— Κατερίνα, κρατώ στα χέρια μου ένα πρόγραμμα ευρύ και πραγματικά πολυθεματικό. Σε μια χρονιά που ολοένα και περισσότερος κόσμος, ιδιαίτερα οι νέοι, μοιάζει να ενδιαφέρεται για το θέατρο και τις παραστατικές τέχνες, πού ακριβώς απευθύνεται το φετινό Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου και τι έχει να πει στο νεότερο κοινό;
Από τον Σεπτέμβριο του 2019 που πιάσαμε δουλειά, έχουμε κάνει μια μεγάλη προσπάθεια. Φυσικά, τα δύο πρώτα χρόνια δεν μπορούσε να αποδώσει τους καρπούς που θα θέλαμε, γιατί πέσαμε πάνω στην πανδημία, αλλά νομίζω πως τα δύο τελευταία χρόνια φαίνεται καθαρά η πρόοδος, καθώς έχουμε ρεκόρ εισιτηρίων πενταετίας. Αυτό δεν θα γινόταν αν δεν είχαμε ανοίξει τη βεντάλια μας στα διαφορετικά είδη κοινού.
Όσον αφορά τη νεότερη γενιά, προσπαθούμε να την προσελκύσουμε με διαφορετικούς τρόπους. Ίσως ο πιο εμφανής και ουσιαστικός είναι η διεύρυνση του είδους των παραγωγών και των αισθητικών γλωσσών που προτείνουμε στους θεατές μας. Έχουμε, επίσης, μια στόχευση να φέρουμε στην Ελλάδα καλλιτέχνες από το εξωτερικό που είτε έρχονται για πρώτη φορά είτε έχουν κάτι φρέσκο να δείξουν. Η τρίτη κατεύθυνση που βοηθάει στη διεύρυνση του κοινού είναι πως δουλεύουμε με κύκλους ειδικής στόχευσης. Ο κύκλος «Layers of Street», για παράδειγμα, εμπνέεται από τη street κουλτούρα και τον χιπ χοπ χορό, ο κύκλος τζαζ απευθύνεται στους λάτρεις της τζαζ. Υπάρχουν και οι διαλέξεις –όχι οι συζητήσεις που γίνονται με τους καλλιτέχνες μετά τις παραστάσεις–, όπου προσκαλούμε ειδικούς, όχι μόνο καλλιτέχνες αλλά και επιστήμονες από ένα ευρύ φάσμα, για να συζητήσουν. Το κοινό δείχνει και γι’ αυτές μεγάλο ενδιαφέρον. Επίσης, έχουμε προσπαθήσει να κάνουμε αναπάντεχη χρήση των χώρων, φέρνοντας εικαστικές εγκαταστάσεις στο Μικρό Θέατρο της Επιδαύρου ή στο Ηρώδειο, ή το ρεσιτάλ του Λεωνίδα Καβάκου στο Αρχαίο Θέατρο.
Ευτυχώς, έχω γαλουχηθεί με σταθερές από την οικογένειά μου και, πάνω απ’ όλα, αγαπώ πολύ αυτό που κάνω. Η ζωή μου είναι στην τέχνη και νιώθω πως σε αυτήν τη θέση ήρθα για να προσφέρω, ίσως και επειδή έχω τη δύναμη να αντέξω έναν πόλεμο. Εγώ, βλέπεις, ξεκίνησα πολύ μικρή στη σκηνοθεσία, στα 26 μου, και δέχτηκα και τότε πόλεμο. Γυναίκα, νέα, Ευαγγελάτου: πολλά τα προβλήματα για κάποιους. Η καλύτερη απάντηση είναι να συνεχίζεις το έργο σου και να βλέπεις πως αφορά όλο και περισσότερο κόσμο.
