«Τι σου αρέσει πιο πολύ στην Επίδαυρο;» είχα ρωτήσει πριν από τριάντα χρόνια μια διάσημη και σεβαστή δημοσιογράφο που δεν έχανε παράσταση στον «ιερό χώρο». Καθόμασταν έξω, στο πεζοδρόμιο του Λεωνίδα, που οι θίασοι το λένε «παραλία» και στο οποίο κάθονται μετά το φαγητό και μέσα στην ησυχία, όταν οι περισσότεροι έχουν πάει στην «Παλιά» (δηλαδή την Παλαιά Επίδαυρο) και στο Καπάκι, και με κοίταξε με αληθινή απορία. «Το μετά, φυσικά», μου είπε, «εννοείται, όλοι για το μετά είμαστε εδώ».
Αυτό το «μετά», λοιπόν, αλλά και το πριν από την παράσταση, και το ανάμεσα, αυτά που συμβαίνουν τις έναστρες καλοκαιρινές νύχτες στην Επίδαυρο, στις πρόβες, στα καμαρίνια και μετά την πρεμιέρα στις χασαποταβέρνες, αυτό το βακχικό πανηγύρι των απόψεων, των συμφιλιώσεων, των δηλώσεων και των παραλειπόμενων της ματαιοδοξίας, της φρεναπάτης της επιτυχίας, φέρνει στη σκηνή του Ρεξ-«Μαρίκα Κοτοπούλη» ο Νίκος Καραθάνος με την καινούργια του δουλειά Μια νύχτα στην Επίδαυρο, που θα κάνει πρεμιέρα στις 22 Απριλίου.
Είναι μια βραδιά που συμβαίνει στη ζωή μας, αλλά είναι και όλη η ζωή μας σε μια βραδιά, για εμάς που δεν είμαστε ηθοποιοί αλλά έχουμε κοστούμια και σκηνικό και λόγια που κάνουν εντύπωση και θαυμαστές και εχθρούς και ματαιώσεις και φιλοδοξίες και πόνους κρυφούς.
Η πρόβα έχει στηθεί σε έναν χώρο της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου. Έχουν φτάσει από το Λυγουριό τραπέζια από τον Λεωνίδα, που θα είναι βασικό κομμάτι του σκηνικού της παράστασης.
Αυτά τα τραπέζια –που αν ήταν κεραίες θα είχαν καταγράψει όλο το ατέρμονο, επαναλαμβανόμενο κάθε καλοκαίρι τσίρκο της ανθρώπινης συμπεριφοράς– με την κολλημένη τσίχλα που μασούσε νευρικά ο θεατής σε όλη την παράσταση –και κάπως το σεβάστηκε το μάρμαρο του αρχαίου θεάτρου και ήρθε και την κόλλησε εδώ–, που αν είχαν αυτιά και στόμα χίλιοι Αριστοφάνηδες θα ξεπηδούσαν από μέσα τους.
Από αυτή την προνομιούχα θέση στο τραπέζι με την πινακίδα «Αγκαζέ» και το όνομά σου, δίπλα στο κεντρικό, το πιο μεγάλο τραπέζι της σκιερής αυλής, που γράφει «Θίασος», βλέπεις να εκτυλίσσονται πράγματα και θάματα και σημεία και τέρατα και αντηχεί με τα λόγια του ηθοποιού μπροστά σου η ευχή και κατάρα: «Κάνε, Θεέ μου, αυτή η χώρα να σταματήσει να ασχολείται με το θέατρο». Μάταιη η επίκληση σε κουφούς θεούς.
Το θέατρο είναι εδώ, μπροστά μας, ατόφιο, αλαφροΐσκιωτο και ανεμοδαρμένο. Και πληγωμένο, ατίθασο και συγκινητικό, δειλό και φοβισμένο και θαρραλέο και ακαταμάχητο. Είναι εδώ μέσα από τα πρόσωπά του και τα ξεσπάσματά τους, που μοιάζουν να αναβλύζουν χοές στους θεούς της τσίκνας και των κοψιδιών και των αναμμένων κάρβουνων από τις ψησταριές τριγύρω, με έναν κούκο να ακούγεται μετά την παράσταση από το έρημο πια και ήσυχο, αιώνια αδιατάρακτο αρχαίο θέατρο.
