«ΜΙΚΡΟΙ ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ» είναι ο τίτλος του νέου έργου του Γιάννη Καλαβριανού που κάνει πρεμιέρα στις 3 Δεκεμβρίου στο Θέατρο Τέχνης.
Αφετηρία του νέου έργου του αποτέλεσε η ιστορία του «Μίχαελ Κόλχαας» του Χ. Φ. Κλάιστ, ενός από τα σημαντικότερα έργα της γερμανικής γλώσσας. Πρότυπο για τον Κόλχαας ήταν η αληθινή ιστορία του ληστή Χανς Κολχάζε, ο οποίος έδρασε στην περιοχή της Σαξονίας, από το 1534 έως το 1540.
Μεταφερόμαστε στον 16ο αιώνα, όταν ένας φιλήσυχος και νομοταγής πολίτης, ο εκτροφέας αλόγων Μίχαελ Κόλχαας, ξεκινά από το χωριό του στο Βρανδεμβούργο για να πουλήσει στη γειτονική Σαξονία τα άλογα που με πολύ κόπο εξέθρεψε. Ο νέος άρχοντας της περιοχής, όμως, του κλείνει τον δρόμο και του ζητά χρήματα και άδεια διέλευσης για να του επιτρέψει να συνεχίσει.
Κεντρικό θέμα του έργου είναι η δύναμη που μπορεί να αποκτήσει η φωνή του ενός, αλλά και τα άκρα στα οποία μπορεί να φτάσει μια λογική απαίτηση.
Ο Κόλχαας, που δεν είχε τίποτε από τα δύο, προτείνει να τον αφήσουν να περάσει για μία φορά και να τα φέρει επιστρέφοντας, αφήνοντας ως εγγύηση τα δύο καλύτερα άλογά του. Όταν γυρίζει όμως, τα βρίσκει εξαθλιωμένα, αφού τα είχαν υποχρεώσει σε εξαντλητικές εργασίες, και ζητά να αποζημιωθεί.
Ο άρχοντας τον ταπεινώνει, τον διώχνει και σκοτώνει τη γυναίκα του. Ο Κόλχαας προσπαθεί με κάθε έννομο τρόπο να δικαιωθεί. Το Κράτος, ο Νόμος και η Εκκλησία αδιαφορούν. Μη βρίσκοντας στήριξη από πουθενά και νιώθοντας τεράστια απογοήτευση, αποφασίζει να πάρει τον Νόμο στα χέρια του και πυρπολεί τη Βιτεμβέργη.
«Ένα ακόμη παγωμένο δάκρυ κύλησε στο μάγουλο του Κόλχαας.
Βλέπω έναν κήπο να 'ρχεται κατά πάνω μου. Ένα λιβάδι να σηκώνεται από τον βυθό
της θάλασσας, να βγαίνει στην επιφάνεια, να με παίρνει μαζί με όλους τους άλλους
και να μας πηγαίνει εκεί ψηλά που μόνο λουλούδια πρέπει να υπάρχουν.
Χρατς…χρατς…
Ήρθε η ώρα, να πάψει πια να χτυπά η καρδιά μου. Ανάξια ανθρωπότητα. Που δεν
μπορείς να σταματήσεις το κακό. Για σένα πια, είναι το ίδιο αδιάφορο αν νικά ή αν
ποδοπατιέται το καλό. Ήρθε η ώρα, να πάψει πια να χτυπά η καρδιά μου» (απόσπασμα του έργου).
Το μέτρο και η λογική γρήγορα καταλύονται. Διάφοροι άνθρωποι, απογοητευμένοι από την αδικία που βιώνουν καθημερινά, συντάσσονται δίπλα του και φτιάχνουν έναν μικρό στρατό που καίει, δολοφονεί και λεηλατεί. Ο ηγεμόνας προτείνει, έστω και αργά, να τον αποζημιώσει. Όμως, ο Κόλχαας δεν αρκείται πια σε αυτό. Ο στόχος του είναι πλέον, ο ίδιος ο ηγεμόνας και η υπόθεση δύο αλόγων απειλεί να διαλύσει μία ολόκληρη χώρα.
Κεντρικό θέμα του έργου είναι η δύναμη που μπορεί να αποκτήσει η φωνή του ενός, αλλά και τα άκρα στα οποία μπορεί να φτάσει μια λογική απαίτηση.
Ο Κόλχαας αδικήθηκε, αλλά μετατράπηκε σε τρομοκράτη. Μπορεί λοιπόν, ο καθένας να πάρει τον Νόμο στα χέρια του και μέχρι πού μπορεί να φτάσει για να διεκδικήσει το δίκιο του;
«Οι ιδέες του εξαπλώνονται με ταχύτητα μεγαλύτερη από φωτιά σε ξερόχορτα. Είναι σαν να έχουν όλοι τρελαθεί.
