Νέοι (ή λιγότερο νέοι) άνδρες, μόνοι, ψάχνουν

Νέοι (ή λιγότερο νέοι) άνδρες, μόνοι, ψάχνουν Facebook Twitter
Στιβαρός, δοτικός, τρυφερά συνδεδεμένος με τον ρόλο του, ο Μάκης Παπαδημητρίου στο «Κρυπτόγαμα» έπλασε ένα ζωντανό, συγκινητικό πορτρέτο του Μιχάλη, της καταπιεσμένης θηλυκότητας που αναγκάζεται να ζει διπλή ζωή. Φωτ.: Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου
0

Ένας ηθοποιός στέκεται μόνος πάνω στη σκηνή. Το σώμα του πολύτιμο. Αναντικατάστατο. Είναι η αρχή του παντός: ενσαρκώνει τον ρόλο, εκφέρει τον λόγο, γεννά τα συναισθήματα, εγγυάται τη συνοχή, την επικοινωνία, το νόημα. Όλα τα βλέμματα σκαρφαλώνουν πάνω του. Οι ανάσες συντονίζονται με τη δική του. Kρέμονται από κάθε τίναγμα του κεφαλιού του, κάθε πετάρισμα των βλεφάρων του. Περιμένουμε την αποκάλυψη: τον μικρό θεό να κάνει το θαύμα του. Να μας μιλήσει, να μας σαγηνεύσει, να μας συνεπάρει. Μεγάλες προσδοκίες, παντοτινές... 

Τι θα συνέβαινε, όμως, αν κάποιος αποφάσιζε να αλλάξει τη φύση αυτής της σχέσης; Να πειράξει τους κανόνες του παιχνιδιού;   

Παρακολουθώντας διαδοχικά, το ίδιο βράδυ, στην Πειραιώς 260, το «Κρυπτόγαμα» και το «Looking for a Missing Employee», ένιωσα να διασχίζω μια μαγική τάφρο. Μέσα σε λίγα βήματα, τόσα όσα χρειάζονται για να πάει κανείς από το κτίριο Η στο Δ, βρέθηκα από το «τότε» στο «τώρα». Από το αυτονόητο, το αναμενόμενο, το οικείο, στο απρόβλεπτο, το διαφορετικό, το αταξινόμητο. 

Καίτοι ο καλλιτέχνης «απουσιάζει» από τη σκηνή, η φυσική παρουσία του, ακόμη κι αν επιλέγουμε να την αγνοούμε, δημιουργεί μια ένταση μεταξύ του «εδώ» και του «εκεί», του «μπροστά» και του «πίσω», του φανερού και του όχι-τόσο-φανερού, επιφέροντας διακριτικούς τριγμούς στο οικοδόμημα των κλασικών διπόλων.

Στιβαρός, δοτικός, τρυφερά συνδεδεμένος με τον ρόλο του, ο Μάκης Παπαδημητρίου στο «Κρυπτόγαμα» έπλασε ένα ζωντανό, συγκινητικό πορτρέτο του Μιχάλη, της καταπιεσμένης θηλυκότητας που αναγκάζεται να ζει διπλή ζωή στο άκρως συντηρητικό περιβάλλον της κλειστής νησιωτικής κοινωνίας όπου μεγάλωσε. Το πρωί στο «χασαπιό» πνίγεται στην «αφόρητη μπόχα από αίμα, σπλάχνα, κρέας», το βράδυ στη ρεματιά προσφέρεται σε αγνώστους βιώνοντας μια «παράξενη ελευθερία... κάθε φορά που έπεφτα στα τέσσερα σα θηλυκό». 

