Η ώρα είναι 7 το απόγευμα της Κυριακής στο Ηρώδειο και η γενική πρόβα για τον «Ιπτάμενο Ολλανδό» έχει ήδη αρχίσει. Η σκηνή είναι καλυμμένη από ένα τεράστιο γαλαζοπράσινο κύμα που αφρίζει ανάμεσα σε ένα κατάρτι και μια συστάδα από κοφτερά μπλε βράχια. Στο βάθος ξεπροβάλλει η κατάμαυρη πλώρη ενός πλοίου στολισμένη με έναν ολόσωμο σκελετό. Ο συννεφιασμένος καιρός ταιριάζει απόλυτα με το σκηνικό - φυσάει ένας μανιασμένος αέρας, τα κρεμ μαξιλάρια του Ηρωδείου ίπτανται από διάζωμα σε διάζωμα, την ώρα που η ορχήστρα κουρδίζει τα όργανα.
Ο «Ιπτάμενος Ολλανδός» είναι το πρώτο σημαντικό έργο του Βάγκνερ. «Με αυτό το έργο αρχίζει η ποιητική μου καριέρα» έγραφε σε ένα αυτοβιογραφικό του κείμενο μερικά χρόνια αργότερα. Το έργο είναι βασισμένο σε έναν θρυλικό μύθο του 17ου αιώνα που παραμένει εξαιρετικά δημοφιλής στους αιώνες. Πρόκειται για ένα καταραμένο πλοίο που δεν μπορεί να πιάσει λιμάνι και τριγυρνά στις θάλασσες. Στην εκδοχή του Βάγκνερ το πλοίο πιάνει στεριά κάθε 7 χρόνια - αυτή είναι και η μοναδική ευκαιρία του Ολλανδού να λύσει την κατάρα. Αν μια γυναίκα τού ορκιστεί αιώνια πίστη, τότε η κατάρα θα λυθεί. Αυτή η γυναίκα είναι η Ζέντα, που με τρόπο σχεδόν μεταφυσικό μοιάζει να τον περιμένει, ερωτευμένη πριν καν τον γνωρίσει, έτοιμη να τον λυτρώσει από την κατάρα.
«Έχω σκηνοθετήσει λαμβάνοντας υπόψη πως αυτό είναι ένα έργο της νεότητας του Βάγκνερ, όπου υπάρχει μια φούγκα, μια δύναμη, ένα σφρίγος πολύ πιο έντονο» μου διευκρινίζει ο Γιάννης Κόκκος, που παρακολουθεί κι αυτός την παράσταση από τα σκαλιά του Ηρωδείου. Ο ευγενικός, χαμηλών τόνων Γιάννης Κόκκος –η φωνή του μοιάζει περισσότερο με ψίθυρο– είναι ο ιδανικός σκηνοθέτης γι' αυτή την παράσταση. Ο διεθνής καλλιτέχνης, που ξεκίνησε ως σκηνογράφος αλλά είναι πλέον από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες όπερας διεθνώς, ανέβασε την ίδια παράσταση με μεγάλη επιτυχία δέκα χρόνια πριν στην Όπερα της Μπολόνια. Ξεκαθαρίζει, βέβαια, πως αυτό το ανέβασμα δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το παλιότερο. «Αυτό είναι ένα έργο απόλυτα φτιαγμένο για το Ηρώδειο» λέει. «Φυσικά, είμαστε κάτω από την Ακρόπολη και τον ελληνικό ουρανό και η δύναμη των τραγουδιστών που ενσαρκώνουν αυτά τα μυθολογικά πρόσωπα αποκτά μια τελείως ιδιαίτερη υπόσταση μέσα σε αυτόν το χώρο - με ενδιέφερε πραγματικά η σχέση που αναπτύσσεται εκεί με το κοσμικό στοιχείο. Ο Βάγκνερ έβρισκε πολύ συχνά έμπνευση στην αρχαία τραγωδία και ήθελα να δώσω κάτι που να συνδέεται με το αρχαίο τραγικό πνεύμα. Νομίζω ότι σε όλα του τα έργα υπάρχει αυτή η θέληση. Μπορεί να μην είναι πάρα πολύ εμφανής, αλλά είναι από τα δομικά στοιχεία της δραματουργίας του και αυτό είναι κάτι που ελπίζω να αναδειχτεί σε αυτόν το χώρο».
