Ο Βασιλιάς Ληρ είναι ένα από τα σπουδαιότερα κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, στο οποίο αποκαλύπτεται όλη η ανθρώπινη φύση – από τη γέννα μέχρι το τελευταίο λεπτό της ζωής μας. Η μοναξιά, τα όνειρα και τα οράματα, οι πληγές που ανοίγουν και αδυνατούμε να τις αντέξουμε. Είναι ένα έργο για εμάς, για το θέατρο και το πώς κάνουμε θέατρο. Σαν να βρισκόμαστε στη μεγάλη σκηνή που είναι η ίδια η ζωή, η οποία εμπεριέχει όλα αυτά που μας συμβαίνουν όσο διαρκεί – είναι ένα έργο για τις απώλειες». Κάπως έτσι εξηγεί το σκεπτικό του έργου η Λίβια Παντούρ, δραματουργός της παράστασης που ανεβάζει ο Γιώργος Κιμούλης στην Πειραιώς 260, αδελφή και μόνιμη συνεργάτις του Σλοβένου σκηνοθέτη Τομάζ Παντούρ, ενός σκηνοθέτη με πολύ ιδιαίτερο αισθητικό στίγμα, που ζει κι εργάζεται στην Ισπανία. Ο Έλληνας πρωταγωνιστής τον θαυμάζει τόσο, ώστε του πρότεινε να έρθει στην Αθήνα για να στήσουν μαζί το κορυφαίο αυτό έργο του Σαίξπηρ – για τον ίδιο θα είναι ο ένατος σαιξπηρικός ρόλος.
Συνεχώς βιώνουμε την αδυναμία μας να συνυπάρξουμε με άλλους ανθρώπους, σεβόμενοι τις διαφορές που έχουν σε σχέση μ' εμάς και θεωρώντας τες ενωτικά στοιχεία, που δεν θα μας οδηγήσουν στον διαχωρισμό και πολλές φορές σε σύγκρουση με τον άλλον ή, πολλές φορές, και στο να αποκλείσουμε τον άλλον.
Η Παντούρ, την οποία συνάντησα στα παρασκήνια του Κτιρίου Δ του οικοδομικού συμπλέγματος του Φεστιβάλ Αθηνών, μαζί με ολόκληρο το ισπανικό επιτελείο του Παντούρ που ήρθε για τον Ληρ στην Ελλάδα, έχει κάνει τη διασκευή του επικών διαστάσεων έργου που γράφτηκε περί το 1603, αλλά έχει τις καταβολές του σε ένα λαϊκό κέλτικο παραμύθι. Ποια είναι η βασική δομή της δικής της εκδοχής; «Το σημαντικό είναι ότι έχουμε δύο οικογένειες, του Γκλόστερ και του Ληρ. Κρατήσαμε οκτώ χαρακτήρες επάνω στους οποίους επικεντρωνόμαστε. Ένας πατέρας και οι τρεις κόρες του, τις οποίες χάνει, κι ένας δεύτερος πατέρας με τους δυο γιους του, που επίσης χάνει. Με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, αλλά με ανάλογη τραγική κατάληξη –ας την πούμε τύφλωση–, εφόσον δεν αναγνώρισαν την αλήθεια. Ο Γκλόστερ δεν αναγνώρισε τη φαυλότητα του ενός γιου του και ο Ληρ δεν αναγνώρισε την αγάπη».