Λόγος ρυθμικός, εύηχος, άμεσος, διάστικτος με στιγμές ποιητικές, μια υποκριτική απέριττη, χωρίς εντυπωσιασμούς, σμιλεμένη από έναν έμπειρο ηθοποιό που μας εντάσσει στον κόσμο της ηρωίδας αποφεύγοντας κάθε νατουραλιστικό «πειρασμό», επιτρέποντας στη φαντασία μας να συνθέσει τις δικές της εικόνες, να γευτεί την ηδονή και την οδύνη μιας βασανισμένης ύπαρξης που αγωνίζεται για την επιθυμία της, αλλά συνθλίβεται τελικά από το ασφυκτικά ομοφοβικό περιβάλλον που την οδηγεί στην αυτοκτονία. Όμως αυτό, καίτοι ευγενές, δεν αποδεικνύεται αρκετό: ούτε το κείμενο, ούτε η ερμηνεία, ούτε η σκηνοθεσία, ούτε η σκηνογραφία (ένα ρημαγμένο χασάπικο), τίποτε από όλα αυτά, μόνο του ή όλα μαζί, δεν προσφέρουν κάποια αληθινή πρόκληση στον θεατή, ακόμη κι αν ενίοτε τον συγκινούν. Η γνώριμη θεατρική συνθήκη –εκείνη που βασίζεται στην παντοδυναμία του ηθοποιού ως υπέρτατης πηγής νοηματοδότησης της εμπειρίας μας– δεν παρουσιάζει καμία ρωγμή. Ο διχασμός της ηρωίδας δεν αντικατοπτρίζεται σε κανένα από τα στοιχεία παράστασης, η φόρμα δεν ταλανίζεται από κανέναν κραδασμό, παραμένει μονοσήμαντη και συμπαγής από την αρχή ως το τέλος.   

Νέοι (ή λιγότερο νέοι) άνδρες, μόνοι, ψάχνουν Facebook Twitter
Ο διχασμός της ηρωίδας δεν αντικατοπτρίζεται σε κανένα από τα στοιχεία παράστασης, η φόρμα δεν ταλανίζεται από κανέναν κραδασμό, παραμένει μονοσήμαντη και συμπαγής από την αρχή ως το τέλος.   

Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει στην περίπτωση του Ραμπί Μρουέ, του Λιβανέζου ηθοποιού, σκηνοθέτη και εικαστικού καλλιτέχνη που φιλοξενήθηκε στο Φεστιβάλ με τον «Χαμένο υπάλληλό» του. Ο Μρουέ αρνείται εξαρχής να «υποταχθεί» στην καθιερωμένη συνθήκη των θεατρικών μονολόγων – όχι για λόγους «πρωτοτυπίας» αλλά για λόγους ουσίας, με αξιοσημείωτες οντολογικές και πολιτικές προεκτάσεις. 

Τοποθετεί στο κέντρο της σκηνής ένα τραπέζι και μια καρέκλα, δεν «κάθεται», όμως, ο ίδιος εκεί αλλά η «εικόνα» του, όπως αυτή προβάλλεται ζωντανά σε μια οθόνη προσαρμοσμένη στην επιφάνεια του επίπλου. Πίσω από την κατασκευή αυτή, υπερυψωμένες, βρίσκονται δύο άλλες οθόνες, τεράστιες, στη μία εκ των οποίων, την αριστερή, καταγράφονται (από τον συνεργάτη του καλλιτέχνη), εν είδει σχεδιαγράμματος, όλα τα ονόματα, οι αριθμοί, οι χρονολογίες και οι φράσεις-κλειδιά της υπό εξέταση υπόθεσης, έτσι όπως αυτές αναδύονται στον πραγματικό χρόνο της παράστασης. Τέλος, στην πίσω δεξιά οθόνη βλέπουμε τα αποκόμματα των εφημερίδων που συνέλεξε ο Μρουέ πριν από πολλά χρόνια, όταν «έσκασε» στην επικαιρότητα η είδηση της εξαφάνισης του Ραφάτ Σουλεϊμάν, κατώτερου υπαλλήλου του υπουργείου Οικονομικών του Λιβάνου. 

