Στις 15 Απριλίου 2022 αρχίζουν οι παραστάσεις της Martha Graham Dance Company, της ιστορικής ομάδας που δημιούργησε η ιέρεια του μοντέρνου χορού, σηματοδοτώντας το τέλος του Megaron Spring Festival.
Η ομάδα της Μάρθα Γκράχαμ, που ιδρύθηκε το 1926, είναι η παλαιότερη ομάδα χορού στην Αμερική, συνεργάζεται με τους επιφανέστερους χορευτές και χορογράφους και θριαμβεύει με τις παραστάσεις της σε όλο τον κόσμο. Συνεχίζει να καλλιεργεί το πνεύμα ευρηματικότητας της δημιουργού του, παρουσιάζοντας αριστουργήματά της μαζί με έργα σύγχρονων καλλιτεχνών, εμπνευσμένα από την κληρονομιά της.
Το 1926 η Μάρθα Γκράχαμ ίδρυσε την εταιρεία χορού και τη σχολή της σε ένα μικροσκοπικό στούντιο στο Carnegie Hall, στο κέντρο του Μανχάταν. Αναπτύσσοντας την τεχνική της, πειραματίστηκε ατελείωτα, ξεκινώντας από τις πιο στοιχειώδεις κινήσεις συστολής και απελευθέρωσης. Χρησιμοποιώντας αυτές τις αρχές ως θεμέλιο για την τεχνική της, έχτισε ένα λεξιλόγιο που θα «αύξανε τη συναισθηματική δραστηριότητα του σώματος του χορευτή». Ο χορός και η χορογραφία της εξέθεσαν τα βάθη των ανθρώπινων συναισθημάτων μέσα από κινήσεις που ήταν αιχμηρές, απότομες, γεμάτες σφοδρότητα, άμεσες. Ο κόσμος του χορού άλλαξε για πάντα χάρη στο όραμά της, το οποίο ήταν και συνεχίζει να είναι πηγή έμπνευσης για γενιές καλλιτεχνών του χορού και του θεάτρου.
Η εξαιρετική καλλιτεχνική κληρονομιά της έχει συγκριθεί συχνά με του Θεάτρου Τέχνης του Στανισλάφσκι στη Μόσχα και του Θέατρο Καμπούκι της Ιαπωνίας, λόγω της ποικιλομορφίας και του εύρους του.
«Το κέντρο της σκηνής είναι όπου βρίσκομαι εγώ». Τα λόγια αυτά της ανήκουν και ταιριάζουν με την προσωπικότητα και την καλλιτεχνική επιρροή που άσκησε, που ήταν ανάλογη με αυτήν του Πικάσο στη ζωγραφική, του Τζέιμς Τζόις στη λογοτεχνία, του Στραβίνσκι στη μουσική και του Φρανκ Λόιντ Ράιτ στην αρχιτεκτονική.
Το 1998 το περιοδικό ΤΙΜΕ την ανακήρυξε «χορεύτρια του αιώνα» επτά χρόνια μετά τον θάνατό της. Το αμερικανικό κράτος την είχε ήδη ανακηρύξει «εθνικό θησαυρό», τίτλο που για πρώτη φορά δόθηκε σε χορεύτρια και χορογράφο. «Πώς θέλετε να σας θυμούνται;» την είχαν ρωτήσει. «Ως χορεύτρια ή ως χορογράφο;» «Ως χορεύτρια» απάντησε.
Ως χορογράφος υπήρξε παραγωγική και πολύπλοκη. Δημιούργησε 181 έργα για χορό και μια τεχνική που έχει συγκριθεί με το μπαλέτο σε επίπεδο εύρους και μεγέθους. Η προσέγγισή της στον χορό και το θέατρο έφερε επανάσταση και το καινοτόμο φυσικό λεξιλόγιό της επηρέασε αμετάκλητα τον χορό παγκοσμίως. Το βεβαιώνει αυτό η τεράστια επίδρασή της στους κατοπινούς χορογράφους, τον Μερς Κάνινγχαμ, τον Πολ Τέιλορ, την Τουάιλα Θαρπ, τον Μαρκ Μόρις.