Προσφέρουμε ταυτόχρονα εργαστήρια στις νεότερες γενιές, όπως το «Ancient Future Duets», ένα εργαστήρι χορού για εφήβους, εμπνευσμένο από το αρχαίο δράμα, ή η Πάροδος, ένα διακαλλιτεχνικό ερευνητικό πρόγραμμα για τη δραματουργία. Φέρνουν κοντά τη νεότερη γενιά, που δεν έχει ακόμα επαγγελματική σχέση με το θέατρο, αλλά και τη νέα γενιά επαγγελματιών που μόλις βγήκαν από τη σχολή και ψάχνουν μια μετεκπαίδευση που να έχει κάτι το ξεχωριστό. Εμείς τους προσφέρουμε residency στο Μικρό Θέατρο της Επιδαύρου, κι αυτό είναι κάτι μοναδικό. Παράλληλα, υπάρχουν και εργαστήρια που απευθύνονται στο ευρύ κοινό, όπως οι «Μορφές», όπου η μόδα συναντά το αρχαίο δράμα – έχουν μεγάλη απήχηση και τα δύο προηγούμενα χρόνια έγιναν από τον Χρήστο Κωσταρέλλο και την Ιωάννα Κουρμπέλα.
Φέτος έχουμε και κάτι ακόμα, το Subset Festival. Πρόκειται για ένα καινούργιο φεστιβάλ ηλεκτρονικής και σύγχρονης μουσικής που θα κάνουμε στο Ωδείο Αθηνών σε επιμέλεια του Σταύρου Γασπαράτου, με σημαντικούς καλεσμένους από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Ελπίζουμε πως θα δημιουργήσει αίσθηση και θα ανοίξει το Φεστιβάλ σε ένα άλλο κομμάτι κοινού.
Όλα αυτά, παράλληλα με το πρόγραμμά μας, δείχνουν πώς θέλουμε να κινηθούμε. Είναι προσπάθειες που θέλουν χρόνο για να αποδώσουν. Το ίδιο ισχύει και για τις προσπάθειες ανανεωτικής προσέγγισης στη σκηνοθεσία του αρχαίου δράματος, που ξεκινούν από το Μικρό Θέατρο με τις αναθέσεις έργων που κάνουμε σε συγγραφείς –π.χ. ο κύκλος «Contemporary Ancients», που έχει αφήσει και μεγάλο εκδοτικό αποτύπωμα– και φτάνουν μέχρι το Μεγάλο Θέατρο της Επιδαύρου, όπου θελήσαμε να φέρουμε σκηνοθέτες με έντονα προσωπική ματιά και ανανεωτική προσέγγιση του είδους.
— Μιλώντας για την ανανεωτική προσπάθεια και τον χρόνο που απαιτείται για να αποφέρει καρπούς, ομολογουμένως στη δική σου πρώτη θητεία έτυχαν και διάφορες προκλήσεις που από τη φύση τους ανέτρεψαν πολλούς σχεδιασμούς. Ποιος είναι τελικά ο απολογισμός σου γι’ αυτή την τριετία της πανδημίας; Ποιες ήταν οι προκλήσεις που έφερε και πώς κατόρθωσες να φέρεις τη διοργάνωση στη φετινή της μορφή;
Παρά τις δυσκολίες, πρέπει να αναγνωρίσω πως υπήρχαν σημαντικές συμμαχίες. Θέλω να αναφερθώ σε όλη την ομάδα του Φεστιβάλ, στους νεότερους αλλά και στους παλαιότερους συνεργάτες που βρίσκονται εδώ χρόνια πριν από εμάς, όπως επίσης και στο διοικητικό συμβούλιο που ήταν απόλυτα υποστηρικτικό, από τον πρόεδρο Δημήτρη Πασσά μέχρι όλα τα μέλη του, και στις δύο συνθέσεις του. Δεν γίνεται αλλιώς. Αν δεν έχει καλή σχέση ο καλλιτεχνικός διευθυντής με το διοικητικό συμβούλιο, όλες αυτές οι ανατροπές δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν. Το ίδιο ισχύει και για τη συνεννόηση με το υπουργείο που μας εποπτεύει.