Νέοι (ή λιγότερο νέοι) άνδρες, μόνοι, ψάχνουν Facebook Twitter
Σίγουρα, ο Μρουέ δεν αναλαμβάνει ρόλο «ντετέκτιβ», ούτε αποσκοπεί στην απόδοση ευθυνών, στον στιγματισμό των «ενόχων» ή στη δημοσιοποίηση εξακριβωμένων απαντήσεων.

Έχοντας ήδη πάρει τη θέση του στην έκτη ή έβδομη σειρά της πλατείας, ο Μρουέ αρχίζει την απολαυστική αφήγησή του οδηγώντας μας σταδιακά, μεθοδικά, με σαρωτικό χιούμορ, μέσα από την παράνοια ετούτης της ιστορίας που απασχόλησε σπασμωδικά τον Τύπο της χώρας του το μακρινό 1996, όταν ο καλλιτέχνης ζούσε ακόμη εκεί και το περιστατικό –για την ακρίβεια όσα γράφονταν γύρω από αυτό, άκρως αντικρουόμενα μεταξύ τους– ερέθισε την περιέργειά του. Πώς εξαφανίστηκε ο Σουλεϊμάν; Έκλεψε πράγματι χρήματα από το ταμείο του υπουργείου; Κι αν ναι, πόσα; Τριάμισι εκατομμύρια ή τριάντα πέντε δισεκατομμύρια; (Το νούμερο άλλαζε από μέρα σε μέρα στα ρεπορτάζ.) Τι απέγινε; Είναι ζωντανός ή νεκρός; Δραπέτευσε σ’ ένα απομακρυσμένο χωριό στα σύνορα με το Ισραήλ ή μήπως κρύβεται στην Αίγυπτο; Απουσία αποδεικτικών στοιχείων, υποψίες, αλληλοκατηγορίες υπουργών, συλλήψεις υπόπτων –μεταξύ των οποίων και της συζύγου του–, σχόλια για τον χαρακτήρα του αγνοούμενου αποτυπώνονται γλαφυρά στο κολάζ που στοιχειοθετεί ο Μρουέ προσπαθώντας να ενώσει τα κομμάτια του μυστηρίου. Προσοχή, βέβαια: «Αυτή η περφόρμανς δεν επιχειρεί να αποδείξει ποιος είναι το θύμα και ποιος ο εγκληματίας. Δεν επιδιώκει να εντοπίσει την αλήθεια ή τη μη αλήθεια», μας προειδοποιεί στην έναρξη ένα σύντομο κείμενο που εμφανίζεται στην αριστερή οθόνη. 

Σίγουρα, ο Μρουέ δεν αναλαμβάνει ρόλο «ντετέκτιβ», ούτε αποσκοπεί στην απόδοση ευθυνών, στον στιγματισμό των «ενόχων» ή στη δημοσιοποίηση εξακριβωμένων απαντήσεων. Αυτό που τον αφορά είναι η υπονόμευση των βεβαιοτήτων, η αποσταθεροποίηση της πάγιας συνθήκης θεατή-θεάματος-ερμηνευτή, η παραγωγή καίριων ερωτημάτων: ποιος είναι ο τόπος όπου κατοικεί η αλήθεια; Ποιος είναι ο ισχυρότερος πομπός της; Το σώμα του ηθοποιού, που κάθεται ανάμεσά μας, ή η εικόνα του προσώπου και των χεριών του που προβάλλονται, μέσω κάμερας, στις οθόνες; Υπάρχει μία μοναδική αλήθεια ή μήπως αυτή αναδύεται μέσα από πολλαπλές, ενίοτε αντιφατικές, εστίες, μέσα από το ντεριντιανό «παιχνίδι των διαφορών»; 

Νέοι (ή λιγότερο νέοι) άνδρες, μόνοι, ψάχνουν Facebook Twitter
Το βλέμμα μας ταξιδεύει πότε στη μικρή οθόνη, πότε στις μεγάλες, χωρίς κανένας να μας υπαγορεύει πού να επιμείνουμε, τι είναι πιο σημαντικό ως προς την εκμαίευση της όποιας αλήθειας.

