποιος ορίζει τι είναι περιθώριο; Ποιος σε τοποθετεί εκεί και ορίζει ποιος είναι καλλιτέχνης και ποιος όχι; Αυτό είναι κάτι που με τρώει, με στενοχωρεί. Είδα μια παράσταση που έπαθα σοκ, αν ήμουν κάτι στο Φεστιβάλ Αθηνών ή στο Εθνικό θα την έπαιρνα, γιατί αυτό θεωρώ θέατρο. Στάση λεωφορείου λεγόταν, την έκαναν η Ομάδα Μίνιμα, μόνοι τους, και δεν υπάρχουν πουθενά πληροφορίες γι’ αυτήν.
— Είναι πιο δύσκολο να είσαι γυναίκα στο θέατρο;
Ναι, είναι δύσκολο γενικά να είσαι γυναίκα. Και το σκεφτόμουν αυτές τις μέρες καθώς περπατούσα στον δρόμο και έβλεπα πώς περπατούν οι γυναίκες και πώς περπατούν οι άντρες. Από τη στάση του σώματος καταλαβαίνεις πώς έχουν φυτευτεί η εξουσία, η ματσίλα, η αντρίλα, η αρχιδίλα και όλη η «-ίλα» στον άντρα και πώς φοβούνται οι γυναίκες. Είναι δύσκολο να είσαι γυναίκα, όχι μόνο στο θέατρο, να εξυπηρετείς από το πρωί μέχρι το βράδυ έναν ρόλο που δεν θες, δεν θες να είσαι ταγμένη σε αυτόν. Σκέψου, π.χ., ότι είσαι ταγμένη να φέρεις αυτόν τον άντρα και αυτήν τη γυναίκα στη ζωή. Το πιστεύεις ότι εγώ που δεν μασάω και δεν μασούσα σε τίποτα φοβάμαι πια να περάσω ανάμεσα από παρέα αγοριών; Όχι μόνο αντρών αλλά και αγοριών, γιατί τα αγόρια μεγαλώνουν με όλα τα παλιά στερεότυπα. Δεν φταίνε τα παιδιά γι’ αυτό, τα δηλητηριάζει η οικογένεια.
Κι επειδή θεωρώ ότι κανείς δεν γεννιέται δολοφόνος, κανείς δεν γεννιέται ρατσιστής, φασίστας, ομοφοβικός ή γυναικοκτόνος, άπαξ και κάποιος άνθρωπος διαπράξει ένα έγκλημα φρικτό, θα ’πρεπε να τιμωρούνται η μαμά του, ο μπαμπάς του, ο παππούς του, η γιαγιά του, γιατί κι αυτοί ευθύνονται κατά πολύ γι’ αυτό που έγινε. Βλέπω την βαφτιστήρα μου, που είναι δέκα χρονών, να συμπεριφέρεται χωρίς να ορίζει το φύλο τη συμπεριφορά της. Είναι άφυλα τα παιδιά αν δεν τα μεγαλώσεις με στερεότυπα, ανακαλύπτουν το σώμα τους χωρίς ενοχές. Αυτό μου δίνει μια ελπίδα ότι θα είναι διαφορετικά σε μερικά χρόνια τα πράγματα, γιατί με τη νομιμοποίηση του γάμου ατόμων του ίδιου φύλου δεν υπάρχει η δικαιολογία «δεν γνωρίζω». Πλέον γνωρίζουν ότι υπάρχει και αυτό, ότι δεν αφορά μόνο τους απέναντι ή αγνώστους αλλά και δικούς τους ανθρώπους. Γιατί αν γνωρίσεις κάτι αλλάζεις γνώμη, όσο κι αν το αντιπαθούσες πριν. Είναι όπως τους ανθρώπους που λένε «εγώ σκυλί στο σπίτι μου δεν θα βάλω με τίποτα», αλλά όταν τους το πας και γνωρίσουν, το έχουν καλύτερα από σένα.
Ναι, είναι δύσκολο γενικά να είσαι γυναίκα. Και το σκεφτόμουν αυτές τις μέρες καθώς περπατούσα στον δρόμο και έβλεπα πώς περπατούν οι γυναίκες και πώς περπατούν οι άντρες. Από τη στάση του σώματος καταλαβαίνεις πώς έχουν φυτευτεί η εξουσία, η ματσίλα, η αντρίλα, η αρχιδίλα και όλη η «-ίλα» στον άντρα και πώς φοβούνται οι γυναίκες.
