«Πότε υπάρχω;» αναρωτιέται στα Μήλα των Εσπερίδων ο Χρήστος Μαλεβίτσης. «Όταν δουλεύω στη βιοτική μέριμνα, όταν διασκεδάζω, όταν θλίβομαι, όταν παίζω, όταν απολαμβάνω, όταν πολεμάω, όταν νικώ, όταν νικιέμαι, όταν αγαπάω, όταν μισώ, όταν ελπίζω, όταν απελπίζομαι, όταν ευτυχώ, όταν δυστυχώ – πότε είμαι ο εαυτός μου, πότε ταυτίζομαι με την αλήθεια μου, πότε ζω την πληρότητα της υπάρξεώς μου;».
Το ερώτημα βασανίζει τους ήρωες του Μπέργκμαν, τόσο στην «Περσόνα» (1966) όσο και στο «Μετά την πρόβα» (1984), κι ας απέχουν χρονικά μεταξύ τους οι δύο ταινίες περίπου μια εικοσαετία.
Ο Χένρικ Βόγκλερ, ήρωας της δεύτερης, υπάρχει μόνο όταν σκηνοθετεί: «Έτσι εκφράζομαι. Είναι ο μοναδικός τρόπος που γνωρίζω... Αληθινός ή όχι... Υποφέρω κι είμαι μόνος» δηλώνει στην Άννα, ένα βράδυ «μετά την πρόβα», όταν η νεαρή πρωταγωνίστριά του επιστρέφει για να βρει το βραχιόλι της.
Ο κόσμος του θεάτρου χρησιμοποιήθηκε κατ' επανάληψη ως ιδανική μεταφορά κι ενσάρκωση της διχασμένης συνείδησης που αναζητά την ολότητά της: το πρόσωπο ενός ηθοποιού είναι ταυτόχρονα η μάσκα του (persona στα λατινικά). Συχνά τα όρια μπερδεύονται.
Ο κόσμος του θεάτρου χρησιμοποιήθηκε κατ' επανάληψη ως ιδανική μεταφορά κι ενσάρκωση της διχασμένης συνείδησης που αναζητά την ολότητά της: το πρόσωπο ενός ηθοποιού είναι ταυτόχρονα η μάσκα του (persona στα λατινικά). Συχνά τα όρια μπερδεύονται.
«Σταμάτα να παίζεις θέατρο στην προσωπική ζωή σου» προειδοποιεί ο Βόγκλερ τη μαθητευόμενη Άννα, κι εκείνη τον ρωτά: «Εσύ είσαι πάντα αληθινός;».
Μπορεί αυτά ν' ακούγονται ελαφρώς τετριμμένα, στην πορεία όμως ο Μπέργκμαν προσδίδει –ειδικά στην «Περσόνα»– πολύ βαθύτερες διαστάσεις στη σύγκρουση/συμφιλίωση μεταξύ είναι και φαίνεσθαι, σώματος και ψυχής, φαντασίας και πραγματικότητας.
Το διαπιστώσαμε εκ νέου συναντώντας τα κείμενα των σεναρίων του κορυφαίου Σουηδού δημιουργού θεατρικώς αναβαπτισμένα από το βλέμμα του φλογερού Βέλγου μινιμαλιστή Ίβο βαν Χόβε.
Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο ο εξηντάχρονος σκηνοθέτης δημιουργεί ένα σύμπαν αντικατοπτρισμών, τοποθετώντας το ένα έργο δίπλα στο άλλο: Πώς συνομιλούν μεταξύ τους; Το δίπτυχο αυτό προκαλεί πληθώρα γόνιμων ερωτημάτων και συνειρμών. Το κλειδί μοιάζει να βρίσκεται στη σχέση των δύο γυναικών.
Η αλκοολική, απεγνωσμένη και ξεπεσμένη σταρ του «Μετά την πρόβα» γίνεται η μυστηριώδης βωβή ασθενής της «Περσόνας» (υπόθεση που ενισχύεται από το γεγονός ότι την υποδύεται η ίδια ηθοποιός, η Marieke Heebink).