«Ακόμη και ο καλλιτέχνης εξαφανίζεται», έγραψε ένας ξένος κριτικός για τον Μρουέ, συλλαμβάνοντας τόσο εύστοχα την πολλαπλή διάσταση ετούτης της ιδιότυπης παράστασης, που κινείται στα όρια της έρευνας, της πολιτικής σάτιρας, της stand-up (ή μήπως της sit-down) κωμωδίας, και της εικαστικής περφόρμανς-διάλεξης. «Ο αγνοούμενος είναι κάποιος που είναι παρών, αλλά δεν μπορούμε να τον δούμε, κάποιος που είναι και δεν είναι εδώ, κάποιος που χάθηκε, αλλά ενδέχεται να ξαναγυρίσει», λέει ο ηθοποιός μιλώντας για τον Σουλεϊμάν, αν και θα μπορούσε κάλλιστα να αναφέρεται στον εαυτό του. 

Καίτοι ο καλλιτέχνης «απουσιάζει» από τη σκηνή, η φυσική παρουσία του, ακόμη κι αν επιλέγουμε να την αγνοούμε, δημιουργεί μια ένταση μεταξύ του «εδώ» και του «εκεί», του «μπροστά» και του «πίσω», του φανερού και του όχι-τόσο-φανερού, επιφέροντας διακριτικούς τριγμούς στο οικοδόμημα των κλασικών διπόλων. Πού εκτυλίσσεται το θεατρικό συμβάν; Κάθε θεατής, ανάλογα με τη θέση του στην αίθουσα, εξασφαλίζει μια διαφορετική οπτική: άλλοι βλέπουν την πλάτη του ερμηνευτή, άλλοι το προφίλ του, άλλοι (όπως εγώ, στη δεύτερη σειρά) δεν εισπράττουν τίποτε από αυτά, παρά μόνον μια αδιόρατη αίσθηση της αύρας και της ενέργειάς του. Το βλέμμα μας ταξιδεύει πότε στη μικρή οθόνη, πότε στις μεγάλες, χωρίς κανένας να μας υπαγορεύει πού να επιμείνουμε, τι είναι πιο σημαντικό ως προς την εκμαίευση της όποιας αλήθειας. Η πλατεία γίνεται μέρος της σκηνής και ο ίδιος ο καλλιτέχνης θεατής του θεάματός του. 

Ο Μρουέ δεν μας αφήνει απλώς να αισθανθούμε τη ρευστή, αλληλοσυμπληρούμενη συνύπαρξη των ποικιλόμορφων σημείων του θεατρικού συμβάντος∙ εκθέτει την ίδια την έννοια της κατασκευής στη διερευνητική διάθεσή μας: σε ιδεολογικό επίπεδο δείχνει πώς κατασκευάζεται ένα «σκάνδαλο» (μέσα από την παραπλάνηση του Τύπου και της κοινής γνώμης, την αποσιώπηση δεδομένων, την επινόηση υπόπτων κ.ο.κ.)∙ σε θεατρικό επίπεδο αποδεικνύει έμπρακτα, εναρμονίζοντας απόλυτα φόρμα και περιεχόμενο, ότι η κατασκευή αυτή (η καλλιτεχνική όσο και η κοινωνικοπολιτική) δεν διαθέτει ένα κέντρο, μοναδικό και αναντικατάστατο (τον «πανίσχυρο» ηθοποιό επί σκηνής), ακριβώς όπως η εξουσία, κατά τον Φουκό, δεν εδράζεται σε ένα προβεβλημένο, οριοθετημένο, προνομιακό σημείο, αλλά διαχέεται παντού και λειτουργεί απρόβλεπτα, μέσα από την αλληλεπίδραση ή/και σύγκρουση διαρκώς μεταβαλλόμενων δυνάμεων και συναρμογών.  