Παρελαύνουν όλα τα κλισέ που λατρεύουμε: «Η παράσταση είσαι εσύ», «ευτυχώς είδαμε φέτος μια παράσταση», «έπεσε το θέατρο όταν βγήκες», «το κοινό μίλησε», «εσύ, αγάπη μου, είσαι όλο εσύ», «μας πέθανες απόψε» και ανάμεσα σε αυτά τα λόγια ιδού ο θίασος, ο θεσπέσιος και αδικαίωτος και εγωμανής και καμένος και υπερχρεωμένος από αποτυχίες και επιτυχίες, να παρελαύνει μπροστά μας σε μια σειρά σκηνών που μας δείχνουν χωρίς αναστολές τον πανικό του ηθοποιού πίσω από το κοστούμι του διάσημου σκηνογράφου και την αγωνία του πίσω από την υπογραφή του διάσημου σκηνοθέτη, με τον πιο κωμικό, συγκινητικό και βαθιά σατιρικό τρόπο.
Διαδραματίζεται μπροστά μας με καταιγιστική ταχύτητα μια συναρπαστική κωμωδία, γιατί ο Νίκος Καραθάνος το πονάει το σινάφι του και ζει μέσα σε αυτό, και έχει θάρρος να το κοιτάξει και από την πλευρά του θεατή. Και η Λένα Κιτσοπούλου, που υπογράφει το κείμενο, μέσα σε αυτό γεννήθηκε και μεγάλωσε και ζει, και με αυτό βασανίζεται.
Η σαλεμένη πρωταγωνίστρια, εκστασιασμένη από τον διήμερο θρίαμβό της, και οι κόλακες γύρω της, η ανταγωνίστρια και το μεγαλύτερο δικό της χειροκρότημα –δυστυχώς προερχόμενη από τον χώρο της τηλεοπτικής επιτυχίας–, ο σκηνογράφος που «είναι δυο χέρια με δάχτυλα», ο παραγνωρισμένος «σοφός» που επαναλαμβάνει μονότονα «ήθελε κόψιμο», οι αδιανόητες περούκες –«αυτές είναι μαλλιά, όχι αστεία»–, ο ενδυματολόγος που τον υμνεί η πρωταγωνίστρια.
Οι συζητήσεις-κραυγές: «Ποιος έχει δει περισσότερο θέατρο εδώ;». Ποιος είδε τον «Στέκερ» και τη Σαουμπίνε και τον «Βερχόβεν» και τον «Νοκοτόμι» και τον «Φέρκεν Ντένκερ Μπέζφοφ» και τον «Μπερλικόφσκι»; Ποιος έφαγε τον πολιτισμό με το κουτάλι; Οι ταπεινές δηλώσεις: «Έκανα μια δουλειά, πήρα τις οδηγίες του σκηνοθέτη μου». Και οι τρομερές δηλώσεις: «Περίμενα, νομίζεις, τέτοια ανταπόκριση, να φωτογραφίζομαι δίπλα στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας;».
Ανάγνωση βιογραφικών με τρομερά σεμινάρια, και ζάναξ, πολλά ζάναξ, για να αντέξεις την πίεση της δουλειάς, και της δημοσιότητας και της φήμης και του αβέβαιου αύριο. «Είναι πρωταθλητισμός η Επίδαυρος, και μικρό δεν υπάρχει, να το γνωρίζεις. Μικρός ρόλος δεν υπάρχει, μικροί άνθρωποι υπάρχουν».
«Τι φεστιβαλάρα έχω εγώ», κραυγάζει η υπεύθυνη της Επιδαύρου, που μετρά την επιτυχία με τα πούλμαν, με το μποτιλιάρισμα μέχρι την Παλιά. Είναι και ο υπουργός που άλλα είπε στους ηθοποιούς και άλλα σε μια δημοσιογράφο, ότι καθόλου δεν του άρεσε και βαρέθηκε, αλλά γενικά όποιος βαρέθηκε είναι ασήμαντος απόψε.
