Όταν έγινε η Μεγάλη Έκλειψη ο ήλιος χάθηκε για τέσσερα λεπτά. Μέσα σε αυτά τα λεπτά οι μισοί κάτοικοι της Γης εξαφανίστηκαν. Κανένας δεν ήξερε τι απέγιναν όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Διακτινίστηκαν στο Διάστημα; Μεταφέρθηκαν σε έναν άλλο πλανήτη; Έγιναν εξωγήινοι;
Οι εναπομείναντες βυθίστηκαν στο πένθος. Έψαχναν τρόπους να αντιμετωπίσουν την αναπάντεχη απώλεια, ενώ παράλληλα συνέχιζαν να ελπίζουν ότι οι εξαφανισμένοι θα επέστρεφαν μια μέρα.
Σε κάθε γειτονιά άνοιξε ένα Κέντρο Φροντίδας και Παρηγοριάς που πρόσφερε στους επισκέπτες τη δυνατότητα, μέσω προηγμένης τεχνολογίας, να στείλουν ένα μήνυμα στο αγαπημένο τους πρόσωπο με την (πιθανή; Απίθανη;) προοπτική ότι θα το λάβει εκεί όπου βρίσκεται.
Άνδρες και γυναίκες όλων των ηλικιών και των εθνικοτήτων παρελαύνουν από αυτόν τον «θάλαμο μηνυμάτων» για να μοιραστούν με τους απόντες οικείους τους στιγμές από την καθημερινότητά τους ή σπαράγματα από την τραυματισμένη τους καρδιά, χωρίς να γνωρίζουν αν τα λόγια αγάπης και τα παράπονά τους θα φτάσουν ποτέ στον αποδέκτη τους ή θα χαθούν διά παντός στο Διάστημα. Ή, ακόμη χειρότερα, όπως τελικά συνέβη, αν το υπερβολικό φορτίο της θλίψης τους θα αναστείλει την κίνηση των πλανητών, εμποδίζοντας το ενδεχόμενο μιας νέας έκλειψης που θα μπορούσε πιθανότατα (γιατί αυτή, κατέληξαν, ήταν η μόνη λύση) να φέρει πίσω τους αγνοούμενους.
Το θέατρο ενσαρκώνει, δεν «κουτσομπολεύει». Δεν υπακούει στη λογική τού «μείνετε συντονισμένοι για τις εξελίξεις». Επιδιώκει την αισθαντικότητα των πραγμάτων, το βίωμα του «εδώ και τώρα», όχι τη μηρυκαστική επεξήγησή του.
Με μια ενδιαφέρουσα ιδέα που θυμίζει ταινία επιστημονικής φαντασίας αρχίζει η «Αδελφοσύνη» της Caroline Guiela Nguyen. Στην πορεία, η Γαλλοβιετναμέζα σκηνοθέτις επιχειρεί να διερευνήσει «από πού έρχεται ο πόνος», αν είμαστε φτιαγμένοι από την ίδια ύλη με τα άστρα και πώς συσπειρωνόμαστε ως κοινότητα απέναντι σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση αγωνίας, προσμονής και οδύνης που απειλεί να αφανίσει τον ψυχικό μας πυρήνα.
Το υπέδαφος θα μπορούσε να αποδειχθεί εξαιρετικά γόνιμο δραματουργικά και σκηνοθετικά. Δυστυχώς, πολύ νωρίς καταλαβαίνουμε ότι δεν υπάρχει εκ μέρους της σκηνοθέτιδος ούτε η πρόθεση ούτε η ικανότητα να καλλιεργηθούν θεατρικά οι έννοιες της απώλειας, της απουσίας, του εργασίας του πένθους ή της συλλογικής εγρήγορσης απέναντι στο ανεξήγητο, στο μοιραίο, στο απερινόητο.
Μια ασταμάτητη ροή κοινοτοπιών αρχίζει να μας κυκλώνει. Έχασα την κόρη μου, έχασα τη μαμά μου, τώρα ο μπαμπάς μου κλαίει όλη μέρα, σε μισώ μαμά, που είσαι μαμά, ε, όλοι τραβάμε ζόρια, έλα έλα, μπες στον «κύκλο της πίστης», εκεί θα συναντήσεις αυτόν που έχεις χάσει, αρκεί να πιστέψεις αληθινά. Κι αυτός που έμεινε χωρίς σύζυγο και τώρα δεν ξέρει να μαγειρεύει; Ε, ας μάθει να φτιάχνει πίτσα, τι πιο εύκολο από τα «τέσσερα τυριά»...