Δείτε εδώ περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Κρυπτόγαμα» του Μιχάλη Αλμπάτη, σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη

Δείτε εδώ περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Looking for a Missing Employee» σε κείμενο-σκηνοθεσία του Ραμπί Μρουέ

«Η αγαπημένη του κυρίου Λιν»

Νέοι (ή λιγότερο νέοι) άνδρες, μόνοι, ψάχνουν Facebook Twitter
Η εικόνα του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη/αφηγητή συνδιαλέγεται (βουβά) με τον, ελαφρώς μεγαλύτερο ηλικιακά, «κλώνο» του. Φωτ.: Mike Rafail

Έχοντας όλες αυτές τις σκέψεις στο μυαλό μου, καταλήγω, πέντε μέρες μετά, στον τρίτο κατά σειρά μονόλογο-πρόταση του Φεστιβάλ Αθηνών στο κοινό του. Η «Αγαπημένη του κυρίου Λιν» μας καλεί και αυτή να αναμετρηθούμε με τη δεσπόζουσα παρουσία ενός ηθοποιού που μεταφέρει στο κοινό μια ιστορία απώλειας, μοναξιάς, αποξένωσης και απόγνωσης, όπως αυτή σκιαγραφείται μέσα από την περίπτωση του ηλικιωμένου μετανάστη, κυρίου Λιν. 

Ο Βέλγος σκηνοθέτης της παράστασης εμφανίζεται αρκετά «υποψιασμένος» ως προς την ανάγκη δημιουργίας ενός οπτικού και ηχητικού περιβάλλοντος που θα συνομιλήσει με το σώμα του ηθοποιού, ανοίγοντας για τον θεατή γόνιμες γραμμές δια-φυγής από την κλασική μονολογική συνθήκη που περιγράψαμε στην αρχή. Ως εκ τούτου, στην υπερμεγέθη οθόνη, στο βάθος της σκηνής, σημειώνεται μια διαρκής δραστηριότητα: η εικόνα του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη/αφηγητή συνδιαλέγεται (βουβά) με τον, ελαφρώς μεγαλύτερο ηλικιακά, «κλώνο» του, ενώ, άλλες στιγμές, η οθόνη γεμίζει φράσεις που «τρέχουν», κατρακυλούν, ξεθωριάζουν και ξαναφουντώνουν, αναπαράγοντας διαλόγους του κυρίου Λιν με τη διερμηνέα/νοσοκόμα, ή απομονώνοντας λέξεις/έννοιες που κρίνονται σημαίνουσες για τον κόσμο του ήρωα. Τα ουσιαστικά «Άντρας», «Γυναίκα», «Παιδί» είναι ίσως εκείνα που επαναλαμβάνονται πιο εμμονικά, ενώ το όνομα της μικρής εγγονής του κυρίου Λιν –Σανγκ Ντιου– δεν εγκαταλείπει την οθόνη ποτέ. 

Παράλληλα, ο ηθοποιός, ωσάν αυτοσχέδιος μουσικός, πότε πατά τα πλήκτρα ενός ηλεκτρονικού «μεταλλόφωνου», πότε τρίβει το πάτωμα με «γυαλόχαρτο» (ο ήχος του οποίου μετατρέπεται την επόμενη στιγμή σε παφλασμό κυμάτων), και πότε παράγει «παράσιτα» από ένα παλιό ραδιόφωνο, το ίδιο που κρατάει αργότερα υπό μάλης στη σκηνή του προθανάτιου ονείρου, σκαρφαλωμένος σε μια καρέκλα, με το πρόσωπο φωτισμένο και τη φωνή του ηχογραφημένη, εγείροντας αναμνήσεις του μπεκετικού «Κραπ».