Σημασία έχει ο θρίαμβος της βραδιάς και η πορεία για να φτάσουμε στην ταβέρνα γρήγορα, γιατί έχει σημασία πού και πώς θα κάτσεις στο τραπέζι, αν θα είσαι στην κεφαλή ή ανάμεσα στα πόδια των τραπεζιών και αν θα μπορείς να βγεις από τη θέση σου και να σηκωθείς και να φιληθείς με όσους περνάνε για να υποβάλουν τα σέβη τους, γιατί πώς θα υποβληθούν τα σέβη αν είσαι στριμωγμένος στην άλλη πλευρά του τραπεζιού, ανάμεσα σε δυο βήτα ρόλους που θέλουν να κλέψουν λίγη δόξα, και εν τω μεταξύ η πείνα είναι αδιανόητη, και έχει σκάσει και μια ηθοποιός διάσημη που μπορεί να είναι η Σούζαν Σάραντον αλλά και να μην είναι, γιατί μπορεί να είναι η Σάντρα Μπούλοκ ή η Τζούλιαν Μουρ, αλλά δεν έχει και σημασία.
«Έρχονται κάθε χρόνο, καλοί άνθρωποι, δεν λέω, καλοί μα φασαριόζοι, πάω κι εγώ πάνω στο θέατρο, τις βλέπω τις παραστάσεις… ξένοι σκηνοθέτες, αλλά δεν το γεμίζει ο ξένος, ο Έλληνας θέλει τον Έλληνα να δει, να θαυμάσει το πατριωτάκι του, να ‘χει και μετά να θάψει. Ένα χωριό είναι όλοι τούτοι, πιο μικρό από το δικό μας το χωριό είναι όλοι τούτοι μαζί. Άμα τους βάλεις ενωμένους, τους παστώσεις, τι είναι; Ένα χωριό, ούτε μια πλατεία δεν είναι όλοι μαζεμένοι και νομίζουνε αυτοί ότι πάνε ταξίδια μέσα από τις λέξεις και τα αυτά. Τι ταξίδια πάνε;» λέει ο άνθρωπος του χωριού χαζεύοντας τις ορδές που ψάχνουν πάρκινγκ.
Έχει φτάσει η ώρα της παραγγελίας και έχει έρθει και η Έλλη Πασπαλά αυτοπροσώπως να πει συγχαρητήρια, ναι, η Έλλη, που μια παράγοντας την μπερδεύει με τη Σαβίνα Γιαννάτου, όπως μπέρδεψε την Τζούλιαν με τη Σούζαν, και την αποκαλεί «Σαβίνα», γιατί θαυμάζει το έργο της Σαβίνας εννοείται. Και ενώ όλα πάνε κατά διαόλου εμφανίζεται επιτέλους η Βούλα, η μάνα του λόχου, η καρδιά της ταβέρνας, η χρυσοχέρα που τάισε την Παξινού και άλλους θρύλους, και σαν από μηχανής θεός, με το χασαπομάχαιρο στο χέρι για να κοπούν και οι ανοησίες, αρχίζει να παίρνει παραγγελία, ενώ η Έλλη, ή αλλιώς «Σαβίνα», με αγγελική φωνή τραγουδά σε μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου, μπροστά στη στημένη στο βάθρο της μπάντα, το ποίημα της Μάγια Αγγέλου «Still I rise», οδηγώντας μας στην ουτοπία που αχνοφαίνεται στην αργολική νύχτα.
Είναι σαν μια συνέχεια του κωμικού και σπαρακτικού «Δεκαήμερου» αυτή η παράσταση. Είναι μια βραδιά που συμβαίνει στη ζωή μας, αλλά είναι και όλη η ζωή μας σε μια βραδιά, για εμάς που δεν είμαστε ηθοποιοί αλλά έχουμε κοστούμια και σκηνικό και λόγια που κάνουν εντύπωση και θαυμαστές και εχθρούς και ματαιώσεις και φιλοδοξίες και πόνους κρυφούς. Όλα μπορούμε να τα ζήσουμε μια νύχτα στην Επίδαυρο.
Δείτε εδώ πληροφορίες για την παράσταση «Μια νύχτα στην Επίδαυρο»
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.