Ένα πολύχρωμο και θορυβώδες πλήθος φωνών και σωμάτων κατοικεί το σύμπαν των Κόκκινων Φαναριών, το οποίο παρουσιάζεται, τώρα, όπως και τότε, ως μια φουκοϊκή «ετεροτοπία παρέκκλισης», ένας χώρος-καταφύγιο για άτομα που διαφεύγουν ποικιλοτρόπως τον Κανόνα.
Οι εκδιδόμενες του πρωτότυπου έργου του Αλέκου Γαλανού εδώ έχουν μετατραπεί σε τρανς σεξεργάτριες, πρόσωπα που επαναστάτησαν ενάντια στον κανόνα του βιολογικού φύλου και πασχίζουν τώρα είτε να επιβιώσουν οικονομικά είτε να επουλώσουν τραύματα του παρελθόντος, επιδιώκοντας πεισματικά, με όποιον τρόπο μπορούν, την πραγμάτωση της Επιθυμίας τους.
Η τρανς Κατερίνα (Δημήτρης Παπάζογλου) καθαρίζει τις τουαλέτες και υφίσταται κακοποίηση, αλλά, στο ενδιάμεσο, ερμηνεύει αριστοτεχνικά το «Τολμώ» της Μαρινέλλας ή αναπολεί τα νιάτα της στην «Ωραία Ύδρα», το κέντρο στην Κολοκυνθού, όπου σύχναζαν όλα τα enfants gâtés της εποχής («παπατζήδες, λαχαναγορίτες, τσόλια του υποκόσμου, πουτάνες με τους νταβατζήδες τους, κολομπαράδες κ.ά.») για ν’ ακούσουν την Μπέλλου, να γλεντήσουν και να τσακωθούν.
Η Άννα (Μάρα Ζαλώνη) ονειρεύεται να ολοκληρώσει τη φυλομετάβαση και το αποφασίζει χάρη στην ενθάρρυνση του Νικόλα (Γιώργος Σιδέρης), ο οποίος υπόσχεται να συνεχίσει να την αγαπά «ακόμη και με αιδοίο». Εξαρτημένη συναισθηματικά από τον Ντορή (Λευτέρης Αγουρίδας), πωρωμένο χαρτοπαίχτη που την απομυζά οικονομικά, η Μαρίνα (Μάνος Καζαμίας) αδυνατεί να διανοηθεί τη ζωή της χωρίς εκείνον.
Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, εκτονώνονται στην επιφάνεια, στο «γράμμα» του συναισθήματος, φράζοντας, μέσω του εντυπωσιασμού, κάθε πιθανότητα καταβύθισης εκεί όπου κατοικεί η οδύνη.
Παιδί διαλυμένης οικογένειας, με κακοποιητικό πατέρα και τοξικοεξαρτημένο αδελφό, ο Δημήτρης (Δημ. Γαλάνης) εναποθέτει όλες τις ελπίδες ψυχικής ανάρρωσής του στη νεαρή Ρόζα (Ερατώ Αγγουράκη), που τον επισκέπτεται ολοένα και πιο τακτικά στα «Κόκκινα Φανάρια». Η όμορφη Ελένη (Ελεονώρα Αντωνιάδου), «η πριγκιπέσα», όπως την αποκαλούν κοροϊδευτικά, εκβιαστικά παρατημένη στο μαγαζί ως «ενέχυρο», ζει με τον φόβο αποκάλυψης του μυστικού της στον Πέτρο (Διονύσης Κοκκοτάκης).
Η νεοαφιχθείσα, κυνηγημένη Μυρσίνη (Στέλιος Τυριακίδης) μετατρέπεται με ταχύτατους ρυθμούς σε αδίστακτη λέαινα, αποφασισμένη όχι μόνο να επιβιώσει αλλά και να μεγαλουργήσει πατώντας επί σωμάτων. Τέλος, η ιδιοκτήτρια του κλαμπ, η τρομερί μαντάμ Παρί (Μπέττυ Βακαλίδου), ηγείται της αγέλης της με την πυγμή ενός έμπειρου, σκληρού ηγεμόνα που γνωρίζει καλά πώς να καταπνίγει κάθε απόπειρα αμφισβήτησης της κυριαρχίας του.
