«Λοιπόν, θα σου πω τι συνέβη χθες», μου λέει ο Μιχάλης Σαράντης που τον συναντώ μετά από μια διπλή παράσταση του Σιρανό – μου έκανε εντύπωση πόσο προσεκτικά άκουγε ο κόσμος την ιστορία σε ένα ανέβασμα χωρίς εφέ, σε μια σκηνή σχεδόν άδεια. «Ήρθαν στην παράσταση πέντε τυφλοί και αυτό με τάραξε, με ανανέωσε και ξανασκέφτηκα πόση δύναμη έχει αυτή η καταπληκτική ιστορία και πόση δύναμη ο λόγος. Ήταν μια υπενθύμιση ότι κάνουμε ένα θέατρο λόγου και κάθε μέρα ο σκηνικός κόσμος είμαι εγώ ο ίδιος, το σώμα μου και οι φωνές», λέει.
Αυτή η εκδοχή που παρουσιάζετε είναι λιτή, με τα βασικά εργαλεία του ηθοποιού, το σώμα και τη φωνή, και καθόλου αυτοσχεδιαστική. Υπάρχει παρτιτούρα, μέθοδος. Πόσο δύσκολο είναι να πειθαρχήσεις και να σε σκηνοθετήσουν σε αυτό;
Εμείς ξεκινήσαμε από τη βασική αρχή ότι κάνουμε θέατρο λόγου. Εκεί στηρίχτηκε ο Γιώργος (σ.σ. Νανούρης). Με πέντε καρέκλες και φώτα έχει φτιάξει ένα σύμπαν κι αυτό δείχνει πως έχει μεγάλη εμπιστοσύνη, και αγάπη στον ηθοποιό με τον οποίο κάνει αυτό το ταξίδι.
— Ο Σιρανό του Νίκου Καραθάνου ήταν από τις πρώτες παραστάσεις που έχεις παίξει. Τι θυμάσαι;
Θυμάμαι να χαζεύω τον Νίκο να παίζει αυτόν τον ρόλο, έχοντας δημιουργήσει ο ίδιος την παράσταση. Οπότε, για μένα, υπάρχει μια μυθολογία γύρω από αυτό το πρόσωπο. Έχω ελάχιστες μνήμες βέβαια, πιο πολύ συναισθηματικά είναι τα μεγέθη που έχουν μείνει από εκείνη την παράσταση παρά πρακτικά· κυρίως θαυμάζω τον άνθρωπο που είναι ο «θεατρικός μου μπαμπάς».
Τρέμω όχι μη με ξεχάσουν αλλά μην έρθω αντιμέτωπος με την πραγματική μοναξιά μου. Έμαθα η σκηνή να είναι το καταφύγιό μου, το σπίτι μου. Νιώθω οικεία με τον τρόμο της σκηνής και την αμηχανία, είμαι πιο ασφαλής εκεί πάνω απ’ ό,τι κάτω, με τους θεατές, δεν ξέρω αν ακούγεται περίεργο, αλλά έτσι έμαθα.
— Μια και μιλάμε για τη θεατρική σου καταγωγή, μπορείς να πιάσεις το νήμα από την αρχή;
Είναι ο Θωμάς (Μοσχόπουλος), ο Νίκος (Καραθάνος), ο Βασίλης (Παπαβασιλείου), η Λυδία (Κονιόρδου), ο Δημήτρης (Καραντζάς), ο Αιμίλιος (Χειλάκης), ο Άρης (Σερβετάλης), η Έφη (Μπίρμπα), και τώρα ο Γιώργος (Νανούρης). Εγώ βγήκα από τη σχολή του Τέχνης όταν υπήρχαν δυο πολύ μεγάλοι πυρήνες, το Αμόρε και η Πειραματική. Είχαν αρχίσει να τελειώνουν τα σίριαλ, μπαίναμε στην κρίση. Αλλά εμείς ήμασταν ψωμωμένα παιδιά, βλέπαμε Αμόρε, Βογιατζή, Λιβαθινό και κάπως το όνειρό μας ήταν πώς θα μπούμε σε αυτούς τους πυρήνες. Το λέω αυτό γιατί έχει αλλάξει η εποχή εντελώς, παρόλο που δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια. Σήμερα οι πυρήνες έχουν χαθεί, είμαστε όλοι σκόρπιοι, έχουμε μοναχική πορεία, αλλά σκεφτόμαστε πώς θα μπορούσαμε να είμαστε όλοι μαζί – όχι όλοι βέβαια, δεν ταιριάζουμε όλοι με όλους–, πώς θα μπορούσαμε να ανταμώσουμε.