Από τη νευρωτική συμπεριφορά των επαναλαμβανόμενων, υπερβολικών κινήσεων, των δακρύων και των εκρήξεων, η ηρωίδα μεταβαίνει ξαφνικά –όπως μας πληροφορεί η γιατρός της– στη σιωπηλή ακινησία, στο «πάγωμα», στην άρνηση της φωνής της.
Από την εξωστρέφεια της σκηνής επιλέγει την ύστατη εσωστρέφεια, το ερμητικό κλείσιμο στον εαυτό, την απόρριψη της επικοινωνίας μέσω του λόγου. Τα αποποιείται όλα. Φεύγει από την «τραγωδία» αλλά παραμένει μετέωρη, in limbo, όπως η Ηλέκτρα, ο τελευταίος ρόλος της. Ζωντανή και νεκρή ταυτόχρονα.
Σε μια πλήρη αντιστροφή ρόλων, η Άννα, η νεαρή ηθοποιός του πρώτου μέρους (Gaite Jansen) και κόρη της αλκοολικής σταρ, γίνεται στο δεύτερο μέρος η τροφός της – η μητέρα της μητέρας της, αυτή που την περιθάλπει και φροντίζει να την επαναφέρει στη ζωή.
Παραλαμβάνει μια γυναίκα σε ημιάγρια κατάσταση –γυμνή, το σώμα της σε ακαμψία πάνω σ' ένα μεταλλικό κρεβάτι– και σιγά σιγά την εξανθρωπίζει: την ταΐζει, της φοράει ρούχα, της λέει ιστορίες, μοιράζεται τους φόβους και τις επιθυμίες της.
Μακριά απ' το αποστειρωμένο νοσοκομείο, σ' ένα παραθαλάσσιο εξοχικό, οι δυο γυναίκες βιώνουν τώρα τη δική τους Εδέμ, εκεί όπου ο χρόνος έχει σταματήσει, η κοινωνία έχει εξαφανιστεί και μονάχα η Φύση κι οι αναμνήσεις συνθέτουν την καθημερινότητά τους. Μια ξαφνική καταιγίδα αφυπνίζει τις αισθήσεις, απελευθερώνει τα σώματα, φέρνει την ηδονική εκτόνωση, έναν χορό ανέμελης ευτυχίας.
Έτσι μοιάζουν τα πράγματα, σύντομα όμως χάνεται κάθε σιγουριά από μέρους μας. Το «κλεμμένο» γράμμα φανερώνει σκληρότητα, έλλειψη ευγνωμοσύνης. Η σιωπή ίσως συνιστά τελικά πρόκληση, παγίδα, μια μαύρη τρύπα που ρουφάει την ενέργεια της «άλλης».
Ποιος θέλει να καταπιεί ποιον; Είναι η άβγαλτη κοπέλα που ονειρεύεται την αναγνώριση της σταρ; Ή η μεσόκοπη ηθοποιός που διψά για φρέσκο αίμα;
Ακόμη κι η όμορφη καταιγίδα προκύπτει με μηχανικά μέσα, ο σκηνοθέτης μας δείχνει ξεκάθαρα τα μεταλλικά σπλάχνα της. «Γίνεται να είσαι δυο διαφορετικοί άνθρωποι ταυτόχρονα;» αναρωτιέται η νεαρή νοσηλεύτρια, ενώ αφηγείται μια ακραία σεξουαλική εμπειρία από το παρελθόν στη βωβή σύντροφό της. Γίνεται να είσαι μαινάδα και κατατονική μαζί; Μάνα και κόρη; Γριά και νέα; Άνθρωπος και ζώο;
Δυο φιγούρες με λευκά κομπινεζόν και λυτά, μακριά μαλλιά –η μία το alter ego της άλλης ή μια γυναίκα σε δυο στάδια της ζωής της;– συγκατοικούν σ' έναν άδειο χώρο, μια πλατφόρμα περιτριγυρισμένη από νερό.