— Βάσω, μπορεί να μην είναι ερώτηση για ημέρα γενεθλίων, αλλά σκέφτεσαι τι θα γίνεις όταν έρθει το γήρας;
Παναγία μου και Χριστέ μου! Δεν θέλω να γεράσω, Τάσο. Δεν το σκεφτόμουν ποτέ αυτό, αλλά τώρα που πλησιάζω τα πενήντα –σήμερα γίνομαι 47 και δεν το πιστεύω αυτό– είναι μεγάλος μου φόβος, πολύ μεγάλος. Σκέφτομαι και πρακτικά τι θα γίνει, αν θα μείνω στον δρόμο, άστεγη, αν δεν έχω δουλειά, δεν έχω αγάπη, φίλους, τίποτα, κανέναν. Το κάνω εικόνα συχνά, σκέφτομαι με πολλή αγάπη τους αστέγους, γιατί μόνο και μόνο τη μοναξιά να βιώνεις, άσε το κρύο, την πείνα, την κακουχία, την περίοδο που μπορεί να έχει μια γυναίκα, το πού θα χέσεις, πού θα κατουρήσεις, τι θα φας, το να μη μιλάς σε άνθρωπο, μπορεί να σε σκοτώσει.
Σκέφτομαι, λοιπόν, αυτό, ότι μπορεί κάποια στιγμή να πάνε όλα σκατά στη ζωή μου, να μείνω άστεγη σε μεγάλη ηλικία. Και αν είναι μια φορά δύσκολη η ζωή μιας γυναίκας γενικά, φαντάσου πόσο πιο δύσκολη είναι μιας ηλικιωμένης. Και είναι κρίμα αυτοί οι άνθρωποι, που είμαστε ίδιοι και απαράλλαχτοι, να είναι με μοκέτες και σελοφάν κι εμείς να είμαστε με τα παπλώματα και τις σομπούλες μας. Θα ήθελα να κάνω ένα μεγάλο κύμα, να μπούμε όλοι μέσα, να πάμε σε ένα μεγάλο κτήμα όταν γεράσουμε, να έχουμε την αυλή μας δίπλα στη θάλασσα, να ζήσουμε όλοι οι φίλοι μαζί και να προσφέρει ο καθένας ό,τι ξέρει. Εγώ θα είμαι η νοσοκόμα, που έχω τελειώσει Νοσηλευτική. Το μόνο που θέλω είναι όταν πεθάνω να μου κρατάει κάποιος το χέρι, τίποτε άλλο.
— «Η μοναξιά είναι βαριά και τότε ο πόνος γίνεται αγενής».
Ναι, γιατί μπαίνει σε σημεία που δεν θα ήθελες να ξέρεις, σου βγάζει πράγματα που δεν θέλεις να θυμάσαι. Υπάρχουν κάποια πράγματα που έχω κάνει στη ζωή μου, όχι κάτι φοβερό, αλλά με ενοχλούν όταν τα θυμάμαι.
— «Έχω κάνει άπειρες μαλακίες στην ζωή μου, έχω φερθεί μαλακισμένα σε πολλούς ανθρώπους και όλα αυτά μου τα ξύπνησε ένα βλέμμα γεμάτο φόβο ενός παππού στον σταθμό των ΚΤΕΛ στη Λιοσίων πριν από μερικές ώρες». Πες μου μια μαλακία που έχεις κάνει.
Είναι άπειρες. Όμως κατά διαστήματα στέλνω γράμματα συγγνώμης στους ανθρώπους, όταν νιώθω τον πόνο μέσα μου επειδή ήμουν αγενής.
— Και; Σου απαντούν;
Μου έχουν απαντήσει πάλι με γράμμα, μου έχουν στείλει μήνυμα, με έχουν πάρει τηλέφωνο, αντιδρούν. Ζητάω συγγνώμη, μπορεί να έχω μαλώσει και μετά το μετανιώνω, παραδέχομαι το λάθος μου.
— «Σε αυτόν τον κόσμο έχει επικρατήσει να επιβιώνουν εκείνοι που δεν έχουν μέσα τους καρδιά, κι ας είναι ζωντανοί. Τίποτα χειρότερο από το ον που έχει παγώσει το είναι του. Τίποτα χειρότερο από το ον που δεν έχει στάλα συναίσθημα στην ψυχή του και στις φλέβες του».
Επειδή είμαι πολύ συναισθηματικός άνθρωπος, είναι τόσο ανοιχτές οι κεραίες μου που τα λαμβάνω όλα, έχω πρόβλημα με τους πολύ λογικούς ανθρώπους. Όταν μαλώσω μαζί σου το κρατάω μέσα μου, δεν μένω στην επιφάνεια, οπότε δεν θέλω να μου μιλούν με επιχειρήματα, ποιος την έχει μεγαλύτερη, ποιος ξέρει πιο καλά να μιλάει τη γλώσσα. Θέλω να τρέχει αίμα στις φλέβες, να πέσεις στο πάτωμα, να στενοχωρηθείς πολύ.