Η εξαιρετική καλλιτεχνική κληρονομιά της έχει συγκριθεί συχνά με του Θεάτρου Τέχνης του Στανισλάφσκι στη Μόσχα και του Θέατρο Καμπούκι της Ιαπωνίας, λόγω της ποικιλομορφίας και του εύρους του.
Τα μπαλέτα της ήταν εμπνευσμένα από ποικίλες πηγές που συμπεριλαμβάνουν τη σύγχρονη ζωγραφική, τα αμερικανικά σύνορα, τις θρησκευτικές τελετές των ιθαγενών Αμερικανών και την ελληνική μυθολογία. Πολλοί από τους σημαντικότερους ρόλους της απεικονίζουν σπουδαίες γυναίκες της Ιστορίας και της μυθολογίας: την Κλυταιμνήστρα, την Ιοκάστη, τη Μήδεια, τη Φαίδρα, τη Ζαν ντ’ Αρκ, και την Έμιλι Ντίκινσον.
Η Γκράχαμ συνέλαβε τα έργα της ως ένα σύνολο που περιλάμβανε χορό, κοστούμια και μουσική. Κατά τη διάρκεια των εβδομήντα χρόνων της δημιουργικής της καριέρας συνεργάστηκε με καλλιτέχνες όπως ο γλύπτης Ισάμου Νογκούτσι, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Τζον Χάουζμαν, οι σχεδιαστές μόδας Χάλστον, Ντόνα Κάραν και Κάλβιν Κλάιν, και με διάσημους συνθέτες όπως ο Άαρον Κόπλαντ, ο Λιούις Χορστ, ο Σάμιουελ Μπάρμπερ, ο Γουίλιαμ Σούμαν και ο Τζιαν Κάρλο Μενότι. Τα αστέρια του κλασικού μπαλέτου συνεργάστηκαν μαζί της κι εκείνη δημιούργησε ρόλους για τη Μαργκότ Φοντέιν, τον Νουρέγιεφ. Πριν από την εμφάνισή τους στη σκηνή δήλωσε «ο πόλεμος τελείωσε», αναφερόμενη στη σύγκρουση που υπήρχε μεταξύ του σύγχρονου χορού και του μπαλέτου. Αργότερα συνεργάστηκε με τον Μπαρίσνικοφ. Η λίστα των ηθοποιών στους οποίους δίδαξε κίνηση και τον τρόπο να χρησιμοποιούν το σώμα ως όργανο έκφρασης είναι ατελείωτη. Μπέτι Ντέιβις, Κερκ Ντάγκλας, Μαντόνα, Λάιζα Μινέλι, Γκρέγκορι Πεκ, Τόνι Ράνταλ, Αν Τζάκσον, Τζόαν Γούντγουορντ, όλοι υποκλίθηκαν μπροστά στη μεγαλύτερη χορεύτρια του εικοστού αιώνα.
Η Μάρθα Γκράχαμ γεννήθηκε το 1896 και έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής της, όπως έλεγε η ίδια, σε ένα μέρος όπου όλα σκεπάζονταν από την κάπνα των ανθρακοβιομηχανιών. « Ό,τι φορούσαμε σκεπαζόταν από την κάπνα. Το να βγεις έξω ντυμένη με ένα φρεσκοπλυμένο λευκό φόρεμα σήμαινε πως θα επέστρεφες ντυμένη στα μαύρα...», έλεγε αφηγούμενη τα παιδικά της χρόνια. Το πρώτο πρόσωπο που την ενέπνευσε ήταν ο πατέρας της Τζορτζ Γκράχαμ, ένας ψυχολόγος με έδρα μια μικρή πόλη έξω από το Πίτσμπουργκ της Πενσιλβάνια, το Allegheny City, ο οποίος μελετούσε τη γλώσσα του ανθρώπινου σώματος στις ψυχικές παθήσεις που ερευνούσε και υποστήριζε ότι «η κίνηση δεν λέει ποτέ ψέματα», μια φράση που θα γινόταν μότο της Αμερικανίδας χορεύτριας και χορογράφου.