Τι υπάρχει μετά την άρνηση των ρόλων; Η συνείδηση δεν αδειάζει ποτέ. Σκοτίζεται, επιστρέφει στη λήθη, σ' εμβρυακή κατάσταση: τις βλέπουμε τώρα κολλημένες μέσα στο νερό, ένα σώμα με δυο κεφάλια.
Ο άνδρας εισβάλλει στιγμιαία στο γυναικείο σύμπαν – κάπου στο βάθος αχνοφαίνεται κι ύστερα εξαφανίζεται. Ο σκηνοθέτης του πρώτου μέρους (Gijs Scholten van Aschat) είναι ο περιττός σύζυγος του δεύτερου. Υπάρχει και δεν υπάρχει.
Ο Ίβο βαν Χόβε συνθέτει μια παρατεταμένη αφήγηση από γεγονότα που είναι και δεν είναι αληθινά: ένα νήμα από πιθανότητες, συνειρμούς, είδωλα, παραλλαγές επάνω στο θέμα του «διπλού»*, που αενάως αναπαράγεται σε διάφορα διπολικά μοντέλα. «Δεν είμαι εσύ!» φωνάζει η Άννα στην «ασθενή» της: ο τρόμος απώλειας του «εγώ» αναδύεται από τα βάθη.
Δύο μέρη, δυο πραγματικότητες: η μία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την άλλη. Το πραγματικό έχει ανάγκη το φαντασιακό και αντίστροφα. Σίγουρα, πάντως, ο κόσμος της «Περσόνας» –η διάσταση των εικόνων, συνειδητών η ασυνείδητων– αποδεικνύεται γοητευτικότερος θεατρικά.
Λιτός, αφαιρετικός, με φωτισμούς ονείρου και ψευδαισθήσεων, ένα «νησί», επάνω στο οποίο δυο λευκοντυμένες μορφές σμίγουν και χωρίζουν, παλεύουν και μονοιάζουν, μια αλληγορία για τις διαχρονικές μάχες επιβίωσης, τον ίλιγγο του αφανισμού, τον αγώνα –του καλλιτέχνη αλλά και όλων των ανθρώπων– ενάντια στο «τίποτα».
«Στην ηλικία μου, σκύβεις μπροστά και ξαφνικά το κεφάλι σου βρίσκεται σε μια άλλη πραγματικότητα» λέει ο Βόγκλερ στο «Μετά την πρόβα». «Οι νεκροί δεν είναι νεκροί. Οι ζωντανοί εμφανίζονται ως φαντάσματα. Αυτό που ήταν προφανές πριν από ένα λεπτό, τώρα γίνεται παράξενο, δυσνόητο».
Οι φράσεις αυτές θα μπορούσαν να περιγράψουν την πρόθεση του σκηνοθέτη αλλά και την πορεία που διαγράφει ο θεατής της παράστασης.
Το θέατρο του Ίβο βαν Χόβε αρνείται κάθε πόζα, κάθε επιτήδευση. Η mise en place δεν μαρτυρά καμία ραφή. Οι ερμηνείες των ηθοποιών στραφταλίζουν με την ένταση της φυσικότητας, της δύναμης, της ευελιξίας, της εσωτερικότητάς τους. Ένα θέατρο υπαρξιακό, μεταφυσικό, ποιητικό, όπου άνθρωποι και φαντάσματα συνυπάρχουν δημιουργικά.
Ένας σκηνοθέτης που διαχειρίζεται, μοιράζει κι οργανώνει «το ανέκφραστο, το τρομακτικό, το επικίνδυνο» παράγοντας μια μαγευτική θεατρική εμπειρία.
*φράση της Σούζαν Σόνταγκ από το δοκίμιό της (1967) για την «Περσόνα» του Μπέργκμαν.