Θα μπορούσε να παρουσιάζει ενδιαφέρον ετούτη η συνέργεια σύγχρονης και vintage/χειροποίητης τεχνολογίας, που εναποθέτει μικρές πιτσιλιές χρώματος πάνω στον καμβά της αφήγησης. Δυστυχώς, όμως, το αποτέλεσμα δεν είναι παρά μόνον αυτό: μικρές πιτσιλιές. Χαριτωμένα γραφιστικά ευρήματα (η «ουρά» του γράμματος «η» που μακραίνει προαναγγέλλοντας τη λέξη «πηγή»), λέξεις-κομφετί που σπινθηροβολούν ανέμελες κομίζοντας μιαν επίφαση ποιητικότητας, ηχητικοί πειραματισμοί, όλα αυτά μας διασκεδάζουν ενδεχομένως, γαργαλούν την προσοχή μας, επί της ουσίας, όμως, δεν προσδίδουν βάθος στην εμπειρία μας, χαρίζουν μονάχα έναν ανώδυνο αντιπερισπασμό απέναντι στην αφόρητη μονοτονία και την «παραμυθένια» αφέλεια της κύριας αφηγηματικής δράσης, την οποία έχει επωμισθεί ο ηθοποιός, και η οποία μας αφήνει τελικά αδιάφορους. 

Δείτε εδώ περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Η αγαπημένη του κυρίου Λιν» του Φιλίπ Κλοντέλ, σε σκηνοθεσία Γκι Κασίερς

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μέσα στον θησαυρό με τις εμβληματικές φορεσιές της Δόρας Στράτου

Θέατρο / «Κάποτε έδιναν τις φορεσιές για έναν πλαστικό κουβά, που ήταν ό,τι πιο μοντέρνο»

Μια γνωριμία με τη μεγάλη κληρονομιά της Δόρας Στράτου μέσα από τον πλούτο αυθεντικών ενδυμάτων που δεν μπορούν να ξαναραφτούν σήμερα και συντηρούνται με μεγάλο κόπο, χάρη στην αφοσίωση και την εθελοντική προσφορά μιας ομάδας ανθρώπων που πιστεύουν και συνεχίζουν το όραμά της.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Βασιλική Δρίβα: «Με προσβάλλει να με χρησιμοποιούν σαν καθρέφτη για την ανωτερότητά τους»

Οι Αθηναίοι / Βασιλική Δρίβα: «Με προσβάλλει να με χρησιμοποιούν σαν καθρέφτη για την ανωτερότητά τους»

Ανατρέποντας πολλά από τα στερεότυπα που συνοδεύουν τους ανθρώπους με αναπηρία, η Βασιλική Δρίβα περιγράφει τις δυσκολίες που αντιμετώπισε αλλά και τις χαρές, και μπορεί πλέον να δηλώνει, έστω δειλά, πως είναι ηθοποιός. Είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ξαναγράφοντας τον Ίψεν

Θέατρο / Ο Ίψεν στον Πειραιά, στο μουράγιο

«Δεν είναι εύκολο να είσαι ασυμβίβαστη. Όπως δεν είναι εύκολο να ξαναγράφεις τον Ίψεν» – Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για την παράσταση «Εχθρός του λαού» σε διασκευή και σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Βασιλακόπουλου.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
«Δυσκολεύτηκα να διαχειριστώ τις αρνητικές κριτικές και αποσύρθηκα για έναν χρόνο»

Lifo Videos / «Δυσκολεύτηκα να διαχειριστώ τις αρνητικές κριτικές και αποσύρθηκα για έναν χρόνο»

Η ηθοποιός Παρασκευή Δουρουκλάκη μιλά για την εμπειρία της με τον Πέτερ Στάιν, τις προσωπικές της μάχες με το άγχος και την κατάθλιψη, καθώς και για το θέατρο ως διέξοδο από αυτές.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΛΑΡΗΣ
Μαρία Σκουλά: «Πιστεύω πολύ στο χάος μέσα μου»