— Ήταν μια επιλογή να βρεθείς σε έναν τέτοιο πυρήνα ή έπαιξε ρόλο και η τύχη;
Και η τύχη είναι πολύ μεγάλο πράγμα, και η επιλογή. Δηλαδή, όταν τέλειωσα τη σχολή, γινόταν μια πολύ μεγάλη οντισιόν από την Ξένια και τον Θωμά για το Παραμυθίσιμο και μια από τις ελάχιστες ακροάσεις για σίριαλ. Εγώ επέλεξα να πω «ναι» στον Θωμά, πολύ συνειδητά, χωρίς να σημαίνει ότι σνόμπαρα το άλλο. Δηλαδή, έβλεπα τον Ξάφη, τον Λούλη, τον Καρδώνη, τον Περλέγκα, μεγαλύτερούς μου ηθοποιούς, και έλεγα «εκεί θέλω κι εγώ να είμαι». Έτσι γαλουχήθηκα, σε πολύ μεγάλες παρέες, και πολύ ωραίες. Σήμερα νιώθω ότι πρακτικά έχω φτάσει σε μια «ενηλικίωση», έχουν περάσει δεκαέξι χρόνια και δεν είναι τυχαίο ότι δουλεύω με έναν άνθρωπο όπως ο Γιώργος, που είναι κι αυτός ηθοποιός και μου έχει απόλυτη εμπιστοσύνη, όπως του έχω κι εγώ, στο πώς δημιουργεί εικόνες και κόσμους. Μου δίνει την ελευθερία που χρειάζομαι για να αναπτύξω αυτό που θέλω όσον αφορά την ερμηνεία και είναι παρών για να με φρενάρει, να με εμπνεύσει, να με στρέψει κάπου με μια κουβέντα, με ένα τραγούδι. Ο Γιώργος είναι τέτοιο παιδί, γι’ αυτό μου αρέσει να δουλεύω μαζί του.
— Πώς την παλεύεις, όλη μέρα γυρίσματα και το βράδυ θέατρο; Σε πιάνει γκρίνια; Δυσφορείς;
Επί της αρχής, είμαι θετικό παιδί. Δεν είναι ότι δεν γκρινιάζω, απλώς λειτουργώ σαν βαλβίδα αποσυμπίεσης όταν γκρινιάζουν όλοι, με έχουν κουράσει οι εντάσεις. Η ένταση –και δεν μιλάω μόνο για τους ηθοποιούς– ξεκινάει από την ώρα που ξυπνάμε και υπάρχει και όταν κοιμόμαστε, σφίγγουμε τα δόντια μας. Κοιμόμαστε νομίζεις; Πιστεύω πως δεν ξεκουραζόμαστε ποτέ, είναι τόση η πληροφορία, το άγχος, η ταραχή που μας διακατέχουν, είμαστε διαρκώς online, πολίτες του κόσμου, μαθαίνουμε τι γίνεται σε κάθε άκρη της γης, υπάρχει και μια ατζέντα γεμάτη με αρνητικές ειδήσεις. Έχω καταλήξει ότι είμαστε σαν βαμπίρ, εμμονικοί με τα αρνητικά, θέλουμε να ακούμε κακά νέα για να νιώθουμε καλύτερα, ότι εμείς έχουμε να φάμε, δεν πεθαίνουμε από την πείνα. Κανείς δεν στέκεται στην ποίηση, στη φύση, έχει παρέλθει αυτό. Εμένα αυτό ακριβώς μου λείπει.