Ένα άλλο πολύ σημαντικό σκέλος, συναισθηματικό αλλά απολύτως ειλικρινές, είναι πως δεν το βάλαμε κάτω. Χρειαζόταν πείσμα για να μπορέσεις να πεις πως ακόμα και το 2020 θα βγάλουμε πρόγραμμα. Ήμασταν από τα ελάχιστα φεστιβάλ παγκοσμίως που το τόλμησαν, βάζοντας 5.000 άτομα κάθε βράδυ στην Επίδαυρο και δημιουργώντας πρότυπα ασφαλείας για να μπορέσει να συμβεί αυτό. Αριθμήσαμε για πρώτη φορά όλη την Επίδαυρο, άνω και κάτω διάζωμα, μια διαδικασία που προϋποθέτει πολλή δουλειά. Έπρεπε να γίνουν διαγράμματα, αρχιτέκτονες να αποτυπώσουν εκ νέου το αρχαίο μνημείο και, φυσικά, να απασχολήσουμε επιπλέον κόσμο για την ασφάλεια των θεατών. Πρόπερσι, για να βεβαιωθούμε πως θα μπορέσει να ανοίξει η Πειραιώς, φτιάξαμε μια πατέντα «ελληνικής εμπνεύσεως» με όλες τις απαραίτητες συνθήκες ασφαλείας: ανοίξαμε τις οροφές των θεάτρων και τα κάναμε καλοκαιρινά. Αν αυτή η λύση δεν είχε προταθεί από την τεχνική μας ομάδα και δεν είχε εγκριθεί από το υπουργείο, η Πειραιώς το 2021 θα ήταν ξανά κλειστή. Έπαιξε ρόλο και το «πολυμήχανο» της ομάδας μας, λοιπόν.
Εκείνο που σίγουρα χάσαμε εκείνα τα χρόνια ήταν το στοίχημα να φέρουμε τους ξένους για την πλατφόρμα του Showcase. Μεμονωμένα ήρθαν κάποιοι άνθρωποι, όπως έρχονταν και τα προηγούμενα χρόνια, μα δεν υπήρχε μια συγκροτημένη, συστηματική πλατφόρμα προς αυτόν τον σκοπό. Για μένα, απ’ όλες τις φετινές καινοτομίες, αναμφίβολα η σημαντικότερη είναι το «grape», το Greek Agora of Performance, το οποίο ανταποκρίνεται σε ένα αίτημα ετών της ελληνικής καλλιτεχνικής κοινότητας. Έχουμε ήδη τεράστια ανταπόκριση, θα έρθουν πάρα πολλοί programmers και artistic directors από τους μεγαλύτερους οργανισμούς, από την Αμερική, την Αυστραλία και φυσικά από την Ευρώπη. Έχουμε δεκατέσσερις καινούργιες παραγωγές, όλες συγχρηματοδοτούμενες από το Φεστιβάλ, επιπλέον του κανονικού μας προγράμματος. Δώσαμε, δηλαδή, μια επιπλέον ώθηση στο ελληνικό πρόγραμμα της Αθήνας, θέλοντας να στηρίξουμε πραγματικά τους συναδέλφους, τους καλλιτέχνες από το θέατρο και το ευρύ πεδίο των παραστατικών τεχνών.
Ελπίζω ότι οι δουλειές θα μιλήσουν στον κόσμο και θα αρέσουν. Κυρίως, ελπίζω η πλατφόρμα αυτή να ριζώσει και πως, όταν φύγουμε εμείς, θα είναι εκεί, θα αναπτυχθεί και θα την αγκαλιάσουν και οι επόμενοι. Αυτό είναι το βασικό, ξέρεις. Το θέμα σε αυτές τις θέσεις δεν είναι μόνο να φτιάξεις κάτι καινούργιο αλλά αυτό το καινούργιο να μπορέσει να απλώσει τις ρίζες του και να υπάρχει διάθεση και λόγος για να συνεχιστεί. Και η αλήθεια είναι πως το Φεστιβάλ είναι ο αρμόδιος φορέας γι’ αυτή την εξωστρέφεια, καθώς έχει συνεχώς ανοιχτά δίκτυα και τα μάτια του στραμμένα προς τα έξω, ώστε να φέρνει καλλιτέχνες. Επίσης, έχει στόχευση που αφορά όλες τις τέχνες, όχι μόνο την όπερα, το λυρικό τραγούδι, το θέατρο, τον χορό, πότε όμως δεν είχε γίνει αυτή η συστηματοποίηση, το curation, η αναζήτηση των σωστών χρόνων και χώρων, και φυσικά των logistics που απαιτούνται.
Είμαι κατενθουσιασμένη που υπάρχει τέτοια ανταπόκριση από έξω. Ομολογώ πως κρατούσα πολύ μικρότερο καλάθι, γιατί έλεγα μέσα μου «πρώτη χρονιά είναι, δεν θα ξέρουν ακριβώς τι να περιμένουν, είμαστε και στην άκρη της Ευρώπης και οι μετακινήσεις έχουν ακριβύνει πολύ». Ωστόσο, γίνεται πραγματικά ένας χαμός.