Θέατρο / Μαρία Σκουλά: «Πιστεύω πολύ στο χάος μέσα μου»

Από τον ρόλο της Μάσα στην πραγματική ζωή, από το Ηράκλειο όπου μεγάλωσε μέχρι τη ζωή με τους ανθρώπους του θεάτρου, από τον φόβο στην ελευθερία, η ζωή της Μαρίας Σκουλά είναι ένας δρόμος μακρύς και δύσκολος που όμως την οδήγησε σε κάτι δυνατό και φωτεινό.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μια νέα παράσταση χαρτογραφεί το χάσμα μεταξύ γενιάς Z και γενιάς X

Θέατρο / Μια νέα παράσταση χαρτογραφεί το χάσμα μεταξύ γενιάς Z και γενιάς X

Μέσα από την εναλλαγή αφηγήσεων, εμπειριών, αναπαραστάσεων, χορού, βίντεο και ήχου, η παράσταση του Γιώργου Βαλαή αναδεικνύει τις διαφορές αλλά και τις συνδέσεις που υπάρχουν μεταξύ των δυο διαφορετικών γενεών.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ρομέο Καστελούτσι: «Όπου παρεμβάλλεται το κράτος, δεν υπάρχει χώρος για τον έρωτα. Ο έρωτας είναι εναντίον του κράτους και το κράτος εναντίον του έρωτα».

Θέατρο / Ρομέο Καστελούτσι: «Πάντα κάποιος πολεμά τον έρωτα. Και οι εραστές είναι πάντα τα θύματα»

Ο σπουδαίος Ιταλός σκηνοθέτης, λίγο πριν επιστρέψει στην Αθήνα και στη Στέγη για να παρουσιάσει τη «Βερενίκη» του, μας μίλησε για τον έρωτα, τη γλώσσα και τη μοναξιά, την πολιτική και την ανυπέρβλητη Ιζαμπέλ Ιπέρ.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
CHECK How soon is now: Μια παράσταση για τους μετεξεταστέους της συστημικής ιστορίας

Θέατρο / How soon is now: Μια παράσταση για τους μετεξεταστέους της Iστορίας

Σκηνοθετημένη από έναν νέο δημιουργό, η παράσταση που βασίζεται στο τελευταίο κείμενο της Γλυκερίας Μπασδέκη επιχειρεί έναν διάλογο με μία από τις πιο σκοτεινές περιόδους της ελληνικής ιστορίας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Αγορίτσα Οικονόμου

Αγορίτσα Οικονόμου / «Πέφτω να κοιμηθώ και σκέφτομαι ότι κάτι έχω κάνει καλά»

Βρέθηκε να κυνηγάει το όνειρο της υποκριτικής, χωρίς να γνωρίζει τον τρόπο, αλλά με τη βεβαιότητα ότι δεν ήθελε ποτέ να μείνει με την απορία «γιατί δεν το έκανα;». Μέσα από σκληρή δουλειά και πολλούς μικρούς ρόλους, κατάφερε να βρει τον δρόμο της στην τέχνη, στον οποίο προχωρά και αισθάνεται τυχερή. Η Αγορίτσα Οικονόμου είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ 

Θέατρο / «Αν κλάψω με ένα έργο, είμαι σε καλό δρόμο»

Ο Χρήστος Θεοδωρίδης, που έχει σκηνοθετήσει με επιτυχία δύο έργα φέτος, του Βιριπάγιεφ και της Αναγνωστάκη, εξηγεί γιατί τον ενδιαφέρουν τα κείμενα που μιλάνε στον άνθρωπο σήμερα, ακόμα κι αν σε αυτά ακούγονται ακραίες απόψεις που ενοχλούν και τον ίδιο.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Να είσαι γκέι στη Νέα Υόρκη