Η πρώτη πράξη έχει ήδη ξεκινήσει. Στη σκηνή βρίσκεται η αντρική χορωδία - οι ναύτες του πλοίου, μερικοί κομπάρσοι. Δέκα σειρές πάνω στο διάζωμα βρίσκεται ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Λυρικής Σκηνής Μύρωνας Μιχαηλίδης και η σύζυγος του Γιάννη Κόκκου Αν Μπλανκάρ, υπεύθυνη για τη δραματουργία του έργου. Αυτή είναι η πρώτη πρόβα που η χορωδία συνυπάρχει με την ορχήστρα και ο μουσικός διευθυντής Λουκάς Καρυτινός σταματά τη χορωδία ξανά και ξανά: «Έχετε ένα ωραίο τέμπο, αλλά δεν είναι το δικό μου τέμπο» τους λέει κάποια στιγμή και αρχίζουν πάλι από την αρχή. Σε λίγο βγαίνει στη σκηνή ο Ολλανδός, ο εξαιρετικός Γερμανός βαρύτονος Τόμας Μάγιερ, ντυμένος με μια βαριά, ναυτική καμπαρντίνα. Ο Μάγιερ έχει μεγάλη εμπειρία στον Βάγκνερ, αλλά είναι η πρώτη φορά που ερμηνεύει τον Ολλανδό. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ειδικεύεται, όπως και η Ζαν Μισελ-Σαρμπονέ, που παίζει τη Ζέντα στο γερμανικό ρεπερτόριο.
Όπως όλα τα έργα του Βάγκνερ, έτσι και ο «Ιπτάμενος Ολλανδός» είναι ένα έργο με έντονη πνευματική διάσταση, που έχει κάτι εξαιρετικά επιβλητικό – μυθολογικές φιγούρες που παλεύουν με κάτι μεγαλύτερο από τις ίδιες. Εδώ η λύτρωση έρχεται μέσα από τον έρωτα. «Με τη δική μου πίστη εγώ θα σε λυτρώσω» τραγουδάει η μαυροντυμένη Ζέντα στη β' πράξη, κοιτώντας το πορτρέτο του Ολλανδού που δεν έχει καν γνωρίσει ακόμα. «Νομίζω ότι αυτή η έντονη ένωση μεταξύ της Ζέντας και του Ολλανδού βασίζεται σε ένα ισχυρό ερωτικό στοιχείο αλλά και σε μια φαντασίωση. Από την πλευρά της Ζέντας είναι μια δυνατή ερωτική, αλλά αρκετά εγκεφαλική σχέση, ενώ από την πλευρά του Ολλανδού, που ψάχνει να βρει μέσα από την αγάπη τον θάνατο για να μπορέσει να λυτρωθεί, είναι αρκετά πολύπλοκη. Το έργο δείχνει και όλες τις ανησυχίες του Βάγκνερ εκείνη την εποχή, άρα έχει κι ένα αυτοβιογραφικό στοιχείο, αυτό του ρομαντικού ήρωα, με τον οποίον ταυτιζόταν ο Βάγκνερ εκείνη την εποχή» διευκρινίζει ο Γιάννης Κόκκος.
Η παράσταση έχει και τις εκπλήξεις της - ένα μελαχρινό κοριτσάκι που μπαινοβγαίνει από τα παρασκήνια κρατώντας ένα καραβάκι είναι η Ζέντα σε μικρή ηλικία αποτελεί προσθήκη του σκηνοθέτη. Έχει, άραγε, σχέση αυτό με το τέλος του έργου; Το μόνο που γνωρίζουμε, πάντως, είναι ότι θα δούμε «μια μικρή έκπληξη».
Είναι η πρώτη φορά που ο Γιάννης Κόκκος συνεργάζεται με τη Λυρική Σκηνή. «Παρ' όλες τις θεσμικές και οικονομικές δυσκολίες, νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό αυτός ο οργανισμός να βρεθεί στη θέση που του αξίζει και πιστεύω ότι προχωράει προς αυτή την κατεύθυνση» υποστηρίζει. Ζει στη Γαλλία πάνω από σαράντα χρόνια, αλλά προσπαθεί να επιστρέφει στην Αθήνα κάθε δυο μήνες. «Ενώ δεν υπάρχει τόση ελπίδα για το μέλλον, υπάρχει ένα είδος αναμονής και ανισορροπίας, η οποία είναι πάρα πολύ δύσκολη για τους ανθρώπους. Κατά κάποιον τρόπο, όμως, έχω κάποια ελπίδα. Πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι. Εάν δεν υπάρχει ελπίδα, δεν υπάρχει ζωή. Σαν τον Ολλανδό που προσπαθεί να βρει τον θάνατο για να κερδίσει ξανά τη ζωή, εμείς πρέπει να κάνουμε το αντίθετο, να βρούμε ξανά τη ζωή».
σχόλια