Πρώτα το παρατήρησαν οι ζωγράφοι…
Γερανοί άρχισαν να πετάνε από καμβάδες, τουλίπες σε νεκρές φύσεις να
μαραίνονται, ήρεμες θάλασσες να ανταριάζουν, οι άνδρες του Ντύρερ να
ανοιγοκλείνουν τα μάτια τους, να έχουν λόξυγγα οι Παρθένοι του Ραφαήλ.
Ακολούθησαν οι έμποροι…
Τα σκόρδα που κρέμονται στους τοίχους, ξαναβλασταίνουν, δέρματα περπατάνε από
τους πάγκους του τσαγκάρη και φεύγουν, σφαχτά στα τσιγκέλια των χασάπηδων
βογκάνε, ρούχα ξηλώνονται από μόνα τους, σφυριά και αμόνια τρέχουν πύρινα έξω
από τα σιδεράδικα…
Κεραμίδια ξεκολλάνε ένα ένα από τις στέγες κι εκτοξεύονται, παραθυρόφυλλα
ανοιγοκλείνουν σαν τρελά και πόρτες ξεκλειδώνονται και πάνε προς το δάσος να
ξαναγίνουν δέντρα.
Πουλιά παγώνουν ενώ πετάνε και πέφτουν σα βαρίδια στη γη και σκάνε,
το χώμα ανοιγοκλείνει και καταπίνει τα σπαρτά, τα σκυλιά κοιμούνται όρθια,
τα ρυάκια αλλάζουν πορεία και πηγαίνουν προς τα πίσω ή ξεραίνονται ξαφνικά, ή
βυθίζονται σε μια τρύπα και χάνονται, ψάρια πετάγονται στις όχθες και προσπαθούν
να ροκανίσουν πέτρες. Τα ήσυχα χωριουδάκια θυμίζουν πια πίνακες του Ιερώνυμου
Μπος.
Ιπτάμενα βατράχια κυνηγάνε αρουραίους, ψάρια καταπίνουν πλοία, μαϊμούδες
ιππεύουν δελφίνια, σαύρες μαστιγώνουν με τις ουρές τους γριές, μαύροι λαγοί
χουφτώνουν γυναίκες, χιμαιρικά διαόλια κλωτσάνε βόδια προς την άβυσσο,
καλόγριες το κάνουν με αρκούδες και καρδερίνες, περιμένουν πότε θα πεθάνουμε,
για να μας τραγουδήσουν. Είναι σαν να μας εχθρεύεται η πλάση…(απόσπασμα του έργου).
Η συζήτηση για τα ηθικά όρια μιας εξέγερσης, η καχυποψία και οι καθημερινά τεταμένες σχέσεις Πολίτη-Κράτους, τα περιστατικά αστυνομικής βίας και η συνεχής περιθωριοποίηση μη προνομιούχων ομάδων εξαιτίας κυρίως της φτώχειας κάνουν την ιστορία του Κόλχαας να μοιάζει εντελώς σημερινή και εκείνον, τον πιο σύγχρονο Ευρωπαίο πολίτη.
«Το έργο άρχισε να γράφεται το 2015. Αφορμή ήταν η τρομοκρατική επίθεση στα γραφεία του σατιρικού περιοδικού Charlie Hebdo στο Παρίσι. Ξεκίνησα να διαβάζω για το ιστορικό των βίαιων ταραχών στα γαλλικά προάστια και της σύγχρονης ριζοσπαστικοποίησης Γάλλων πολιτών.
Κι αν έχει γραφτεί από την Κρίστεβα το "πουθενά δεν είσαι περισσότερο ξένος απ’ όσο στη Γαλλία", το φαινόμενο να νιώθεις απροστάτευτος και αδικημένος, οπότε παρίας στην ίδια σου την χώρα, είναι τόσο παλιό όσο και η απαρχή της όποιας κοινωνικής δομής.
Ο Κλάιστ έγραψε τη νουβέλα "Μίχαελ Κόλχαας" 200 χρόνια πριν, εμπνευσμένος από την αληθινή ιστορία ενός άλλου αποκλεισμένου, που έζησε στην περιοχή του Βρανδεμβούργου, τον 16ο αιώνα. Και η νουβέλα του ήταν με τη σειρά της η έμπνευση για το "Μικροί πυροβολισμοί μέσα στη νύχτα", λέει ο σκηνοθέτης της παράστασης Γιάννης Καλαβριανός.
