ΤΡΕΙΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΕΣ, διωγμένοι από τις Αρχές, αναζητούν κατάλληλο μέρος για να κρυφτούν από ομοσπονδιακούς πράκτορες. Αποφασίζουν να ιδρύσουν στη μέση της ερήμου την πόλη της αφθονίας και της ευημερίας. Ονειρεύονται να οικοδομήσουν έναν τόπο αναψυχής όπου οι άντρες μπορούν να περάσουν φίνα. Την ονομάζουν Μαχαγκόννυ, δηλαδή πόλη-πλεκτάνη, γιατί, μεταξύ άλλων, στα σχέδιά τους έχουν να παγιδεύσουν χρυσοθήρες που αναζητούν τον επίγειο παράδεισο.
Τα νέα για τη δημιουργία της μεθυστικής πόλης διαδίδονται γρήγορα. Κόσμος συρρέει από παντού. Φαγητό, κραιπάλες, ποτό, κορίτσια, χρηματικά ανταλλάγματα, ελευθερία. Η πόλη αρχίζει να δουλεύει βάσει σχεδίου. Για πόσο, όμως, μπορεί να αρκείται στην καπιταλιστική μέθη; Σύντομα, οι κάτοικοι-πελάτες αντιλαμβάνονται ότι τα προσφερόμενα αγαθά δεν τους παρέχουν την πολυπόθητη ευτυχία. Οι τριγμοί στην πόλη του καταναλωτισμού, των διασκεδάσεων, της απόλαυσης δεν αφήνουν κανέναν ανεπηρέαστο. Τα θέλγητρα αρχίζουν να θολώνουν, η βία δηλητηριάζει τα πάντα, τα πιο ταπεινά ανθρώπινα κίνητρα επικρατούν, αντιμαχόμενες φατρίες και διενέξεις πυρπολούν το όνειρο.
Ο Γιάννης Χουβαρδάς, επιλέγοντας αυτήν τη φορά ως πεδίο δράσης του έναν κόσμο ουτοπικό σαν αυτόν που θεριεύει στην ψυχή όσων πλανεύτηκαν από το αμερικανικό όνειρο, στήνει μια «χρυσή πόλη των ονείρων μας που θα γίνει σκόνη και θα αφανιστεί μπροστά στα μάτια μας». Μέσα από τον επικό, φαντασμαγορικό και απολύτως κατασκευασμένο κόσμο των Μπρεχτ - Βάιλ, ο κορυφαίος Έλληνας θεατρικός σκηνοθέτης επιστρέφει από τις 12 Απριλίου στην Εθνική Λυρική Σκηνή με την Άνοδο και την πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ.
Το αριστούργημα του 20ού αιώνα των Μπέρτολτ Μπρεχτ και Κουρτ Βάιλ είναι ένα μνημειώδες πολιτικό κείμενο που περιγράφει την άνοδο και την πτώση μιας πόλης του κέρδους και των ηδονών, ασκώντας κριτική στο καπιταλιστικό σύστημα. Σχεδόν εκατό χρόνια μετά την πρεμιέρα της στη Λειψία το 1930, η σάτιρα αυτή παραμένει μια αλληγορία για την εκμετάλλευση και τον ηδονισμό που είναι πάντα καταδικασμένος να καταλήξει σε φλεγόμενη καταστροφή. Όπως οι βιβλικές πόλεις Σόδομα και Γόμορρα καταστράφηκαν από τον Θεό για να τιμωρηθούν η απιστία και ανηθικότητα των κατοίκων, έτσι και το Μαχαγκόννυ, η σύγχρονη εκδοχή τους, θα προκαλέσει την τέλεια τιμωρία.