— Απορώ, Μιχάλη, τι περίσσευμα υπάρχει για να στήσει κάποιος έναν ρόλο μεγάλο, με πρόγραμμα τόσο πιεστικό;
Από το περίσσευμα γίνεται, αλλά πού δε συμβαίνει αυτό; Όλοι δεν είμαστε έτσι; Θα σου το πω και πρακτικά: όταν συμφωνήσαμε να κάνουμε αυτή την παράσταση πριν από δύο χρόνια, άρχισα να διαβάζω. Μπήκα στην πρόβα ξέροντας όλα μου τα λόγια, έτοιμος, έχοντας διαβάσει έργα του Ροστάν, τον Σιρανό, με τον Στρατή (Πασχάλη), ήμουν σε άμεση επαφή με τον Γιώργο επίσης· κάναμε πρόβες τρεις μήνες, αλλά διάβαζα γι’ αυτήν επί δύο χρόνια. Όπως έκανα και για τα Βατράχια. Δυστυχώς, δεν υπάρχει η πολυτέλεια του χρόνου και αυτή την πίεση τη βλέπω στο σώμα μου, στα γόνατά μου. Είμαι έναν μήνα με αντιβίωση, τα Χριστούγεννα «κοκάλωσα». Αλλά, από την άλλη, κάπως έτσι μας μάθανε. Δεν ξέρω αν είναι σωστό τελικά να είμαστε σκληραγωγημένοι, αλλά έτσι ήταν από την αρχή, τουλάχιστον για τη δική μου γενιά. Στο Τέχνης στήναμε το σκηνικό και παίζαμε, από αυτήν τη λάντζα έχουμε περάσει όλοι και δεν σου κρύβω ότι αποφάσισα να κάνω δυο πολύ μεγάλα πράγματα, τον Σιρανό και τους Πανθέους, ξέροντας ότι κατά τα Χριστούγεννα θα κλατάρω. Γι’ αυτό κιόλας δεν θέλω να ξαναμπώ σε πρόβα για μεγάλο διάστημα.
— Αυτό που λες μου φαίνεται δύσκολο. Δεν υπάρχει ο φόβος μη χάσεις μια δουλειά; Η επισφάλεια του επαγγέλματος έρχεται και τα κάνει όλα σκόνη.
Ξέρεις τι γίνεται; Γνωριζόμαστε όλοι μέσα στα χρόνια και έρχεται η ώρα, που, μετά από δυσκολίες, ομορφιές και ασχήμιες, δεν έχεις την κάψα να αποδείξεις ότι αξίζεις. Ξέρεις ότι το μόνο που έχεις να αποδείξεις σε έναν θεατή ή σε κάποιον που σε ξέρει από είκοσι χρονών είναι μια συνέπεια, αυτό αξίζει περισσότερο από ένα μπράβο. Δεν μπορεί να ζήσεις αποδεικνύοντας συνεχώς ότι είσαι καλός, είσαι όσο καλός μπορείς να είσαι, το έχεις δείξει πέντε-δέκα φορές και άλλες τόσες έχεις φάει τα μούτρα σου. Σε όλο το φάσμα της παιδείας συμβαίνει αυτό: σου λένε να είσαι ο πρώτος, ενώ αν σκεφτείς ψύχραιμα και με λίγο χιούμορ, λες «γιατί πρέπει να πουσάρω τόσο τον εαυτό μου; Σε σχέση με ποιον; Με τον Ευρωπαίο, τον Αμερικάνο, τον συνομήλικο;».