«Την ιστορία του Κόλχαας στην παράσταση αφηγούνται τα άλογά του. Πρόκειται για την πιο μινιμαλιστική και μάλλον τολμηρή μου σκηνοθεσία. Δεν υπάρχει καν σκηνικό και κανένα σκηνικό αντικείμενο, αλλά μόνο κοστούμια εμπνευσμένα από την ανατομία των αλόγων. Τέσσερις ηθοποιοί, ένας πιανίστας, η συνεχής μουσική, η απολύτως χορογραφημένη κίνηση και οι εναλλαγές σκοταδιού και φωτός συνθέτουν την αυστηρή παρτιτούρα αυτής της γοητευτικής, μα τόσο τραγικής ιστορίας».
«Είναι είκοσι οκτώ χρονών. Πολύ όμορφη
Πολύ.
Αλλά οι γυναίκες των φτωχών δεν αξίζουν δεκάρα.
Την χάσαμε από τα μάτια μας.
Με τράβηξε ένας φρουρός. Με ανέβασε από την πέτρινη στριφογυριστή σκάλα μέσα
στον Πύργο. Ο Βαρόνος μας ακολουθούσε. Ο φρουρός έφυγε. Ο Βαρόνος με πέταξε
σε έναν πάγκο. Και σταμάτησε να με κοιτάζει στα μάτια.
Δεν τη βρίσκαμε πουθενά. Τη φωνάζαμε σε όλο τον δρόμο μέχρι το υποστατικό.
Γύρισα στο σπίτι, χωρίς να ξέρω πόση ώρα πέρασε.
Ο Κόλχαας γυρίζει και τη βλέπει.
Οι κοτσίδες της έτρεμαν στις άκρες τους, σαν ουρές από γατάκια που τα πάτησε
κάρο…Τα σύννεφα, σαν τεράστιες βαμβακένιες μπάλες, πέρναγαν ξυστά από τις
κορυφές των κυπαρισσιών…
Τα πόδια μου ήταν πιο βαριά από ποτέ, δεν με ακολουθούσαν, σαν να πήγαινε το
κεφάλι μου μπροστά και τα πόδια μου να έμεναν πίσω.
Τα χέρια της έπεσαν σαν να ήταν έτοιμα να ξεκολλήσουν.
Και τρέχει να την προλάβει πριν σωριαστεί.
Την έβαλε να ξαπλώσει στο στρώμα που γέννησε τα παιδιά τους.
Ήταν γεμάτο με φλούδες από καλαμπόκια. Το καλοκαίρι, όταν είχε πατηθεί πολύ,
το ξήλωνα σε μια άκρη και το γέμιζα ξανά με καινούριες φλούδες, για να είναι
αφράτο. Και μετά, ξανά έραβα το άνοιγμα με μια χοντρή βελόνα. Και κάνανε τα
καλαμπόκια χρατς χρατς…όταν ξαπλώναμε…
Αγάπη μου…
Ένα ακόμη παγωμένο δάκρυ κύλησε στο μάγουλο του Κόλχαας.
Βλέπω έναν κήπο να ρχεται κατά πάνω μου. Ένα λιβάδι να σηκώνεται από τον βυθό
της θάλασσας, να βγαίνει στην επιφάνεια, να με παίρνει μαζί με όλους τους άλλους
και να μας πηγαίνει εκεί ψηλά που μόνο λουλούδια πρέπει να υπάρχουν.
Χρατς…χρατς…
Ήρθε η ώρα, να πάψει πια να χτυπά η καρδιά μου. Ανάξια ανθρωπότητα. Που δεν
μπορείς να σταματήσεις το κακό. Για σένα πια, είναι το ίδιο αδιάφορο αν νικά ή αν
ποδοπατιέται το καλό. Ήρθε η ώρα, να πάψει πια να χτυπά η καρδιά μου».(απόσπασμα του έργου).
«Μικροί πυροβολισμοί μέσα στη νύχτα»
Ένα νέο έργο με αφορμή τη νουβέλα «Μίχαελ Κόλχαας» του Χάινριχ Φον Κλάιστ
Από την Εταιρεία Θεάτρου Sforaris
Κείμενο-Σκηνοθεσία: Γιάννης Καλαβριανός
Κοστούμια: Βάνα Γιαννούλα
Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλους
Επιμέλεια κίνησης: Αλεξία Μπεζίκη
Παίζουν: Γιώργος Γλάστρας, Χριστίνα Μαξούρη, Μάνος Πετράκης, Γιώργος Σαββίδης
Μουσικός επί σκηνής: Σταύρος Διαμαντόπουλος
Θέατρο Τέχνης - Φρυνίχου
13/12-22/2
Δευτέρα-Τρίτη, 21:00