— Νομίζω πως η Ελλάδα ευρύτερα έχει ανέβει στον παγκόσμιο θεατρικό και καλλιτεχνικό χάρτη. Τι πιστεύεις πως έχει να προσφέρει ο ελληνικός καλλιτεχνικός χώρος στο παγκόσμιο θεατρικό στερέωμα; Και τι είναι αυτό που μπορούμε να φέρουμε, ειδικά στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, το οποίο συνδυάζει κλασικές και σύγχρονες επιρροές, ώστε να μαγνητίσουμε το ξένο κοινό;
Έχουμε πάρα πολύ αξιόλογο καλλιτεχνικό δυναμικό, που τόσα χρόνια ήταν στην αφάνεια, πλην κάποιων μεμονωμένων περιπτώσεων που, χάρη στην ηρωική τους προσπάθεια ή σε ιδιώτες παραγωγούς που τις στήριζαν, μπόρεσαν να βγουν προς τα έξω. Το Αμφι-Θέατρο, για παράδειγμα, το θέατρο των γονιών μου που είχε γυρίσει όλες τις ηπείρους τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, το κατάφερε με απόλυτη στήριξη ιδιωτών παραγωγών, όπως έκανε και το θέατρο Άττις του Θεόδωρου Τερζόπουλου, με τον δικό του προσωπικό μόχθο, ή το Θέατρο Τέχνης. Μετά περάσαμε σε μια καμπή, ήρθαν μικρότερες ομάδες που μπόρεσαν μόνες τους να στηρίξουν την επικοινωνία τους – συχνά μεμονωμένα και οι ίδιοι καλλιτέχνες κάνουν λαμπρή πορεία στο εξωτερικό. Ωστόσο, πάντα χρειάζεται κάποιος να σε βοηθήσει να κάνεις την αρχή.
Νομίζω πως οι ξένοι έχουν δει τα τελευταία χρόνια πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, γιατί είναι πολλοί οι άνθρωποι του χορού και του θεάτρου που βρίσκονται στο εξωτερικό και η Ελλάδα έχει αρχίσει να ερεθίζει καλλιτεχνικά το ενδιαφέρον. Ταυτόχρονα, επειδή είμαστε μια παρθένα αγορά, μας ευνοεί και το ότι βρισκόμαστε και σε μια φάση όπου οι programmers και οι curators ψάχνουν να βρουν πράγματα που δεν έχουν ακουστεί. Αναζητούν πολιτισμούς που δεν είναι προβεβλημένοι, επιδιώκουν να ακούσουν από σκηνής μια γλώσσα που δεν ακούγεται συχνά. Ίσως οι συνθήκες έχουν ωριμάσει και γύρω από αυτό, και υπάρχει μεγάλη ανάγκη παγκοσμίως να δούμε θέατρο από χώρες που δεν το φανταζόμαστε. Είναι η στιγμή μιας πολιτιστικής αποκέντρωσης που μας ευνοεί.
— Να πούμε λίγα πράγματα και για τη δική σου σκηνοθετική επιστροφή στην Επίδαυρο με τον Ιππόλυτο. Γιατί επέλεξες τη συγκεκριμένη τραγωδία και ποιο είναι το στίγμα που θέλεις να αφήσεις με τη σκηνοθετική σου ματιά;
Πρόκειται για ένα έργο που με έχει απασχολήσει πολύ από το 2018, όταν με κάλεσε το Εθνικό Θέατρο να κάνω το Θερινό Εργαστήριο Αρχαίου Δράματος στους Δελφούς. Το προηγούμενο καλοκαίρι είχα μόλις ανεβάσει την Άλκηστη και αναζητώντας έργα κατέληξα στον Ιππόλυτο. Είναι ένα πολύ σύνθετο έργο που δεν ανεβαίνει συχνά, πάρα πολύ σύγχρονο στην αντίληψή του για τους ρόλους και την πλοκή. Είναι ένα έργο σπαρακτικό, που ταυτόχρονα ανοίγει ένα ευρύ πεδίο θεμάτων σχετικά με τη ζωή και τον θάνατο, την πίστη του καθενός, την ανθρώπινη βούληση και τη μοίρα, την τύχη, την ανώτερη δύναμη. Αυτού του είδους τα ερωτήματα, ακριβώς επειδή είναι διαχρονικά, με απασχολούν ιδιαιτέρως.