— Υπάρχει και η απόλαυση. Υπάρχει αυτή η λέξη ή την ξεχνάμε;
Πλησιάζω τα σαράντα και έρχονται αγκαζέ τα χρόνια με μια κρίση. Όταν, μικρότερος, άκουγα τη λέξη, έλεγα «τι σαχλαμάρες είναι αυτές;». Όχι μόνο σε πιάνει η κρίση, αλλά αρχίζει να καταλαμβάνει χώρο μέσα σου αυτό το μεγαλειώδες ερώτημα: ποιος είσαι, τι αποτύπωμα θες να αφήσεις και κυρίως τι σχέση θες να έχεις με τον εαυτό σου. Θες να είσαι κακοποιητικός ή θες, κάποια στιγμή, να του πεις «χαλάρωσε, ηρέμησε, σε αγαπάνε και αγαπάς, δεν χρειάζεται να σπάσεις τα πόδια σου για να αποδείξεις ότι αξίζεις, μπορείς και πιο ήρεμα; Είχα μπει σε αυτό το τριπάκι για πολλά χρόνια, σήμερα δεν είμαι πια, κουράστηκα…
— Επειδή έκανες παιδί;
Ε, ναι, βλέπω την αθωότητα μπροστά μου, το κέντρο μου μετατοπίστηκε. Και όταν δεν είμαι το κέντρο εγώ, όλη αυτή η μυθολογία με τους πυρήνες και τους ανθρώπους που κάνουν αυτήν τη δουλειά που την κάνω κι εγώ και είμαι ευγνώμων μπαίνει σε άλλη βάση. Μπορώ να απολαμβάνω τη δουλειά μου, και ας κάνω και δύο παραστάσεις, και ας ξέρω ότι μετά θα πάω στη Μαίρη (Μηνά) να με αγκαλιάσει για να ηρεμήσω ή για φυσιοθεραπεία. Θα τα κάνω όλα αυτά, αλλά μου έχει φύγει το βάρος πια, να αποδείξω ότι αξίζω. Υπάρχει χώρος για όλους. Και το λέω επειδή ακούμε γκρίνια για τα πολλά θέατρα· είμαι πάντα υπέρμαχος της δημιουργίας και του δικαιώματος να μπορεί να δημιουργήσει κάποιος, εφόσον θέλει, ακόμα και σε μια τρύπα.
— Έχουμε δει πολλά θαύματα στις τρύπες και τα πατάρια…
Και σκηνοθέτες και ηθοποιούς. Μην ξεχνάς ότι ο Αίαντας ξεκίνησε με πενήντα θεατές και πήγε για δύο χρόνια. Και τώρα, αν δω τον άλλο και είναι τα μάτια του καυλωμένα, θα πω «πάμε και τζάμπα, τώρα». Η δουλειά αυτή δεν είναι ό,τι κάνουμε και ό,τι αρπάξουμε. Λεφτά δεν βγάζεις από το θέατρο, το ξέρουμε, οπότε αυτό φεύγει από τη μέση. Αν θέλει να γίνει κάποιος πλούσιος, δεν κάνει αυτήν τη δουλειά. Το θέμα μας είναι τώρα πώς έρχεται αυτή η βιομηχανία του θεάματος, η μικρή, η δική μας, και σε βάζει σε ένα τριπ πρωταθλητισμού. Κάποια στιγμή πρέπει να βάλεις όριο, να επανασυστηθείς και να περάσεις χρόνο με τον εαυτό σου.
— Τη φοβάσαι αυτή την απόφαση;
Πολύ. Τρέμω όχι μη με ξεχάσουν αλλά μην έρθω αντιμέτωπος με την πραγματική μοναξιά μου. Έμαθα η σκηνή να είναι το καταφύγιό μου, το σπίτι μου. Νιώθω οικεία με τον τρόμο της σκηνής και την αμηχανία, είμαι πιο ασφαλής εκεί πάνω απ’ ό,τι κάτω, με τους θεατές, δεν ξέρω αν ακούγεται περίεργο, αλλά έτσι έμαθα. Όπως έμαθα ότι η παράσταση ποτέ δεν πετυχαίνει γιατί πάντα κυνηγάς το άπιαστο. Όλα τα άλλα είναι ξεπερασμένες μεγαλομανίες. Αν κάνεις μια παταγώδη επιτυχία ή αποτυχία, αν κατέβει η παράσταση, τι έγινε; Αντιμετωπίζω κάθε μέρα αυτό το ερώτημα, «τι θα γίνει αν φας τα μούτρα σου;». Τα ’χω φάει τα μούτρα μου, εμένα με αφορά να συνεννοηθούμε και να είμαστε συνένοχοι σε μια τρέλα που ζούμε και μέσα σε ένα έλλειμμα ομορφιάς.