Αν στην ταινία του ο Βασίλης Γεωργιάδης επιλέγει «να αποφύγει τη νατουραλιστική παρουσίαση του κόσμου των ιερόδουλων, υπαινισσόμενος μόνο τη χυδαία πραγματικότητα» ¹, θα λέγαμε ότι ο σκηνοθέτης της παρούσας παράστασης φιλοδοξεί, μέσω της διασκευής του (με τον Χρήστο Νικολόπουλο), ακριβώς το αντίθετο: να αποφύγει, δηλαδή, κάθε εξωραϊσμό των πλασμάτων του περιθωρίου και να τα παρουσιάσει σε όλο το αμφιλεγόμενο μεγαλείο τους.
Έτσι, στο πνεύμα αυτό, το αδιάκοπο υβρεολόγιο, οι γατοκαβγάδες και οι αλληλοεξευτελισμοί εναλλάσσονται με στιγμές στοργικής συμπαράστασης και αλληλοενδυνάμωσης που απαλύνουν την ένταση του αδιεξόδου και της αδικίας. Καμία διάθεση αγιοποίησης αλλά ούτε και επίκρισης, θα έλεγε κανείς∙ ας αφήσουμε την πυκνή, αδάμαστη γοητεία της πολυπλοκότητας να αναδυθεί και όλα θα πάρουν τη θέση τους.
Ωραίο θα ήταν αυτό, μόνο που εδώ, αντί για πολυπλοκότητα, συναντούμε το κακέκτυπό της, τη σύγχυση. Ένα πελώριο κύμα υστερίας ποτίζει και διαβρώνει τα πάντα στο πέρασμά του. Οι φωνές, οι τσιρίδες, τα σφυρίγματα και τα ξεκατινιάσματα που μαστίζουν τη σκηνική δράση δεν θα προκαλούσαν, ίσως, τόση δυσφορία, αν δεχόμασταν ότι υπηρετούν την προσπάθεια μιας ρεαλιστικής αναπαράστασης της ατμόσφαιρας που επικρατεί σε ανάλογους χώρους εργασίας και συνύπαρξης.
Αυτό που ξεπερνάει πραγματικά τις αντοχές μας, όμως, είναι ότι κάτω απ’ όλα αυτά κρύβεται μια εξίσου εκκωφαντική απουσία οποιουδήποτε είδους ψυχικής αυθεντικότητας ή ευαλωτότητας.
Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, εκτονώνονται στην επιφάνεια, στο «γράμμα» του συναισθήματος, φράζοντας, μέσω του εντυπωσιασμού, κάθε πιθανότητα καταβύθισης εκεί όπου κατοικεί η οδύνη: ακόμη και όταν εκφράζουν την ανάγκη των κεντρικών ηρωίδων για αποδοχή και αγάπη, μοιάζουν να παπαγαλίζουν κούφια λόγια χωρίς αντίκρισμα – τόσο πολύ έχει «τσιτώσει» η φωνή και το σώμα τους από την αγωνία της εξωτερικής προσέγγισης ενός ρεαλιστικού(;) προτύπου, ώστε αδυνατούν να εκπέμψουν οποιαδήποτε συγκίνηση.
Από τη μια το επικάλυμμα ωμότητας ενός άψυχου, εφετζίδικου ρεαλισμού, από την άλλη η ελαφρότητα της καρικατούρας και η νοστιμιά της κωμωδίας (ο Μάνος Καζαμίας, σε μόνιμο ενεργειακό κρεσέντο, κάνει το παν για να προκαλέσει το γέλιο μας ως Μαρίνα), οι ατάκες cult σαπουνόπερας («Μ’ εκανες να χαϊδεύω έναν άντρα; Μ’ έκανες πούστη; Δεν είμαι πούστης εγώ, Ελένη!») και οι στριγγλιές της διπρόσωπης Ρόζας, που ομολογεί πως οι συχνές επισκέψεις της στα «Κόκκινα Φανάρια» δεν πυροδοτούνταν από τον έρωτά της για τον δύσμοιρο, ψυχικά κατεστραμμένο Δημήτρη αλλά από την αγωνία της να αποδώσει σωστά τον ρόλο της σεξεργάτριας σε μια παράσταση όπου συμμετέχει, βρισκόμαστε διαρκώς σε θολά νερά, θολών προθέσεων και ακόμη πιο θολών αποτελεσμάτων, που αγγίζουν το όριο της παρωδίας.