Αλλά έχει και κάτι πολύ μαγικό αυτό το έργο: εκτυλίσσεται σε ένα παράξενο σύμπαν όπου οι θεοί κυκλοφορούν συνέχεια ανάμεσα στους θνητούς, παίζοντας μαζί τους και με τις τύχες τους. Παρουσιάζει μεγάλο σκηνικό ενδιαφέρον για τον σκηνοθέτη και ταυτόχρονα αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα θεωρητική και φιλοσοφική πρόκληση. Έχω και την τύχη να έχω μαζί μου ένα πολύ δυνατό cast και μαζί με τους συνεργάτες μου ελπίζουμε πως θα κάνουμε μια ενδιαφέρουσα παράσταση.
— Τον πρωταγωνιστικό, και ομολογουμένως δύσκολο ρόλο του Ιππόλυτου τον εμπιστεύτηκες στον Ορέστη Χαλκιά, έναν νέο ηθοποιό με θεατρική εμπειρία, η δημοτικότητα του οποίου εκτοξεύτηκε τη φετινή χρονιά χάρη στην εμφάνισή του στο «Μαέστρο». Του προσφέρεις την ευκαιρία να παίξει για πρώτη φορά στην Επίδαυρο. Πες μου λίγα πράγματα γι’ αυτή σου την επιλογή και τη συνεργασία σας.
Τον Ορέστη τον είχα δει στο θέατρο πριν από κάποιο καιρό, καθώς τα τελευταία δύο χρόνια βρίσκεται στην Αθήνα. Πριν ήταν στέλεχος του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, δηλαδή έχει μια θεατρική πορεία οκτώ-δέκα χρόνων πίσω του. Δεν είναι ένας ηθοποιός που βγήκε χθες και τον επιλέξαμε ανάμεσα σε άλλους νέους ηθοποιούς που είδαμε για τον ρόλο. Πρώτα δουλέψαμε μαζί πάνω στο έργο, δοκιμάστηκε, συνεννοηθήκαμε εξαιρετικά και έτσι ήρθε στον θίασο. Η εμπειρία του Ορέστη φαίνεται. Ο Ιππόλυτος είναι ένας ρόλος που πρέπει να παιχτεί, για το δικό μου ανέβασμα τουλάχιστον, από έναν νέο άνθρωπο που να συνδυάζει την παιδικότητα με την εμπειρία και την τεχνική. Ο Ορέστης συνδύασε πολλές αρετές σε έναν ρόλο που για να τον ενσαρκώσει κανείς πρέπει να διαθέτει, εκτός των άλλων, μια προσωπική λάμψη και ξεχωριστή προσωπικότητα. Είναι ένας ρόλος άλλωστε που, κατά τον Ευριπίδη, δαιμονίζει ακόμα και την Αφροδίτη.
Είμαι εξαιρετικά χαρούμενη για τη συνεργασία μου με τον Ορέστη, όπως και με όλους τους ηθοποιούς, την Κόρα Καρβούνη, τον Γιάννη Τσορτέκη, τη Μαρία Σκουλά, την Έλενα Τοπαλίδου, παλαιότερους συνεργάτες με τους οποίους έχω ξαναδουλέψει, όπως ο Δημήτρης Παπανικολάου. Έχουμε έναν πολύ μεγάλο θίασο με 24 εξαιρετικούς ηθοποιούς, που για το έργο αυτό είναι ιδανικός.