— Ζούμε σε μια άσχημη πόλη που μας επηρεάζει, αυτό μου λες…
Δεν είμαστε στη Ρώμη, όπου υπάρχει ομορφιά και συνέχεια, εδώ έγινε ένα gap 400 χρόνια και το πληρώνουμε ακόμα. Ζούμε σε μια πόλη που έχει μια Διονυσίου Αρεοπαγίτου και μια Αποστόλου Παύλου όμορφες και τέλος. Αυτή είναι η Αθήνα. Αν σκεφτούμε με πόση πίεση ζούμε και σε ποιες συνθήκες, και πάλι καλά να λέμε. Η πίεση που μας ασκεί η πόλη είναι αδιανόητη και ομολογώ πως δεν την αντέχω. Δηλαδή στα δέκα επόμενα χρόνια η Αθήνα θα γίνει όπως δεν έγινε τα πενήντα προηγούμενα – αυτό σκέφτομαι και με πιάνει τρόμος.
— Μίλα μου λίγο για την τηλεόραση.
Κοίταξε, εγώ είμαι πολύ υπερήφανος γιατί δουλεύω με πολύ καλούς ηθοποιούς από διαφορετικές γενιές. Η τηλεόραση μού δίνει την ευκαιρία παίζω με τη Κάτια (Δανδουλάκη) για παράδειγμα. Αλλά και ανεξάρτητα από αυτό, εμένα μου αρέσει να έχω επαφή με τους μεγαλύτερούς μου, την Ξένια (Καλογεροπούλου), τον Γιάννη Βογιατζή. Τους παίρνω τηλέφωνο, θέλω να ξέρω τι είναι αυτό που μας ενώνει, με αφορά, για να καταλαβαίνω κι εγώ από πού έρχομαι. Τώρα, τα παιδιά που βγαίνουν από τις σχολές, δεν ξέρουν ούτε το Αμόρε, ούτε έχουν δει τον Λευτέρη Βογιατζή. Δεν έχουν το παράδειγμα, γιατί δεν περιγράφονται αυτά, είναι βιώματα. Οπότε κυριαρχούν η ευτέλεια και η προχειρότητα και μια εποχή που σου ζητάει να είσαι money maker, αλλιώς δεν αξίζεις.
— Ωστόσο, μέσα σε αυτή την καπιταλιστική κοινωνία, ο κόσμος εξακολουθεί να αγαπά το θέατρο, το παραμύθι του και το βλέπουμε διαρκώς.
Μέσα στον καπιταλισμό ζούμε, που μεγαλώνει όπως μεγαλώνουμε κι εμείς, δείχνει τα δόντια του και μας επηρεάζει. Το σύστημα δεν είναι ίδιο όπως πριν από είκοσι χρόνια, και είναι δημιούργημά μας. Το θέμα είναι τι σημαίνει αυτό για το θέατρο. Βλέπεις ότι ο κόσμος έχει αλλάξει. Δεν θα πάει να πιει απλώς ένα ποτό, θα βγει να φάει και μετά θα πάει για ποτό – έχει σημασία αυτό; Φυσικά. Εμείς πηγαίναμε στα μπαρ να πιούμε. Πλέον στην πόλη έχεις ωραίο φαγητό, κι αυτό σημαίνει ότι ο κόσμος έχει γίνει επιλεκτικός. Έτσι και στο θέατρο, εκπαιδεύεται, καταλαβαίνει την προχειρότητα και την ευτέλεια, δεν τις υιοθετεί, μέσα σε όλη την ταραχή ακόμα κόβει το μάτι του. Και το «από στόμα σε στόμα», ακόμα και τώρα που είναι όλα πρόμο και χορηγούμενα στο Ίνσταγκραμ, λειτουργεί. Υπάρχει και η παραπλάνηση –έχει γίνει επάγγελμα πια–, που σε βάζει μέσα σε μια αίθουσα. Αλλά είναι πιο ψυλλιασμένος ο κόσμος πια.