Σποραδική ανακούφιση μέσα σε αυτό το πανδαιμόνιο έρχεται να προσφέρει ο Δημήτρης Παπάζογλου/Κατερίνα σε ρόλο κονφερασιέ: οι γλαφυρές αφηγήσεις του για το «Μετρό», τον «Κουράδα», τη «Χαβάη» και όλες τις παρεκκλίνουσες ετεροτοπίες του παρελθόντος, εκεί όπου έρρεε «μια διάχυτη αίσθηση αμαρτίας και ελευθερίας» και τα τεκνά χόρευαν μπλουζ με την Τσικίτα, τη Σεχραζάτ και την Καρίνα μέσα σε ατμόσφαιρα παζολινική, υμνούν με γλαφυρή νοσταλγία τον αλλοτινό εξωτισμό και τη λαγνεία της αθηναϊκής νύχτας, που μοιάζουν να έχουν χαθεί ανεπιστρεπτί.
Και κάπως έτσι, μετά από δύο ώρες εξάντλησης και προσμονής, πραγματοποιείται ξαφνικά ένα μικρό θαύμα: ο καθηλωτικός μονόλογος της Μπέττυς Βακαλίδου έρχεται να καταδείξει την άλλη, τη σκοτεινή και βάναυση όψη του σύμπαντος που περιέγραψε η Κατερίνα.
Πρόκειται για μια συγκλονιστική μαρτυρία, μια επώδυνη καταγραφή της ιστορίας της βίας και του αποκλεισμού που υπέστησαν οι τρανς στους δρόμους, στα σοκάκια αλλά και στην πολιτικοκοινωνική σφαίρα της πόλης τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα: ανελέητο κυνηγητό από τις Αρχές, ξυλοδαρμοί, εξευτελισμοί, προσαγωγές, πρόστιμα, και, μεταγενέστερα, άνανδρες επιθέσεις στη Συγγρού, γιαουρτώματα, ληστείες, βιασμοί – δεν υπάρχει κακοποιητική συμπεριφορά που να μην εκδηλώθηκε εις βάρος «του καινούργιου (τότε) φρούτου που λεγόταν τραβεστί».
Ο ονομαστικός κατάλογος των θυμάτων που βρέθηκαν στραγγαλισμένες, μαχαιρωμένες, καμένες ή σακατεμένες συμπληρώνεται από τις τραγικές περιπτώσεις όσων ξεψύχησαν άστεγες, επειδή κανένας δεν τους νοίκιαζε ένα σπίτι ή επειδή οδηγήθηκαν μοιραία, μετά από τόση αναλγησία και απόρριψη, στην παράνοια και στα ψυχιατρεία.
«Γίναμε σκληρές. Αναγκαστικά [...] Υπερβολικές, ίσως, άδικες καμιά φορά, εξωφρενικές, τρελές, καχύποπτες, ίσως, αλλά πάντα γενναίες. Δεν είχαμε επιλογή: Έπρεπε να επιζήσουμε»: η επιβλητική, παγωμένη εξωτερικά, αλλά τόσο φορτισμένη από το πένθος και το τραύμα φωνή της ηθοποιού υψώνεται ως ακλόνητος φάρος αλήθειας που ξορκίζει φευγαλέα την προηγηθείσα κακοφωνία.