Η Γκράχαμ αποφάσισε να γίνει χορεύτρια στα δεκαεφτά της, όταν παρακολούθησε ένα ρεσιτάλ χορού στο Λος Άντζελες. Πρωταγωνιστούσε μια πρωτοποριακή χορεύτρια της εποχής, η Ρουθ Σεντ Ντένις, η οποία στάθηκε η δεύτερη πηγή έμπνευσής της.
Τα πρώτα της μαθήματα χορού που πήρε στη σχολή Ντένισον της Σεντ Ντένις ήταν μια έξοδος προς το φως. Το ταλέντο της δεν άργησε να ξεχωρίσει. Το 1923 έφυγε για τη Νέα Υόρκη και μόλις τρία χρόνια αργότερα ίδρυσε τη δική της εταιρεία και σχολή χορού, στην οποία έδωσε το όνομά της. Το 1926 ίδρυσε τη δική της ομάδα. Και προκειμένου να εξοικονομήσει χρήματα, άρχισε να διδάσκει κίνηση σε ηθοποιούς.
Αυτή είναι ίσως η πιο σημαντική στιγμή της καριέρας της, η αρχή της έρευνας και της καθιέρωσης μιας νέας γλώσσας στον χορό. Η τεχνική που διαμόρφωσε δεν ήταν η «ανακάλυψη του σύγχρονου χορού» αλλά μια αναγνωρίσιμη γλώσσα ακόμα και σήμερα, ακόμα και σε όσους δεν έχουν δει ούτε ένα έργο της. Αυτή αποτέλεσε και το πρώτο υπολογίσιμο «αντίπαλο δέος» στο κλασικό μπαλέτο.
Για την Γκράχαμ ο χορός έμοιαζε με ιερή αποστολή: Ήθελε να αποτυπώσει μέσα από την κίνηση το γράφημα της ανθρώπινης καρδιάς. Έτσι άρχισε να διαμορφώνει ένα σύστημα κίνησης στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτή στην οποία βάδιζαν οι δάσκαλοί της. Όταν όλοι εξερευνούσαν αυτό που συνέβαινε στις ξένες χώρες, η Γκράχαμ στράφηκε προς την ανθρώπινη ψυχή. Αυτό που την ενδιέφερε πρωτίστως ήταν να φωτίσει τα κίνητρα, τις εσωτερικές συγκρούσεις, τα ψυχικά πάθη, τις σκοτεινές προθέσεις που καθορίζουν τις πράξεις των ανθρώπων.
Με τα Πρωτόγονα Μυστήρια (1931), το πρώτο της αριστούργημα που κέρδισε την προσοχή κοινού και κριτικών σε όλον τον κόσμο, η Μάρθα Γκράχαμ εστίασε στην ψυχολογική αξία των αρχέγονων ιεροτελεστιών, θέμα που την απασχόλησε και στο «Σκοτεινό Λιβάδι» (1946).
Νωρίτερα, το 1936, ο Γκέμπελς και ο Χίτλερ συμφώνησαν να προσκαλέσουν την Γκράχαμ ως εκπρόσωπο των Ηνωμένων Πολιτειών στους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936 στο Βερολίνο. Εκείνη αρνήθηκε την πρόσκληση δηλώνοντας: «Θα το έβρισκα αδύνατο να χορέψω στη Γερμανία αυτήν τη στιγμή. Τόσοι καλλιτέχνες τους οποίους σέβομαι και θαυμάζω έχουν διωχθεί, έχουν στερηθεί το δικαίωμα να εργάζονται για γελοίους και αστήρικτους λόγους. Είναι αδύνατο να ταυτιστώ με ένα καθεστώς που λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο, αποδεχόμενη την πρόσκλησή του. Επιπλέον, ορισμένα από τα μέλη της ομάδας μου δεν θα ήταν ευπρόσδεκτα στη Γερμανία». Ο ίδιος ο Γκέμπελς της έγραψε ένα γράμμα, διαβεβαιώνοντάς την ότι οι Εβραίοι χορευτές της θα «λάμβαναν πλήρη ασυλία», ωστόσο αυτό δεν ήταν αρκετό ώστε η Γκράχαμ να αλλάξει γνώμη.