Ο Γιώργος Κιμούλης υπογράφει και τη μετάφραση του σαιξηρικού κειμένου. Ζητάω να μου μιλήσει για τη σημασία του Ληρ σήμερα. Μου απαντάει: «Σε φιλοσοφικό επίπεδο είναι αυτή η περίφημη κατάρα της δυτικής σκέψης, η οποία στηρίζεται στον διαχωρισμό και όχι στην ενοποίηση των πραγμάτων, μαζί με τις διαφορές που μπορεί να έχει μέσα της μια ενότητα. Ο δυτικός άνθρωπος διαχωρίζει τα πράγματα, είναι αυτό που στη φιλοσοφία αποκαλούν separativeness, που θα πει διαχωρισμός, σε αντίθεση με την interconnected διάσταση των πραγμάτων, η οποία έχει ίσως τη βάση της στον ανατολικό τρόπο σκέψης και που τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να επηρεάζει τους Δυτικούς μέσω του μεταμοντέρνου – η μεταμοντέρνα σκέψη σέβεται την ίδια στιγμή την ενότητα μαζί με τις διαφορές της. Αυτό μπορεί να ηχεί θεωρητικό, στη ζωή μας όμως και στην καθημερινότητα δεν είναι καθόλου θεωρητικό. Συνεχώς βιώνουμε την αδυναμία μας να συνυπάρξουμε με άλλους ανθρώπους, σεβόμενοι τις διαφορές που έχουν σε σχέση μ' εμάς και θεωρώντας τες ενωτικά στοιχεία, που δεν θα μας οδηγήσουν στον διαχωρισμό και πολλές φορές σε σύγκρουση με τον άλλον ή, πολλές φορές, και στο να αποκλείσουμε τον άλλον. Στον Ληρ υπάρχει και το κοινωνικοπολιτικό επίπεδο, το οποίο έχει να κάνει με την παράδοση της εξουσίας από την παλιότερη γενιά στη νεότερη. Κατά πόσο αυτή γίνεται με φυσικό τρόπο ή με τη διαδικασία του περίφημου δαχτυλιδιού, κατά την οποία η παλιότερη γενιά δωρίζει στη νεότερη το δαχτυλίδι της εξουσίας, αλλά στο πίσω μέρος του μυαλού της έχει ότι θα συνεχίσει να άρχει και να καθοδηγεί τη νεότερη. Αν η νεότερη είναι λίγο πιο έξυπνη, κόβει το χέρι που της έχει δώσει το δαχτυλίδι. Και τότε δημιουργούνται δράματα, γιατί η παλαιότερη γενιά δεν έχει συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι κάποια στιγμή έρχεται κάποιο τέλος».
Μεταφράζοντας o ίδιος το έργο και ερμηνεύοντάς το, φυσικά, μέσα από τις προσωπικές του αγωνίες ή αυτές της εποχής μας, ποιο στοιχείο του πιστεύει πως θα κυριαρχήσει; «Όλα τα έργα έχουν έναν κοινό τόπο, την αριστοτελική ακρισία. Ο άνθρωπος ξέρει τι πρέπει να κάνει, αλλά δεν το κάνει. Αυτή είναι η αγωνία του ανθρώπινου πνεύματος, και σε μια ψυχολογική κριτική ματιά η αντιμετώπιση της τρέλας όχι ως κάτι το οποίο δεν αντέχει στη σημερινή καθημερινή ζωή, αλλά ως μια ζωή που εκτυλίσσεται δίπλα μας. Ως η απόφαση κάποιου να ζήσει μια ζωή δίπλα στη ζωή των άλλων. Επάνω σε αυτό ακριβώς ακούμπησε και η ερμηνεία της παράστασης και η μετάφραση. Ο Ληρ καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να άρχει και τότε προσδίδει στον εαυτό του έναν ρόλο αναχωρητή, σε μια ζωή δίπλα στην τρέλα ή στον χώρο της τρέλας, ή σε αυτό που οι άλλοι αποκαλούν τρέλα. Υπάρχει μια επιστροφή στη φύση, καταλαβαίνει ότι η "πόλις" δεν είναι τίποτε άλλο από μια κατασκευή του ανθρώπου».
Ο Σαίξπηρ προτείνει στον ήρωά του μια εναλλακτική απόδραση, να γίνει ένα με τη φύση. Τρελαίνεται, βέβαια, αλλά η τρέλα δεν έχει όρια, οπότε ζει σε έναν κόσμο απόλυτης ελευθερίας. Ζει την εμπειρία μιας άλλης ζωής και στο τέλος βλέπουμε ένα είδος φιλοσόφου και ποιητή, παγιδευμένου μεταξύ ουρανού και γης...
Ρωτάω γιατί επέλεξε τον Τομάζ Παντούρ. «Για τον τρόπο ανάγνωσης των έργων που επιλέγει, που είναι το κυνήγι ενός ονείρου. Σύμφωνα με αυτόν δεν μας ενδιαφέρει σώνει και καλά η αναπαράσταση μιας ανόητης, πεζής, κυνικής πραγματικότητας. Η αναπαράσταση της πραγματικότητας έχει σχέση με το παρελθόν. Εμάς μας ενδιαφέρει το μέλλον, με μια διάθεση ονείρου, μια λατρεία στην αλλαγή και μίσος και απέχθεια στην προσαρμοστικότητα. Ο Τομάζ είναι ένας σκηνοθέτης που κάνει πράξη την περίφημη φράση του Τσέχοφ "τη ζωή στο θέατρο δεν τη δείχνουμε όπως είναι, ούτε όπως θα έπρεπε να είναι, αλλά όπως εμφανίζεται στα όνειρά μας, ακόμα κι αν αυτά είναι εφιάλτες"».