«Αυτό είναι που με γοητεύει πάνω απ’ όλα στο Μαχαγκόννυ, το ότι μιλάει για το μέλλον όλων μας με έναν αληθινά συγκλονιστικό και ιδιαίτερα ψυχαγωγικό τρόπο. Προοικονομεί ακόμα και το Τείχος του Βερολίνου, το πριν και το μετά την κατεδάφισή του, μέχρι και στο τέλος της ανθρωπότητας αναφέρεται, σε ένα μεγαλειώδες, μουσικά και κειμενικά, δυστοπικό, μελλοντολογικό φινάλε»
Στο δικό του Μαχαγκόννυ ο πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου επιχειρεί μια πολιτική ανάγνωση με στιγμές «αγανάκτησης και απελπισίας» και αναζητά το σύγχρονο κατηγορητήριο και τις αναφορές στο σήμερα. Στους δρόμους της πόλης, που θα στηθεί στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, κουμάντο κάνουν οι πιονιέροι του Τέξας με τα μακρύκαννα περίστροφα και οι πιστολέρο της Άγριας Δύσης. Τα ντελικάτα κορίτσια ξημεροβραδιάζονται στα μεθυσμένα σαλούν. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός θεριεύει και χορεύει φορώντας μπότες με σπιρούνια, αλλά, όταν τραγουδάει, δανείζεται την αρρενωπή φωνή του Τζον Γουέιν. Για τις σημερινές «χρυσές πόλεις των ονείρων μας», τον καπιταλισμό, τη σύνδεσή του με τον Μπρεχτ αλλά και τη βία που θεριεύει στα ελληνικά σπίτια κουβεντιάσαμε με τον Γιάννη Χουβαρδά. Πώς θα φτιαχνόταν σήμερα ένα σύγχρονο Μαχαγκόννυ. «Μα αυτού του είδους τα όνειρα έχουν γίνει ήδη πραγματικότητα. Μιλάω για το Λας Βέγκας. Μια τεχνητή, εν πολλοίς, πόλη που χτίστηκε και αναπτύχθηκε για να καλύψει τις υλικές ανάγκες ενός ανδρικού κυρίως πληθυσμού που εγκαταστάθηκε εκεί μαζικά στις αρχές του 20ού αιώνα για να ανεγερθεί το περίφημο Φράγμα του Χούβερ και στη συνέχεια εξελίχθηκε με τη συνδρομή και υπό την αιγίδα μεγαλοκαπιταλιστών αλλά και κορυφαίων στελεχών του οργανωμένου εγκλήματος. Μια αριστουργηματική καρικατούρα του Λας Βέγκας αποτελεί και η σύλληψη του Μαχαγκόννυ από τους Μπρέχτ και Βάιλ. Αν, πάλι, ψάχνουμε οπωσδήποτε εντελώς σημερινά και περισσότερο φιλικά προς το περιβάλλον (τουλάχιστον στα λόγια) παραδείγματα, αναζητήστε το The Line που χτίζεται στην έρημο της Σαουδικής Αραβίας».
— Με τον Μπρεχτ πώς συνδέεστε;
Διανοητικά πολύ στενά, ιδεολογικά όχι τόσο, πια. Οι δογματικές πολιτικο-πολιτιστικές θεωρίες του έχουν, κατά τη γνώμη μου, σε μεγάλο βαθμό ξεπεραστεί ή και αφομοιωθεί από τη mainstream κουλτούρα σε βαθμό που δεν αναγνωρίζονται. Παραμένουν, ωστόσο, γοητευτικές όταν τις μεταφράζει κανείς με πιο ελεύθερο και δημιουργικό τρόπο, κάτι που πια γίνεται παγκοσμίως και θα προσπαθήσω κι εγώ να κάνω στην παράσταση της Λυρικής. Φυσικά, ο Μπρέχτ παραμένει πάντα μέγας συγγραφέας και θεατράνθρωπος, ιδίως στην τελευταία, πιο σύνθετη δημιουργική του περίοδο. Και η συνύπαρξή του με τον Κουρτ Βάιλ αυτόματα «μαλακώνει» και καθιστά πιο ελκυστικές τις όποιες υπέρμετρα σκληρές γωνίες του, ενώ του προσδίδει επιπρόσθετο βάθος και διαστάσεις.
— Έχετε πει πως συχνά στις σκηνοθεσίες σας υπάρχει μια μεταφορά. Σε αυτήν τη δουλειά πού θα τη συναντήσουμε;
Χωρίς να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες –μου αρέσει να αφήνω τον θεατή να διεισδύει αυτεξούσια στα νοήματα των παραστάσεών μου–, θα πω μόνο πως στην προκειμένη περίπτωση το έργο το ίδιο είναι η μεταφορά. Μια μεταφορά για την καταστροφική και αυτοκαταστροφική ενέργεια του καπιταλισμού και την εγγενή ουτοπία του αμερικανικού ονείρου.
— Ποιο είναι το κυρίαρχο συναίσθημα σε ένα έργο που σχολιάζει τις πιο ταπεινές μας πλευρές;
Συνεχείς εναλλαγές συναισθημάτων αποτρέπουν την κυριάρχηση ενός. Μπροστά μας παρελαύνουν για να διαλέξουμε πού θα βρούμε καταφύγιο η απόλαυση, η ευφορία, ο ζόφος, η έκπληξη, η συγκίνηση, η αγωνία, ο θυμός, το γέλιο, η διανοητική και ψυχική διέγερση, ίσως και πολλά άλλα που δεν μπορώ καν να προβλέψω.
— Τι είναι για σας χειρότερο; Η λύσσα για την κατάκτηση της εξουσίας με κάθε μέσο ή η πλάνη εκείνου που ονειρεύεται επίγειους παραδείσους;
Ασφαλώς το πρώτο. Το δεύτερο, παρόλο που μπορεί μακροπρόθεσμα να αποδειχθεί πιο επώδυνο γι’ αυτόν που ονερεύεται, δεν είναι ούτε κατά διάνοια τόσο επικίνδυνο όσο το πρώτο.
— Ποιον από τους δύο χαρακτήρες συναντάτε συχνότερα;
Στην προσωπική και επαγγελματική μου ζωή τον δεύτερο χαρακτήρα. Στην κοινωνική και πολιτική ζωή που με περιβάλλει, μακράν τον πρώτο – όπως, νομίζω, όλοι μας.