Με αφορμή τα γεγονότα των Ολυμπιακών Αγώνων του 1936 δημιούργησε το American Document το 1938. Ήταν μια πατριωτική δήλωση προορισμένη να εκφράσει τα αμερικανικά ιδεώδη και την πίστη στη δημοκρατία, που εστίαζε στις αδικίες της εποχής και στα ανθρώπινα δικαιώματα, αντιπροσωπεύοντας τον αμερικανικό λαό και λαμβάνοντας υπόψη της την κληρονομιά τόσων χρόνων σκλαβιάς των ιθαγενών της Αμερικής. Για την Γκράχαμ ο χορός έπρεπε «να αποκαλύψει ορισμένα εθνικά χαρακτηριστικά, γιατί χωρίς αυτά δεν θα είχε καμία εγκυρότητα, καμία ρίζα, καμία άμεση σχέση με τη ζωή».
Το 1938 το ζεύγος Ρούσβελτ την κάλεσε να χορέψει στον Λευκό Οίκο ‒ ήταν η πρώτη χορεύτρια που χόρεψε εκεί. Την ίδια χρονιά ο Έρικ Χόκινς έγινε ο πρώτος άνδρας που χόρεψε με την ομάδα της. Εντάχθηκε επίσημα στον θίασο της την επόμενη χρονιά, χορεύοντας τους ανδρικούς πρωταγωνιστικούς ρόλους σε μια σειρά από έργα της. Παντρεύτηκαν τον Ιούλιο του 1948 μετά την πρεμιέρα του Night Journey στη Νέα Υόρκη. Ο Χόκινς έφυγε από τον θίασο της το 1951 και χώρισαν το 1954.
Η ψυχολογική πλευρά των ηρώων ήταν αυτή που την έκανε να ασχοληθεί με τις μεγάλες ηρωίδες του αρχαίου δράματος. Ο πλούτος των ψυχολογικών μεταπτώσεων αυτών των γυναικών, τα αισθήματα και οι πράξεις του κορυφώθηκαν και μετουσιώθηκαν σε κίνηση μέσα στο έργο της. Το κοινό σε όλο τον κόσμο ενοχλούνταν συχνά από την ειλικρινή αναγνώριση της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, ειδικά στον περίφημο κύκλο που είχε εμπνευστεί από ελληνικούς μύθους. Η Μήδεια, η Ιοκάστη, η Φαίδρα και η Κλυταιμνήστρα της Γκράχαμ έδωσαν διέξοδο στον πόθο και το μίσος τους, αποκαλύπτοντας τα πάθη που λίγοι άνθρωποι ήθελαν να αναγνωρίζουν στον εαυτό τους, αλλά εκείνη εξέθεσε με την ακρίβεια ενός αναλυτή της σχολής του Γιουνγκ. Για την Γκράχαμ ο χορός έγινε μια συλλογική μνήμη που μπορούσε να μεταδώσει πανανθρώπινα συναισθήματα σε όλους τους πολιτισμούς. Η μυθολογία, ένιωθε, ήταν η ψυχολογία των αρχαίων. «Ο χορός μου», έλεγε, «δεν είναι μια προσπάθεια ερμηνείας της ζωής με τη λογοτεχνική έννοια. Είναι μια επιβεβαίωση της ζωής μέσω της κίνησης».
