Τι ονομάζουμε φασισμό και γιατί; Έχει θέση η βία στον αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο; Είναι θεμιτό να παραβιάζουμε τους νόμους της δημοκρατίας προκειμένου να την υπερασπιστούμε;
Αυτά είναι τα κεντρικά ερωτήματα που θέτει η παράσταση «Η Καταρίνα και η ομορφιά να σκοτώνεις φασίστες» του Πορτογάλου σκηνοθέτη Τιάγκο Ροντρίγκες, καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ της Αβινιόν, όπου ζει τα τελευταία χρόνια, και παρότι στη διαδικτυακή συνέντευξη Τύπου δήλωσε πρώτα καλλιτέχνης και μετά πολιτικό ον, η συζήτηση που ακολούθησε ήταν εξόχως πολιτική –επόμενο ήταν με τέτοια θεματική, ειδικά με αυτόν τον προκλητικό τίτλο που συζητήθηκε πολύ και τον εμπνεύστηκε εν πολλοίς, καθώς είπε, από το τραγούδι του Woodie Guthrie «This machine kills fascists»–, χωρίς αυτό να την κάνει λιγότερο καλλιτεχνική.
Η υπόθεση έχει ως εξής: η οικογένεια της Καταρίνα κάθε χρόνο απάγει και σκοτώνει έναν φασίστα. Είναι μια παράδοση που όλα τα μέλη της ακολουθούν για πάνω από εβδομήντα χρόνια. Η αρχή έγινε το 1954 ως αντίποινα στον φόνο της 26χρονης αγρότισσας Catarina Eufémia, σύμβολο του αγώνα των Πορτογάλων κατά της δικτατορίας που εγκαθίδρυσε ο Αντόνιο Σαλαζάρ το 1933 και κράτησε μέχρι το 1974.
«Το θέατρο είναι ο τόπος μιας συλλογικής εμπειρίας και ταυτόχρονα ο τόπος του Άλλου, κάτι που το χαρακτηρίζει από τότε που γεννήθηκε η τραγωδία στην αρχαία Ελλάδα. Μας κεντρίζει να δούμε μέσα από τα μάτια των άλλων την κοινωνία και τον εαυτό μας, κι αυτό μπορεί ίσως να οδηγήσει σε μια πολιτική ευαισθητοποίηση και ενεργοποίηση».
Το έργο μάς μεταφέρει νοητά στο 2028, οπότε ένα νέο ολοκληρωτικό καθεστώς έχει κυριαρχήσει και έρχεται η σειρά της νεαρής Καταρίνα, απογόνου της Eufémia, να τιμήσει την οικογενειακή παράδοση. «Είναι μια μέρα γιορτής, μια μέρα ομορφιάς και θανάτου», λένε οι δικοί της. Η κοπέλα όμως αρνείται να σκοτώσει τον φασίστα όμηρο. Τότε ξεσπά οικογενειακός καβγάς, ενώ ταυτόχρονα φαντάσματα του παρελθόντος αφυπνίζονται, ζητώντας εκδίκηση.
Ο Τιάγκο αναφέρθηκε εκτενώς στο έργο και στις ποικίλες αντιδράσεις που προκάλεσε, στο σκοτεινό εκείνο παρελθόν για το οποίο η χώρα του μέχρι σχετικά πρόσφατα απέφευγε να μιλήσει καθώς επίσης στη γενιά του, την πρώτη μεταπολεμικά που ενηλικιώθηκε σε μια δημοκρατική Πορτογαλία και που θέλει τώρα να βγάλει στο φως εκείνα τα «φαντάσματα».
Μίλησε και για την άνοδο της ακροδεξιάς ακόμα και στην «υπεράνω πάσης υποψίας» μέχρι πρόσφατα Πορτογαλία, για την «κανονικοποίηση» του ακροδεξιού λόγου στον δημόσιο βίο, για τον φασισμό και την πολιτική βία, για τις κοινές μνήμες και τα κοινά «μέτωπα» Πορτογαλίας και Ελλάδας, για τη σχέση τέχνης και πολιτικής αλλά και για την αρχαία τραγωδία που λατρεύει, βρίσκει άλλωστε κοινά στοιχεία μεταξύ της Catarina Eufémia και της Αντιγόνης του Σοφοκλή.
