Ηταν μία από τις καλύτερες παραστάσεις του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου εκείνη η Σαμία που παρουσιάστηκε στην Επίδαυρο το καλοκαίρι του 1993. Είκοσι χρόνια μετά επανέρχεται «ολοκαίνουργια, ολοζώντανη, γεμάτη χαρά, γέλιο, ανοιχτοσύνη, φως, φινέτσα και επίπεδο, να αντισταθεί σε μια εποχή λυπημένη, αγέλαστη, κλειστή, σκοτεινή, αντιαισθητική» λέει ο πρωταγωνιστής της, τότε και τώρα, Αλκίνοος Ιωαννίδης.
Η πρώτη ιδιαιτερότητα της παράστασης έχει να κάνει με το ίδιο το έργο, του είδους της Νέας Κωμωδίας, που σήμερα δεν το γνωρίζουμε καλά. Το υπηρέτησε με 108 κωμωδίες και αυθεντική αττική χάρη ο Μένανδρος από την Κηφισιά (342-291 π.Χ.). Η Σαμία είναι μία από τις τέσσερις που διασώθηκαν, πολύτιμο δείγμα της αλλαγής που σημειώθηκε μέσα σε εκατό χρόνια στο περιεχόμενο και στη δομή της κωμωδίας.
Η δημοκρατία, η πολιτική σάτιρα και το ονομαστί κωμωδείν, ο Αριστοφάνης, ανήκαν σε άλλη εποχή. Η Αθήνα του Μενάνδρου, συγχρόνου του Επίκουρου και του Θεόφραστου (των Χαρακτήρων), γνώρισε την υποταγή στον Κάσσανδρο, την καλή εποχή του Δημητρίου Φαληρέα, τη σκληρή του Δημητρίου του Πολιορκητή. Ανήκε πλέον στην περιφέρεια, δεν ήταν το κέντρο. Τα πολιτικά ήθη είχαν αλλάξει, οι πολίτες δεν είχαν λόγο στις εξελίξεις, το ενδιαφέρον τους είχε στραφεί στο ιδιωτεύειν. Θέατρο κοινωνικής σπουδής πλέον, η κωμωδία στράφηκε στην καθημερινότητα, στα αστικά ήθη, σε πρόσωπα ταπεινά (εταίρες, δούλους, μαγείρους), σε ανθρώπινες καταστάσεις που περιπλέκονται από παρεξηγήσεις, παρανοήσεις, συμπτωματικές εξελίξεις και απροσδόκητα. Οι χαρακτήρες φωτίζονται ευδιάκριτα, με καίρια δραματουργική σημασία στην πλοκή και την εξέλιξη της ιστορίας προς το αίσιο τέλος της – γιατί η Νέα Κωμωδία επιβάλλει το happy end. Οποιαδήποτε πολιτική αναφορά απουσιάζει. Δύο διπλανά σπίτια ο δραματικός χώρος της Σαμίας και ήρωές της οι άνθρωποι που ζουν σε αυτά, με τις αδυναμίες τους, τα πάθη τους, τις δυσκολίες τους. Από δω ξεκινά ο μακρύς δρόμος της αστικής κωμωδίας.
Η δεύτερη ιδιαιτερότητα της παράστασης αφορά την καλή ιδέα του σκηνοθέτη Εύη Γαβριηλίδη να μεταφέρει την ιστορία του Μενάνδρου στην Αθήνα των αρχών του 20ού αι. Σε συζητήσεις με τον ποιητή (και θεατρικό κριτικό) Γιάννη Βαρβέρη κατέληξαν ότι «τα συντηρητικά αθηναϊκά ήθη της κοινωνίας του 320 π.Χ. έχουν αρκετές αναλογίες με τα κοινωνικά ήθη, και άρα και με τον γλωσσικό κώδικα του αθηναϊκού κωμειδυλλίου» (Μενάνδρου Σαμία, μετάφραση και εισαγωγή Γιάννη Βαρβέρη, εκδ. Πατάκη, 1997).
Σε μια εμπνευσμένη στιγμή του, ο μεταφραστής μετέγραψε τη γλώσσα του Μενάνδρου σε μια βατή, εύχαρι καθαρεύουσα που θυμίζει Δημήτριο Κορομηλά – και προσαρμόζεται υφολογικά στους χαρακτήρες (ο Δημέας μιλάει κάπως δικανικά, ο Μοσχίων με αφέλεια και νεανική υπερβολή κ.ο.κ.). Ο Γιάννης Βαρβέρης συμπλήρωσε, ακόμα, τους 140 στίχους που λείπουν (συν άλλους 50 φθαρμένους) από το πρωτότυπο και συμπλήρωσε το σκηνικό κείμενο με στίχους για μια σειρά τραγούδια (της έναρξης, του φινάλε, τα ανάμεσα στις πέντε πράξεις αλλά και τα τραγούδια-πορτρέτα, με τα οποία συστήνονται τα πρόσωπα).
Η Σαμία του ΘΟΚ είναι μία από τις παραστάσεις που αποδεικνύουν πως ο ίδιος ο λόγος οδηγεί τη σκηνοθεσία. Η σκηνή γεμίζει ανθρώπους, ποδήλατα, βρεφικά καροτσάκια, κούκλες κι ηλιοτρόπια (το σκηνικό και τα κοστούμια είναι του Γιώργου Ζιάκα). Ο πολυπρόσωπος θίασος παίζει, τραγουδά, κινείται με ζωντάνια και χαρά (χορογραφία του Ισίδωρου Σιδέρη) στη μουσική του Μιχάλη Χριστοδουλίδη. Κάτι η καλώς αρμοσμένη σκηνική δράση, κάτι η νοσταλγία για τη χαμένη αθωότητα ενός κόσμου που δεν υπάρχει πια, κάτι η χάρη μιας γλώσσας που δεν «υπάρχει» πια, κάτι που το έργο δεν έχει βαθιά νοήματα, μετά από αυτή την παράσταση οι θεατές θα αφήσουν το υπέροχο αργολικό θέατρο μ' ένα αίσθημα ευφορίας κι αισιοδοξίας. Κάτι καθόλου εύκολο στις μέρες – γι' αυτό και ευπρόσδεκτο.
σχόλια