Το 1958 υπέγραψε ένα έργο αξεπέραστο για τον τρόπο με τον οποίο ερευνά τη σχέση του σώματος και του ανθρώπινου πάθους, την Κλυταιμνήστρα, που θεωρείται αριστούργημα του αμερικανικού μοντερνισμού του εικοστού αιώνα. Ήταν το πρώτο χορόδραμα σύγχρονης κινησιολογίας σε δύο πράξεις, με πρόλογο και επίλογο: ένα ενδοσκοπικό ταξίδι στα βάθη της ψυχής. Πρόκειται για ένα μπαλέτο μεγάλης κλίμακας και τη μόνη μεγάλου μήκους παράσταση της Γκράχαμ. Τον ρόλο της Κλυταιμνήστρας ενσάρκωσε η ίδια.
Για να μεταδώσει τον ψυχολογικό χαρακτήρα των θεμάτων που την απασχολούσαν, εισήγαγε κινήσεις ικανές να κάνουν ορατό το «εσωτερικό τοπίο», αυτή ήταν η αρχή της περίφημης μεθόδου της. Οι κινήσεις ήταν νέες, πρωτότυπες, δεν θύμιζαν καθόλου τις μαλακές κινήσεις της διάσημης Ισιδώρας Ντάνκαν και της Ρουθ Σεντ Ντένις. Πολλοί έβρισκαν αυτό τον χορό βίαιο, έως και άσχημο. Οι κινήσεις ήταν κοφτές και βίαιες, έσκιζαν τον αέρα με δύναμη.
Αυτή η δύναμη προερχόταν από έναν κόσμο εσωτερικό, πνευματικό, βαθύ, ερευνητικό, ικανό να γοητεύσει τελικά το κοινό. Πολύ γρήγορα οι κριτικοί αναγνώρισαν στο ύφος της τη νεωτερικότητα που χρειαζόταν ο χορός για να ανανεωθεί αλλά και την ισορροπία μεταξύ της συγκίνησης που προκαλεί ένας χορευτής και της τεχνικής του. Η εξερεύνηση του πνεύματος είναι αναγνωρίσιμη σε όλα τα έργα της Γκράχαμ, στην εύθυμη Άνοιξη στα Απαλάχια (1944), στα λυρικά Παιχνίδια των αγγέλων (1948) αλλά και στους πνευματώδεις Ακροβάτες των θεών (1960).
Πάνω απ’ όλα πίστευε ότι «ο χορός δεν είναι αναπαραστατικός». Θυμόταν ότι ως νεαρή χορεύτρια που επρόκειτο να ξεκινήσει μια ανεξάρτητη καριέρα το 1922 είχε τύχει να δει έναν μη παραστατικό πίνακα του Βασίλι Καντίνσκι, μια κάθετη κόκκινη γραμμή σε ένα μπλε φόντο. «Θα χορέψω έτσι», είπε.
Η Μάρθα Γκράχαμ ήταν γνωστή για την αδάμαστη θέληση και την ανεξάντλητη αντοχή της. «Ποτέ δεν είναι αργά για να κάνεις το όνειρό σου πραγματικότητα» έλεγε, κάτι που εφάρμοσε απολύτως. Άρχισε τον χορό σε μεγάλη ηλικία, είχε ένα σώμα που δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ιδανικό, αλλά ανέπτυξε τη φοβερή ικανότητα να αντιλαμβάνεται τη δύσκολη τέχνη της και να πειραματίζεται άφοβα με πηγές και έννοιες όπως η θρησκεία, η ζωγραφική, η καθημερινή ζωή όσο καμία άλλη χορεύτρια και χορογράφος, με τρομερή αφοσίωση. Στο επίκεντρο πάντα βρισκόταν ο βαθύτερος εσωτερικός πλούτος που έψαχνε τρόπο να εξωτερικευτεί.