«Ίσως να φταίω εγώ», λεει το κοριτσάκι που δεν ζωγράφισε σωστά τα μάτια της μαμάς της στο σχολείο. Αχ, κι αυτή η αφηρημένη υπάλληλος ξέχασε όλα τα μηνύματα σε ένα σπίτι, δεν θα τη μαλώσεις; «Έτσι είναι η ζωή, πρέπει να βρούμε λύσεις». «Θέλεις στ’ αλήθεια να σταματήσεις να ζεις;», «Πώς να εξηγήσω στην οκτάχρονη κόρη μου γιατί δεν γύρισε η μαμά της;» Α, να, ο ΜΕΜΟ θα μας σώσει, ο προηγμένος Memory Organizer θα σβήσει από τον εγκέφαλο τις αναμνήσεις μας κι έτσι θα ελαφρύνουν τα σώματά μας και θα ξανατεθεί σε λειτουργία το Σύμπαν και θα γίνει η Δεύτερη Έκλειψη.
Τελικά; Ναι, είναι γεγονός, τα καταφέραμε. Θα γίνει αύριο. Πόσα χρόνια περιμέναμε; Πόσα χρόνια έχουν περάσει; Εκατόν είκοσι πέντε... Γι’ αυτό και όταν θα έρθουν οι αγαπημένοι μας, θα μπορέσουμε να τους δούμε μόνο για λίγα λεπτά. Μετά θα γίνουμε σκόνη.
Πόσοι διαφορετικοί χρόνοι υπάρχουν και πώς βιώνεται καθένας από αυτούς; Πώς εναρμονίζεται ο κοσμικός χρόνος με τον ανθρώπινο; Τι παθαίνει το σώμα που συστέλλεται από θλίψη; Πώς εκτρέπεται και πώς ανασυντάσσεται; Πώς μετατρέπεται η σκέψη σε ύλη;
Το θέατρο ενσαρκώνει, δεν «κουτσομπολεύει». Δεν υπακούει στη λογική τού «μείνετε συντονισμένοι για τις εξελίξεις». Επιδιώκει την αισθαντικότητα των πραγμάτων, το βίωμα του «εδώ και τώρα», όχι τη μηρυκαστική επεξήγησή του. Αναζητά τον «θόρυβο του βάθους» (Περέκ) και όχι τα χαζοχαρούμενα τιτιβίσματα της επιφάνειας.
Τα γλυκερά οικογενειακά μικρο-δράματα των ηρώων της «Αδελφοσύνης» μας κρατούν καθηλωμένους σε μια παιδαριώδη κατάσταση, σε ένα υποτυπώδες συναίσθημα, σε μια εξωτερική εκτόνωση, σε μια περιγραφική υστερία, μονίμως στο ίδιο πλάνο, στην ίδια εξαντλητική επανάληψη αδιάφορων δράσεων και διαλόγων ποπ-κορν.
Ουδέποτε σημειώνονται αλλαγές στις εντάσεις, στην ατμόσφαιρα, στην αίσθηση του χώρου και του χρόνου ή του ρυθμού. Ουδέποτε επιστρατεύονται τα υλικά του θεάτρου προκειμένου να αναδειχθεί το πλέγμα των διασυνδέσεων που ενώνει το σώμα με τα άλλα σώματα και με το Σύμπαν.
Δεν αρκούν τα βίντεο με άστρα και πλανήτες στις οθόνες για να περάσει το «μήνυμα». Πώς συντίθενται οι ταχύτητες και οι συγκινήσεις μεταξύ εντελώς διαφορετικών ατόμων; Πώς αλλοιώνεται το φως και πώς συστέλλεται ο χρόνος όταν συνομιλείς με έναν νεκρό; Τι απογίνονται τα μόρια που δεν φτάνουν έγκαιρα ή φτάνουν, όταν όλα έχουν τελειώσει; Πώς περνάνε μέσα από καταχνιές, κενά και τρύπες;
Τρεις ολόκληρες ώρες για να ΜΗ διερευνηθεί τίποτα. Τρεις ολόκληρες ώρες «κουτσομπολιού». Ήρθε, δεν ήρθε, έγινε, δεν έγινε, θα γίνει. Ένα ανούσιο, άρρυθμο και ψευτο-συναισθηματικό ονειροπόλημα, το οποίο, παρά τις συμπαθείς ερμηνείες των ηθοποιών, δεν προσφέρει καμία συγκίνηση αλλά και, γενικότερα, κανενός είδους ερέθισμα (αισθητικό, νοητικό ή άλλο) στον θεατή.
Η μουσική δεν είναι προνόμιο του ανθρώπου. Το σύμπαν, ο κόσμος, είναι επίσης φτιαγμένος από ρεφρέν, λέει ο Μεσσιάν. Μόνο που εμείς προχθές, παρακολουθώντας την «Αδελφοσύνη», δεν ακούσαμε ούτε μία νότα.