— «Μη φοβάσαι την βροχή και τον αέρα, τους ανθρώπους να φοβάσαι». Ποιους ανθρώπους φοβάσαι;
Αυτούς που δεν μπορώ να δω μέσα τους. Που δεν μου φανερώνουν τις πληγές τους, που δεν συγκινούνται όταν μιλάμε, που δεν σε κοιτάνε στα μάτια για να μη σου δείξουν την ορμή που έχουν, που δεν βουρκώνουν. Γενικά, τους φοβάμαι τους ανθρώπους από παιδί, γιατί έχω πληγωθεί, έχω περάσει άσχημα πράγματα, και κάπως αυτό έχει γράψει μέσα μου, αλλά επειδή τους αγαπάω και πολύ, έχω μία πίστη δηλαδή, πάντα θα σε κοιτάω στα μάτια και πάντα θα είμαι εκεί. Ωστόσο έχω από μικρή τον φόβο ότι μπορεί να μου τη φέρεις.
— Αυτό δεν μας κάνει καλύτερους ανθρώπους όμως; Οι πληγές μας;
Ναι, και όσο περνάει ο καιρός γυρνάω προς τα πίσω, όπως οι σολομοί, που πάνε προς τα πίσω, εκεί όπου γεννήθηκαν, κι ας ξέρουν ότι θα πεθάνουν. Όλοι, όσο μεγαλώνουμε, πάμε προς τα πίσω γιατί στην πραγματικότητα θέλουμε να γυρίσουμε στη μήτρα, στην ασφάλεια, εκεί όπου ανήκουμε, γιατί εκεί είναι ωραία τα πράγματα. Γι’ αυτό και όταν γεννιέται το παιδί κλαίει, γιατί βγαίνει από αυτή την ασφάλεια. Είναι από τα ωραιότερα πράγματα που έχω δει στη Νοσηλευτική.
— Εσένα πού είναι ο τόπος σου;
Δεν έχω έναν τόπο, νομίζω ότι είναι παντού, μου αρέσει η ασφάλεια, αλλά μου αρέσει και να μετακινούμαι, σκέφτομαι τα δέντρα, τη θάλασσα, τις μεγάλες λεωφόρους, με σκέφτομαι παντού. Είναι παντού ο τόπος μου.
— Παντού, αλλά στην Αθήνα.
Πάντα Αθήνα. Μου αρέσει η Αθήνα, την αγαπάω, παρότι είναι κοπρόλακκος με παράσιτα. Τη βρίσκω όμορφη. Οπουδήποτε κι αν πήγα δεν μπορούσα να σκεφτώ ότι θα ζήσω εκεί. Ακόμα και στη Νέα Υόρκη, όπου έμεινα έναν μήνα, και την αγάπησα, δεν θα μπορούσα να ζήσω. Με συγκινεί η Αθήνα, πολύ, κι ας είναι όπως είναι.
— Έχει καταστρέψει το σεξ τον κόσμο;
Με έναν τρόπο ναι. Έχει αλλάξει ο τρόπος που το ψάχνεις και κουράζονται πολύ οι νέοι άνθρωποι που το ψάχνουν μέσα από το κινητό, είναι πολύ ψυχοφθόρο. Κι έχει κάνει μεγάλη ζημιά αυτό και στον χαρακτήρα, δεν ικανοποιούνται με τίποτα. Είναι φοβερό να μη σου κάνει κανείς, να ψάχνεις όλο και κάτι καλύτερο, υπάρχει άπειρη μοναξιά σε αυτό το πράγμα. Δεν βρήκα ποτέ σύντροφο μέσα από κει, προτιμάω την επαφή με τον άνθρωπο, να βγω έξω, να μιλάω, δεν ξέρω πώς λειτουργεί το άλλο, δεν το έχω δει ποτέ, δεν το έχω ψάξει. Με ενοχλεί να γίνονται όλα μέσω μιας οθόνης. Το έχω απομυθοποιήσει εντελώς το σεξ μεγαλώνοντας, οι ορμόνες μόνες τους σε κάνουν να ζητάς λιγότερες επαφές. Εκεί που έβλεπες έναν άνθρωπο κι έπεφτες στο κρεβάτι, δεν το κάνεις πια γιατί δεν το έχει ανάγκη το σώμα σου. Μπορείς να διαχωρίσεις το σεξ από το να είσαι με έναν άνθρωπο, γιατί είναι άλλο να κοιμάσαι και να ξυπνάς μαζί του, να τρως μαζί του, να τον βλέπεις πώς κινείται, να τον μυρίζεις, κι άλλο να θέλεις να κάνεις μόνο σεξ μαζί του, είναι πολύ διαφορετικό.
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.