Θέατρο / «Η Κληρονομιά μας»: Τι αποκομίσαμε από την εξάωρη παράσταση στο Εθνικό

«Μία ποπ queer saga, παραδομένη πότε στη μέθη των κοκτέιλ Μανχάταν και πότε στο πένθος μιας αλησμόνητης συλλογικής απώλειας» – Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για το πολυβραβευμένο έργο του Μάθιου Λόπεζ, που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα από τον Γιάννη Μόσχο.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
«Δεν είμαι ασεβής, ούτε ιδιοσυγκρασιακή ούτε αιρετική»

Θέατρο / «Δεν είμαι ασεβής, ούτε ιδιοσυγκρασιακή, ούτε αιρετική»

Μετά την Ορέστεια του Στρίντμπεργκ και τις πρόβες για το έργο του Βασίλη Βηλαρά, η Λένα Κιτσοπούλου μιλάει για προσδοκίες και αποφάσεις, για επιτυχίες και απορρίψεις, για το «σύστημα» μέσα στο οποίο δουλεύει και για όλους εκείνους τους χαρακτηρισμούς που της αποδίδουν.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Με Μαρμαρινό, Κουρεντζή, Ράσσε, Mouawad και Ζυλιέτ Μπινός στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Επιδαύρου

Πολιτισμός / Μαρμαρινός, Κουρεντζής, Ράσε, Mouawad και Ζιλιέτ Μπινός στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Επιδαύρου

Καλλιτέχνες με ιστορικό ίχνος στην Επίδαυρο θα παρουσιάσουν τη δουλειά τους δίπλα σε ξένους και άλλους Έλληνες δημιουργούς, ενώ στις 19 Ιουλίου θα ακούσουμε την ορχήστρα Utopia υπό τη διεύθυνση του Θ. Κουρεντζή.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μπορεί το ελληνικό θέατρο να σατιρίσει τον εαυτό του;      

Θέατρο / Μπορεί το ελληνικό θέατρο να σατιρίσει επιτυχημένα τον εαυτό του;      

«Αν θες να αναμετρηθείς με κάτι, αν θες να πας στην ουσία, πρέπει να πονέσεις» – Κριτική για την πολυσυζητημένη παράσταση «Merde!» των Βασίλη Μαγουλιώτη και Γιώργου Κουτλή στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Ο Γιάννος Περλέγκας βρίσκει τη χαρά της δημιουργίας στη φλόγα για συνύπαρξη

Θέατρο / «Έχω νιώσει ακατάλληλος και παρωχημένος δεινόσαυρος μέσα στο θεατρικό τοπίο που αλλάζει»

Με αφορμή το έργο του Μπέρνχαρντ «Η δύναμη της συνήθειας», ο Γιάννος Περλέγκας μιλά με ταπεινότητα και πάθος για το θέατρο, με το οποίο συνεχίζει να παλεύει και που διαρκώς τον νικά. Αυτό, όμως, είναι που τον κρατά ζωντανό.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Άρης Χριστοφέλλης

Όπερα / «Ακόμα και όσοι θαυμάζουν σχεδόν ειδωλολατρικά την Κάλλας, λίγα γνωρίζουν για την τέχνη της»

Ο κόντρα τενόρος Άρης Χριστοφέλλης, επιστημονικός σύμβουλος του ντοκιμαντέρ «Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία: Τα άγνωστα ελληνικά χρόνια της Κάλλας», εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η θρυλική σοπράνο παραμένει μια ανυπέρβλητη καλλιτέχνιδα.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Αργυρώ Χιώτη: Ένα «αουτσάιντερ» στο τιμόνι του Εθνικού Θεάτρου

Θέατρο / Αργυρώ Χιώτη: Ένα «αουτσάιντερ» στο τιμόνι του Εθνικού Θεάτρου

Ποια είναι τα προσωπικά της στοιχήματα και ποιες είναι οι προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η νέα καλλιτεχνική διευθύντρια του Εθνικού - η πρώτη γυναίκα που αναλαμβάνει αυτή τη θέση από το 1994.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