Συναντάω τελευταίο τον Σλοβένο σκηνοθέτη, ο οποίος έχει υπογράψει μερικές από τις πιο ευφάνταστες παραστάσεις της τελευταίας δεκαετίας επάνω σε κλασικά κείμενα τα οποία ανασκευάζει με πολυμέσα και εικαστικές αναφορές. Μου λέει ότι δεν έχει δει ελληνικό θέατρο, αλλά ότι έχει δει όλες τις παραστάσεις του Δημήτρη Παπαϊωάννου. Όταν λίγο καιρό πριν δούλευε τον Ριχάρδο ΙΙ και Ριχάρδο ΙΙΙ σε μια ενιαία παράσταση είχε στο μυαλό του τον Ληρ: «Σκεφτόμουν ότι ο Ληρ είναι οι συνέπειες όλων των βασιλικών τραγωδιών του Σαίξπηρ, το απόλυτο έργο, ιδιαίτερα άγριο και βίαιο, στοιχεία με τα οποία μπορούμε να ταυτιστούμε σήμερα περισσότερο από ποτέ. Νομίζω, μάλιστα, ότι μπορεί να "μιλήσει" ακόμα καλύτερα σήμερα απ' ό,τι όταν γράφτηκε για την ελευθερία και την αποδόμηση του κράτους, πετώντας οτιδήποτε έχει να κάνει με το όνειρο, αφήνοντάς μας στη μοναξιά και στη μελαγχολία. Αυτά είναι τα θέματα για τα οποία πρέπει να μιλήσουμε σε μια εποχή κρίσης συναισθηματικής και διανοητικής, μια εποχή που σημαδεύει την ύπαρξή μας. Γι' αυτό το θέατρο είναι σημαντικό, γιατί εκεί μέσα μπορούμε να χτίσουμε το δικό μας σύμπαν. Ο Σαίξπηρ προτείνει στον ήρωά του μια εναλλακτική απόδραση, να γίνει ένα με τη φύση. Τρελαίνεται, βέβαια, αλλά η τρέλα δεν έχει όρια, οπότε ζει σε έναν κόσμο απόλυτης ελευθερίας. Ζει την εμπειρία μιας άλλης ζωής και στο τέλος βλέπουμε ένα είδος φιλοσόφου και ποιητή, παγιδευμένου μεταξύ ουρανού και γης».
Αναρωτιέμαι πώς είναι να σκηνοθετεί στα ελληνικά. «Έχω μπροστά μου τέσσερα κείμενα. Ένα στα αγγλικά, ένα στα greeklish και δύο ακόμα μεταφράσεις, στα σλοβένικα και στα ισπανικά. Αλλά έχω τη χαρά να συνεργάζομαι με υπέροχους ηθοποιούς που διάλεξα ο ίδιος σε οντισιόν και που μπορώ να πω, χωρίς υπερβολή, ότι είναι κορυφαίοι σε ευρωπαϊκό επίπεδο».
ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΛΗΡ
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ
με τον Γιώργο Κιμούλη, σε σκηνοθεσία Τομάζ Παντούρ
Πειραιώς 260 - Αίθουσα Δ'
Από 16 Απριλίου έως 3 Μαΐου 2015
Παραστάσεις: Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο & Κυριακή: 20.30
Σκηνοθεσία: Tomaz Pandur
Διασκευή: Livija Pandur
Μετάφραση: Γιώργος Κιμούλης. Δραματουργική επεξεργασία: Livija Pandur. Σκηνικά: Sven Jonke
Κοστούμια: Felype de Lima
Μουσική: Silence
Video: Dorijan Kolundzija
Φωτισμοί: Juan Gomez Cornejo
Παίζουν: Γιώργος Κιμούλης (Βασιλιάς Ληρ), Στεφανία Γουλιώτη, Γιώργος Γάλλος, Κόρα Καρβούνη, Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Πηνελόπη Τσιλίκα, Αργύρης Πανταζάρας, Χάρης Τζωρτζάκης
σχόλια