Η «Καταρίνα και η ομορφιά να σκοτώνεις φασίστες» προέκυψε, διαβάζω, συνεργατικά, με τα μέλη του θιάσου να μελετούν κείμενα για τον ολοκληρωτισμό, τη βία και το ακροδεξιό φαινόμενο στις μέρες μας. Πηγή έμπνευσης υπήρξαν ο Σοφοκλής, η Χάνα Άρεντ, ο Αλμπέρ Καμί, ο Σλάβοι Ζίζεκ, ο Έντουαρντ Μποντ αλλά και τα πεπραγμένα λαϊκιστών ηγετών όπως ο Τραμπ και ο Μπολσονάρο. Το έργο απέσπασε πέρσι το Βραβείο Καλύτερης Ξένης Παράστασης στα UBU στην Ιταλία και το αντίστοιχο βραβείο της Ένωσης Κριτικών Γαλλίας, ενώ περιλαμβάνεται στη λίστα των «New York Times» με τις καλύτερες ευρωπαϊκές παραστάσεις του 2022.
Είναι η δεύτερη δουλειά του Ροντρίγκες που παρουσιάζεται στην Ελλάδα και στη Στέγη μετά το «By Heart» του 2016. Λεπτομέρεια: Έλαβα το δελτίο Τύπου στις 2/11, ακριβώς στη δέκατη «επέτειο» από τη δολοφονία δύο μελών της Χρυσής Αυγής έξω από τα τότε γραφεία της στο Νέο Ηράκλειο, υπόθεση που παραμένει ανεξιχνίαστη, ενώ στη γειτονιά επικρατούσε ήδη τεταμένη ατμόσφαιρα, καθώς είχε προαναγγελθεί πανευρωπαϊκή φασιστική μάζωξη, η οποία απετράπη, στο Μοναστηράκι όμως ομάδα φασιστών χτύπησε νεαρά παιδιά και προσπάθησε να πυρπολήσει βαγόνι του ΗΣΑΠ. Ιδού τι κράτησα από όσα μας είπε ο Τιάγκο:
• Πολλοί άνθρωποι σήμερα, ανάμεσά τους κι εγώ, κάνουμε κατάχρηση των όρων «φασίστας» και «φασισμός». Είναι επιστημονικά ανακριβές, για παράδειγμα, να αποκαλέσεις τον Ντόναλντ Τραμπ ή τον Ζαΐρ Μπολσονάρο φασίστες, παρά τις απολυταρχικές τους πρακτικές. Ο φασισμός δεν είναι απλώς ένα αυταρχικό καθεστώς, είναι μια ολόκληρη κατάσταση πραγμάτων, το πώς αναπτύσσεται, οι στρατηγικές, τα πιστεύω του. Ο λόγος, όμως, που έχει συμβεί αυτό, και τον κατανοώ απόλυτα, είναι ότι οι άλλοι όροι με τους οποίους αποκαλούνται τα διάφορα ακροδεξιά πολιτικά μορφώματα όπως «λαϊκιστική δεξιά», «εξτρεμιστική δεξιά», «ριζοσπάστες εθνικιστές» κ.λπ., έχουν πλέον κανονικοποιηθεί στον δημόσιο λόγο και στην πολιτική σκηνή πολλών χωρών.
Δεν εισήλθαν μάλιστα στα κοινοβούλια των χωρών αυτών πραξικοπηματικά, εξελέγησαν κανονικά, συχνά με όχι ευκαταφρόνητα ποσοστά ακριβώς εξαιτίας της κανονικοποίησης της ακροδεξιάς ιδεολογίας. Αντίθετα, οι όροι «φασίστας» και «φασισμός» εξακολουθούν να ενοχλούν, να ξυπνούν σκοτεινές μνήμες, ακόμα και συγγενείς τους ιδεολογικά χώροι και πρόσωπα τους αποκηρύττουν. Δικαιούμαι, οπότε, ως δημοκρατικός πολίτης να καταγγέλλω κάποιον ως φασίστα κι ας μην ακριβολογώ αυστηρά επιστημονικά μιλώντας, γιατί έτσι μόνο θα τον «ξεμπροστιάσω»!
• Η πολιτική βία έχει μακρά προϊστορία. Η επικράτηση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας την περιόρισε. Το ζήτημα της βίας στο έργο, καλλιτεχνικά πάντοτε μιλώντας, τίθεται περισσότερο ως ερώτηση παρά ως απάντηση. Προσωπικά δηλώνω πασιφιστής, θα υποστήριζα όμως την ένοπλη αντίσταση στους ναζί ή κάποιο άλλο ολοκληρωτικό καθεστώς. Υπάρχει, βέβαια, ένας προβληματισμός ως προς το πού σταματά ένας ένοπλος αγώνας και πού ξεκινά η τρομοκρατία, στην οποία εν τέλει διολίσθησαν πολλά απελευθερωτικά κινήματα.