— Η μουσική σε ένα τέτοιο έργο πολλαπλασιάζει ή λειαίνει τις αιχμές;
Άλλοτε το πρώτο, άλλοτε το δεύτερο. Σίγουρα βοηθάει να περάσει πιο έμμεσα και ψυχαγωγικά το περιεχόμενο του Μπρεχτ, που είναι πάντα αιχμηρό. Στο Μαχαγκόννυ, το κορυφαίο, κατά τη γνώμη μου, προϊόν της συνεργασίας των δύο γιγάντων, η μουσική είναι το μαγικό κλειδί ώστε ο θεατής-ακροατής να πετάξει από το κάθισμά του πάνω από την ορχήστρα και μέσα στη σκηνή, μαζί με τους μουσικούς, τους τραγουδιστές και τους ηθοποιούς, σε μια πτήση απόλυτης μέθεξης.
— Τι ήταν αυτό που έκανε τόσο δημιουργική τη συνεργασία αυτών των δύο γιγάντων, όπως λέτε;
Κυρίως η παθολογική αγάπη τους για το κοινό όραμα, ένα θέατρο απαλλαγμένο από τη «δουλεία» του ψυχολογικού ρεαλισμού. Και, βέβαια, ο τεράστιος σεβασμός που είχαν ο ένας για τον άλλον. Προφανώς, είχαν και τις συγκρούσεις τους. Για παράδειγμα, στο ίδιο το Μαχαγκόννυ κάποια στιγμή ο Μπρεχτ θεώρησε ότι η μουσική είχε αυτονομηθεί πάρα πολύ και είχε κατά κάποιον τρόπο πάρει το πάνω χέρι, οπότε εκείνος αποστασιοποιήθηκε. Αλλά σε γενικές γραμμές οι δυο τους ανέπνεαν μαζί και η δουλειά του ενός αναδείκνυε τη δουλειά του άλλου.
— Η εποχή της Βαϊμάρης και όσα μας κληροδότησε έχει ποικιλοτρόπως χρησιμοποιηθεί στις μέρες μας, συχνά δε μέχρι γραφικότητας. Γιατί επιστρέφουμε σε αυτήν;
Το Μαχαγκόννυ δεν έχει οφθαλμοφανείς αναφορές στην εποχή του, μόνο έμμεσες. Είναι ένα προφητικό έργο, όπως και το Μετρόπολις του Φριτς Λανγκ, που είναι η πιο σημαντική πηγή έμπνευσης για μένα στην παράσταση. Άλλωστε, τα δύο έργα γεννιούνται σχεδόν ακριβώς την ίδια εποχή. Αυτό είναι που με γοητεύει πάνω απ’ όλα στο Μαχαγκόννυ, το ότι μιλάει για το μέλλον όλων μας με έναν αληθινά συγκλονιστικό και ιδιαίτερα ψυχαγωγικό τρόπο. Προοικονομεί ακόμα και το Τείχος του Βερολίνου, το πριν και το μετά την κατεδάφισή του, μέχρι και στο τέλος της ανθρωπότητας αναφέρεται, σε ένα μεγαλειώδες, μουσικά και κειμενικά, δυστοπικό, μελλοντολογικό φινάλε.
— Το έργο περιγράφει την άνοδο και την πτώση μιας πόλης του κέρδους και των ηδονών. H ελληνική κοινωνία από τι έχει υποφέρει περισσότερο;
Από το να καθρεφτίζεται σε πολιτικά και κοινωνικά πρότυπα ναρκισσιστικά, εγωμανή, ανασφαλή, χαμηλού επιπέδου και ανειλικρινή.
H άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ
Κουρτ Βάιλ / Μπέρτολτ Μπρεχτ
12, 14, 19, 21, 23, 25 Απριλίου 2024
Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος Εθνικής Λυρικής Σκηνής - ΚΠΙΣΝ
Ώρα έναρξης: 19:30 (Κυριακή: 18:30)
Μουσική διεύθυνση: Μίλτος Λογιάδης
Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς
Συνεργάτιδα σκηνοθέτρια: ΄Εμιλυ Λουίζου
Δραματουργός: Έρι Κύργια
Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Φωτισμοί: Ράινχαρτ Τράουπ
Βίντεο: Παντελής Μάκκας
Διεύθυνση χορωδίας:Αγαθάγγελος Γεωργακάτος
Λεοκάντια Μπέγκμπικ
Άννα Αγάθωνος
Φάττυ
Χρήστος Κεχρής
Μωυσής Τριάδας
Τάσος Αποστόλου
Τζέννυ Χιλ
Μαρισία Παπαλεξίου
Τζίμμυ Μάχονυ
Βασίλης Καβάγιας
Τζακ
Γιάννης Καλύβας
Μπιλ
Χάρης Ανδριανός
Τζο
Γιάννης Γιαννίσης
Τόμπυ
Γιάννης Καλύβας
6 Κορίτσια
Μαρία Μητσοπούλου, Ήρα Ζέρβα, Λιουντμίλα Μπονταρένκο, Αντωνία Δεσπούλη, Μπαρούνκα Πράιζινγκερ, Μάγδα Τζαβέλλα
Με την Ορχήστρα και τη Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής
Μέγας δωρητής ΕΛΣ: Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ)
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.