— Είσαι μια νέα γυναίκα σε μια ηγετική θέση στο ελληνικό καλλιτεχνικό στερέωμα, πράγμα που είναι σπάνιο στη χώρα μας, όπου δεν συναντάς συχνά γυναίκες και νέους ανθρώπους σε θέσεις επιρροής. Αναμφίβολα, αυτό από μόνο του προσελκύει και κακόβουλες τοποθετήσεις ή κριτική. Τις έχεις συναντήσει και πώς το έχεις μεταβολίσει;
Δεν δίνω χώρο και χρόνο σε αυτά τα πράγματα. Πολλές φορές, αν διαβάζω κάτι που είναι άδικο, όπως είναι πάντα η κακόβουλη κριτική, πικραίνομαι, αλλά μονάχα στιγμιαία. Έχω μεγαλώσει σε ένα καλλιτεχνικό περιβάλλον, έχοντας για γονείς δυο εξέχουσες προσωπικότητες της Μεταπολίτευσης, οι οποίες, ακριβώς επειδή ήταν εξέχουσες, εκτός από θαυμασμό και αγάπη, δέχτηκαν και πυρά. Από πολύ μικρή, λοιπόν, άκουγα όλες αυτές τις ιστορίες. Θυμάμαι έναν κριτικό που έγραψε κριτική για μια παράσταση στην Επίδαυρο, μιλώντας άσχημα για τη μητέρα μου, ενώ εμείς γνωρίζαμε πως εκείνη τη βραδιά αυτός βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη! Όταν έχεις ψηθεί σε αυτά, ευτυχώς έχεις μεγαλύτερη ασπίδα. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν στενοχωριέμαι για την αδικία ή για τη λάσπη που θα ρίξουν στους συνεργάτες μου ή στη δουλειά του Φεστιβάλ.
Δεν μιλώ, φυσικά, για τις περιπτώσεις που δεν αρέσει σε κάποιον αυτό που κάνουμε. Αλίμονο, δεν επιδιώκω να αρέσω σε όλους, ούτε ως σκηνοθέτις ούτε ως καλλιτεχνική διευθύντρια. Όταν η κριτική είναι γόνιμη, θέλω να ανοίξω διάλογο με τους ανθρώπους που την ασκούν. Δεν είμαστε στο απυρόβλητο, άλλωστε είναι μια δουλειά που πρόσφατα ξεκίνησα να την κάνω. Έχω μια πολύ έμπειρη ομάδα γύρω μου, αλλά φυσικά έχω κάνει και λάθη ή υπάρχουν πράγματα που πρέπει να αλλάξω. Εκείνο που είναι άδικο, καμιά φορά και εξοργιστικό, είναι όταν γράφονται ψεύδη, γιατί τότε αρχίζεις να αναρωτιέσαι για τα κίνητρα και τις αιτίες.
Ευτυχώς, έχω γαλουχηθεί με σταθερές από την οικογένειά μου και, πάνω απ’ όλα, αγαπώ πολύ αυτό που κάνω. Η ζωή μου είναι στην τέχνη και νιώθω πως σε αυτήν τη θέση ήρθα για να προσφέρω, ίσως και επειδή έχω τη δύναμη να αντέξω έναν πόλεμο. Εγώ, βλέπεις, ξεκίνησα πολύ μικρή στη σκηνοθεσία, στα 26 μου, και δέχτηκα και τότε πόλεμο. Γυναίκα, νέα, Ευαγγελάτου: πολλά τα προβλήματα για κάποιους. Η καλύτερη απάντηση είναι να συνεχίζεις το έργο σου και να βλέπεις πως αφορά όλο και περισσότερο κόσμο. Δεν θεωρώ πως είμαι άψογη, αλλά δίνω τον καλύτερο εαυτό μου, με τρομερή αυταπάρνηση, πάντα για την κοινότητά μου, την καλλιτεχνική, και το κοινό. Όταν αναγνωρίζεται αυτό, νιώθω τη μεγαλύτερη ικανοποίηση.
— Ένα ακόμα επίτευγμα του φετινού Φεστιβάλ είναι η δημιουργία ενός προγράμματος ιδιαίτερα συμπεριληπτικού: για πρώτη φορά το 50% των παραστάσεων στην Επίδαυρο σκηνοθετούνται από γυναίκες. Ποια ακριβώς είναι η φιλοσοφία σου στο κομμάτι της συμπερίληψης και πώς την εφαρμόζεις στην πράξη;
Στην Πειραιώς, και στους άλλους χώρους, θα δεις πως από την αρχή υπήρχε η έγνοια να υπάρχει δικαιοσύνη, πάντοτε με κριτήρια καλλιτεχνικά. Όπως είπα και τότε, πολλές φορές για τις γυναίκες δημιουργούς πρέπει να ψάξεις περισσότερο γιατί δεν είναι τόσο μεγάλη η προσφορά, ιδιαιτέρως στη μεγάλη κλίμακα. Όσον αφορά την Επίδαυρο, μιλάμε για μια διαχρονική αδικία. Είναι ελάχιστες οι γυναίκες που είχαν σκηνοθετήσει εκεί, μόλις τέσσερις αν δεν κάνω λάθος. Έτυχε να είμαι κι εγώ μία από αυτές. Προσπάθησα, λοιπόν, να έχω τα μάτια μου περισσότερο ανοιχτά και να δώσω και σε αυτό μια προσωπική κατεύθυνση. Του χρόνου μπορεί να τύχει να είναι τρεις, ή πέντε οι σκηνοθέτιδες. Δεν είμαι υπέρ μιας στεγνά αριθμητικής ποσόστωσης, είμαι υπέρ του ανοιχτού μυαλού και της δικαιοσύνης, πάντα σε συνάρτηση με το καλλιτεχνικό κριτήριο.