Όταν αποσύρθηκε από τον χορό, το 1969, έχασε κάθε θέληση για ζωή. Κλείστηκε στο σπίτι της, κάπνιζε, έπινε και έκανε απόπειρα αυτοκτονίας. Η κατάθλιψη και οι καταχρήσεις την οδήγησαν στο νοσοκομείο, σε κωματώδη κατάσταση, ωστόσο κατάφερε να σταθεί ξανά στα πόδια της και να συνεχίσει. Το 1972, σε ηλικία εβδομήντα έξι ετών, οργάνωσε ξανά την ομάδα της, χορογράφησε δέκα νέα μπαλέτα και αμέτρητες αναβιώσεις έργων της, έγραψε την αυτοβιογραφία της. Η τελευταία της δημιουργία ολοκληρώθηκε και παρουσιάστηκε το 1990 με μουσική του Σκοτ Τζόπλιν και κοστούμια του Κάλβιν Κλάιν.
«Η μόνη αμαρτία είναι η μετριότητα», έλεγε η Μάρθα Γκράχαμ που έμεινε ενεργή μέχρι το τέλος, μέχρι τα ενενήντα έξι της, ετοιμάζοντας το έργο της The eyes of the goddess στη Νέα Υόρκη. Αρρώστησε μετά από μια περιοδεία πενήντα πέντε ημερών στην Άπω Ανατολή με τον θίασο της και νοσηλεύτηκε για δύο μήνες με πνευμονία. Επέστρεψε στο σπίτι της και πέθανε από καρδιακή προσβολή την πρωταπριλιά του 1991.
Η γυναίκα που πίστευε ότι οι λέξεις ποτέ δεν μπορούν να πουν αυτό που λέει το σώμα κατάφερε να φωτίσει ανεξερεύνητες πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης και να τις φέρει στο προσκήνιο, δημιουργώντας μια μορφή τέχνης αξεπέραστη και αθάνατη.
Στην αυτοβιογραφία της Blood Memory έγραφε: «Χρόνια αφότου είχα παραιτηθεί από το μπαλέτο, άντεξα να παρακολουθήσω κάποιον άλλο να χορεύει. Πιστεύω ότι δεν πρέπει να κοιτάζεις ποτέ πίσω, να αναπολείς ή να νοσταλγείς. Ωστόσο, πώς μπορείς να το αποφύγεις όταν κοιτάζεις στη σκηνή και βλέπεις μια χορεύτρια που σου θυμίζει τον εαυτό σου πριν από τριάντα χρόνια να χορεύει ένα μπαλέτο που δημιούργησες με τον σύζυγό σου, όταν ήσασταν πολύ ερωτευμένοι; Νομίζω ότι αυτός είναι ένας κύκλος της κόλασης που ο Δάντης παρέλειψε».
Αυτό που κατάφερε ήταν να δημιουργήσει μεγάλες συζητήσεις με το έργο της που δεν άφηνε κανέναν αδιάφορο. Η Μάρθα Γκράχαμ ήταν ζωντανή απόδειξη της δικής της παροιμίας: «Κανένας καλλιτέχνης δεν είναι μπροστά από την εποχή του. Είναι η εποχή του, απλώς οι άλλοι είναι πίσω από τον χρόνο».
Στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών oι χορευτές του εμβληματικού συγκροτήματος θα ερμηνεύσουν σε πρώτη πανευρωπαϊκή τη νέα παραγωγή Canticle for Innocent Comedians που βασίζεται σε πρωτότυπη μουσική του Jason Moran και εμπνέεται από τα θέματα ενός έργου της Γκράχαμ που θεωρούνταν χαμένο από το 1952. Στις τρεις παραστάσεις που θα δοθούν οι φίλοι του χορού θα έχουν επίσης την ευκαιρία να απολαύσουν τα μέλη της Martha Graham Dance Company στη χορογραφία Acts of Light (1981) σε μουσική του Carl Nielsen, μίας από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες της σκανδιναβικής μουσικής.
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Το Φεστιβάλ της Άνοιξης
31/3-17/4
Martha Graham Dance Company
15-17/04
Περισσότερες πληροφορίες εδώ