— Μου περιγράφεις τώρα μια μάχη εικόνας και λόγου. Γενικώς, δεν προτιμούμε τις ρομαντικές ιστορίες, αλλά έβλεπα και τον κόσμο που του άρεσε το παραμύθι που άκουγε στον Σιρανό.
Ο Σιρανό είναι μια ιστορία ρομαντική, όπως ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα. Πρόκειται για μεγάλα μεγέθη, δεν θα τα ζήσουμε ποτέ. Αν σκρολάρεις στα σόσιαλ, βλέπεις τέρατα, την κακία όλα τα ταπεινά ένστικτα, και έρχεται το θέατρο, που σου δίνει την ελπίδα του πιο υψηλού, και νιώθεις μαγεμένος. Θα σου πω και κάτι άλλο: εμένα δεν με γοητεύει ακόμα το ρεαλιστικό θέατρο. Θέλω να το δω, αλλά δεν έχω κάψα να παίξω σύγχρονα έργα, δεν με τσιγκλάει. Γιατί μια ευκαιρία έχω σε αυτήν τη ζωούλα –και δεν θα την έχω πάντα– να κάνω μια υπέρβαση, να έρθω σε επαφή με κάτι άπιαστο και να γίνω κοινωνός και μέσο μιας τέτοιας ιστορίας. Το ξέρω πολύ καλά. Ξέρω τι δουλειά κάνω και ξέρω ότι εκ των πραγμάτων δεν θα έχω την ευκαιρία να κάνω πολλά τέτοια πράγματα. Έτσι λέω «γιατί να μην το ζήσω;» Θέλω στα 70 μου να λέω στο παιδί μου ή στο εγγόνι μου ότι έχω παίξει αυτόν τον ρόλο, καλά, κακά, δεν ξέρω. Μπήκα σε αυτόν τον κυκεώνα λέξεων και ήρθες εσύ και κάποιες κυρίες και κάποιοι μανιώδεις θεατρόφιλοι και με είδατε. Μου αρέσει αυτή η κοινότητα που θέλει να πάει να κλειστεί στο θέατρο δυο ώρες για να ακούσει μια ιστορία, μου αρέσει ο κόσμος που το δέχεται το παραμύθι, είμαι αυτής της σχολής. Στο σινεμά με συγκινούν ο Κεν Λόουτς και ο Καουρισμάκι, είναι ρεαλισμός, αλλά είναι και ποίηση. Οποιαδήποτε μίμηση της ζωής επάνω στη σκηνή χωρίς ποίηση δεν με αφορά, τουλάχιστον όχι αυτήν τη στιγμή – και δεν το λέω υποτιμητικά.
— Όλα αυτά που κάνεις για να είσαι κοντά με τους άλλους δε γίνονται;
Εννοείται, αυτό που με κινεί είναι το «μαζί». Κανένας δεν αντέχει τη μοναξιά, εγώ είχα το παράδειγμα από τους γονείς μου, να αγαπώ και να αγαπιέμαι. Δεν θέλω να μεγαλώσω μόνος μου, είτε στη ζωή είτε στη δουλειά. Ξέρεις, βλέπω το παιδί μου και σκέφτομαι ότι αλλού είναι το στοίχημα, να μη χάσουμε την παιδικότητά μας, το παιδί μέσα μας. Αυτό για μένα είναι το κρίσιμο. Η κοινωνία σε οδηγεί σε μια σοβαροφάνεια για να σου περάσει το σκούρο μήνυμα. Το παιδί μέσα σου είναι η μεγάλη αντίσταση και το μέτρο ώστε να μη χάσεις τον εαυτό σου, να μην πιστέψεις ότι αν δεν βγάλεις λεφτά ή αν δεν είσαι online, δεν υπάρχεις. Σου λέει η κοινωνία: πώς αντέχεις να μη είσαι τέλειος; Ε, λοιπόν, μόνο το παιδί μέσα σου θα σε σώσει από αυτά τα στοιχήματα. Γιατί, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχουν.
Δείτε εδώ περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Σιρανό»
«Οι Πανθέοι» κάθε Πέμπτη στις 21:00 στον ΣΚΑΪ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.