— Ανανέωσες πριν από κάποιους μήνες τη θητεία σου ως καλλιτεχνική διευθύντρια κάπως αθόρυβα. Ποιες είναι οι προσδοκίες σου για την επόμενη τριετία και ποιο το αποτύπωμα που θέλεις να αφήσεις μέσα από αυτόν τον θεσμό;
Θα ήθελα να έχουμε καταφέρει να δουν οι άνθρωποι αξιομνημόνευτα καλλιτεχνικά γεγονότα και να δώσουμε στους Έλληνες καλλιτέχνες την ευκαιρία να δημιουργήσουν παραγωγές σε πολύ καλές συνθήκες. Σε σχέση με την πλατφόρμα «grape», στόχος είναι να μπορέσουμε να την εγκαθιδρύσουμε και να βοηθήσουμε στο να γίνουν ευρύτερα γνωστά το ελληνικό θέατρο και ο χορός, να ταξιδέψουν όσο περισσότερες παραγωγές μπορούν και κυρίως να ακουστεί η δυνατή καλλιτεχνική φωνή που έχουμε. Υπάρχει και ένα κομμάτι που έχει να κάνει με υποδομές, με έργα που έχουν σχεδιαστεί και θα φανούν τα επόμενα δύο χρόνια. Η μετεγκατάσταση των γραφείων μας στην Πειραιώς 260 είναι μεγάλο στοίχημα, όπως και τα έργα υποδομής στο Ηρώδειο που αφορούν την ολική ανακατασκευή των καμαρινιών, των υπογείων και του εξωτερικού περιβάλλοντος χώρου. Τέτοια έργα υποδομών με όραμα, τα οποία έχουν δρομολογηθεί ήδη σε συνεργασία με το υπουργείο, είναι πολύ σημαντικά. Ταυτόχρονα, μέσα από τα εργαστήριά μας ελπίζω πως θα φτιάξουμε και τη νέα γενιά θεατών που θα φέρουμε και θα διατηρήσουμε κοντά μας.
— Τα τελευταία χρόνια ήταν πολύ δύσκολα για την τέχνη, ιδιαίτερα την παραστατική. Θεωρώ, ωστόσο, πως οι δυσκολίες αυτές απασχόλησαν την κοινωνία και πως πλέον, ίσως με μια σχετική αισιοδοξία, μπορούμε να διακρίνουμε τις προϋποθέσεις για μια πιθανή καλλιτεχνική αναγέννηση. Είσαι κι εσύ αισιόδοξη;
Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, αν δεν υπάρξει μια πολύ μεγάλη επένδυση από την πολιτεία, αυτό δεν μπορεί να γίνει. Μιλώ για μια πολιτική που θα αυξήσει τις επιχορηγήσεις για το θέατρο και τον χορό, καθώς και για τους κρατικούς οργανισμούς που θα αναλαμβάνουν μεγάλες παραγωγές χωρίς να έχουν στόχο το κέρδος. Μόνο αυτό θα φέρει την αναγέννηση, όπως επίσης και η επίλυση του θέματος της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης. Αν πραγματικά ανοίξει μια ακαδημία, θα αυξηθεί ακόμα περισσότερο η καλλιέργεια των μελλοντικών καλλιτεχνών στους οποίους στηριζόμαστε.
Αν δεν γίνουν αυτά, αναγέννηση δεν μπορεί να υπάρξει. Δεν γίνεται να στηρίζεσαι μόνο στις πλάτες των καλλιτεχνών που δουλεύουν δυο και τρεις δουλειές για να μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα. Θέλει μια γενναιόδωρη αντιμετώπιση και επένδυση, γιατί πραγματικά αξίζει.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.