Ετούτη, τη μοναδική φορά όπου η παράσταση συντονίζεται αβίαστα με την queer οπτική, μπαίνουν, ως διά μαγείας, όλα στη θέση τους. Η σύγχυση εξαφανίζεται... Όσα προηγήθηκαν αποκαλύπτονται τώρα ως αποκυήματα μιας απλουστευτικής cishet* ματιάς, αυτής του σκηνοθέτη, που αρκέστηκε πανηγυρικά στην αναπαραγωγή όλων των ευανάγνωστων, εξωτερικών «σημείων» του κόσμου που επιχειρεί ν’ αναβιώσει θεατρικά.
Είναι κοινή μας ανάγκη να δούμε άλλα σώματα και να συναντήσουμε άλλες επιθυμίες επί σκηνής, δεν είμαι καθόλου σίγουρη όμως ότι τέτοιου είδους επιπόλαιες, σχεδόν λαϊκίστικες προσεγγίσεις συνεισφέρουν σε αυτόν τον σκοπό. Ας μην καταδικάσουμε το queer σε υστερικές αναπαραστάσεις στερημένες συναισθηματικού βάρους και υπόστασης∙ γιατί ξέρουμε πολύ καλά ότι το queer σαλεύει ανήσυχο κάτω από τις κυριαρχίες, αντιστεκόμενο από τη φύση του σε οτιδήποτε φυλακίζει την ευαισθησία του σε μονοσήμαντα σχήματα.
______
1. Α. Μοσχοβάκης, «Από το παλιό στο καινούριο», στο Σολδάτος Γ., Κυριακίδης Α.(επιμ.), 40ό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, Βασίλης Γεωργιάδης, εκδ. ΦΚΘ, Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου και Αιγόκερως
*cisgender+heterosexual
Κόκκινα Φανάρια
Μια παράσταση βασισμένη στα «Κόκκινα Φανάρια» του Αλέκου Γαλανού
Σκηνοθεσία: Βασίλης Μπισμπίκης
Διασκευή-δραματουργία: Βασίλης Μπισμπίκης, Χρήστος Νικολόπουλος
Σκηνικά-Κοστούμια: Κένι ΜακΛέλαν
Επιμέλεια κίνησης: Αγγέλα Πατσέλη
Σχεδιασμός ήχου: Μάνος Πατεράκης
Μουσικό θέμα έναρξης (διασκευή): Τάσος Σωτηράκης
Φωτισμοί: Λάμπρος Παπούλιας
Μακιγιάζ-σχεδιασμός χτενισμάτων: Γιάννης Παμούκης
Ειδικά εφέ: Προκόπης Βλασσερός
Βοηθός σκηνοθέτη: Διονύσης Κοκκοτάκης
Ηχολήπτης: Βασίλης Καραγιάννης
Φωτογραφίες: Γιώργος Καλφαμανώλης
Διεύθυνση παραγωγής: Φαίη Τζήμα
Υπεύθυνη επικοινωνίας Cartel Τεχνοχώρος: Μαρίκα Αρβανιτοπούλου
Παίζουν (αλφαβητικά): Ερατώ Αγγουράκη, Λευτέρης Αγουρίδας, Ελεονώρα Αντωνιάδου, Μπέττυ Βακαλίδου, Δημήτρης Γαλάνης, Γιανμάζ Ερντάλ, Μάρα Ζαλώνη, Μάνος Καζαμίας, Διονύσης Κοκκοτάκης, Δημήτρης Παπάζογλου, Αγγέλα Πατσέλη, Γιώργος Σιδέρης, Τάσος Σωτηράκης, Στέλιος Τυριακίδης, Πουριά Χοσσεϊνί
Cartel Τεχνοχώρος
Στο Παλιό Μηχανουργείο που έχει παραχωρηθεί από τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση
Λεγάκη 7, περιοχή Αγ. Ιωάννη Ρέντη, 6939 898258
Κάθε Σάββατο & Κυριακή στις 21:00 και κάθε Δευτέρα στις 20:00 (από τη Δευτέρα 7/2)
Έως 17/4
Η παράσταση είναι κατάλληλη για θεατές άνω των 17 ετών