Η ίδια η «Καταρίνα» είναι ένα έργο πάνω στο παράδοξο της ανεκτικότητας. Μπορεί ένας δημοκράτης ή μια δημοκρατία να παραμένουν διαλλακτικοί και μετριοπαθείς με τους θιασώτες του ολοκληρωτισμού, ρισκάροντας έτσι την ίδια τους την ύπαρξη; Ειδικά όταν εκείνοι που θέλουν να καταλύσουν τις δημοκρατικές ελευθερίες χρησιμοποιούν ακριβώς αυτή την ανεκτικότητα για να διαδώσουν τις ιδέες τους και να προσηλυτίσουν οπαδούς;
• Είναι αλήθεια ότι το έργο έχει συναντήσει θερμή υποδοχή όπου έχει παιχθεί ως τώρα, μεγαλύτερη σημασία για μένα έχει όμως η διαδραστικότητα που αναπτύσσει με το κοινό. Υπήρξαν πολλές, έντονα φορτισμένες συναισθηματικά αντιδράσεις από θεατές, κάποιοι έβριζαν, άλλοι επιχείρησαν να ανέβουν στη σκηνή κ.λπ., όχι μόνο εξαιτίας του θέματος που πραγματεύεται αλλά επειδή θέτει αμείλικτα διλήμματα και στο ίδιο το κοινό, καθώς «ακροβατεί» μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας. Η «Καταρίνα» είναι και για μένα μια ιδιαίτερη παράσταση, καθώς, αφότου την ανέβασα, βίωσα πρωτόγνωρα στη μέχρι τώρα καριέρα μου πράγματα και καταστάσεις, για το καλύτερο ή το χειρότερο! Θέλησα επίσης με όχημα αυτή να μιλήσω για κάποια πολύ επίκαιρα ζητήματα όπως η ανησυχητική άνοδος της ακροδεξιάς, στην Πορτογαλία και παγκόσμια.
• Ήδη, προτού ξεκινήσουν οι πρόβες της «Καταρίνας», υπήρχαν έντονες αντιπαραθέσεις για τον τίτλο, τη θεματική και την προσέγγιση του έργου, καθώς τότε ήμουν κιόλας διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Dona Maria IΙ. Η πορτογαλική άκρα δεξιά επίσης ενοχλήθηκε. Στην Ιταλία, πάλι, το ακροδεξιό κόμμα Fratelli d’Italia, του οποίου ηγείται η σημερινή πρωθυπουργός της χώρας, απαιτούσε να λογοκριθεί η παράσταση. Η «Καταρίνα» συζητήθηκε ευρέως, σχολιάστηκε ποικιλότροπα, τάραξε τα νερά και όχι μόνο στο καλλιτεχνικό πεδίο – αυτό τουλάχιστον το πετύχαμε, δεν φτιάξαμε ένα ακόμα εύπεπτο έργο!
• Δεν βλέπω το θέατρο καθαυτό ως πολιτικό ακτιβισμό, όμως μια παράσταση μπορεί να λειτουργήσει ως αντηχείο μιας πολιτικής διακήρυξης, να γίνει ο προθάλαμος μιας κριτικής αλλά και μιας αυτοκριτικής ματιάς στα πράγματα. Το θέατρο είναι ο τόπος μιας συλλογικής εμπειρίας και ταυτόχρονα ο τόπος του Άλλου, κάτι που το χαρακτηρίζει ήδη από τότε που γεννήθηκε η τραγωδία στην αρχαία Ελλάδα. Μας κεντρίζει να δούμε μέσα από τα μάτια των άλλων την κοινωνία και τον εαυτό μας κι αυτό μπορεί, ίσως, να οδηγήσει σε μια πολιτική ευαισθητοποίηση και ενεργοποίηση.
• Ελλάδα και Πορτογαλία διατηρούν ακόμα ζωντανές μνήμες από τις δικτατορίες που πέρασαν. Σήμερα αντιμετωπίζουν και οι δύο μια αναβίωση της ακροδεξιάς απειλής, όπως αρκετές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Με τη γλώσσα του θεάτρου, της τέχνης γενικότερα μπορείς να πεις με δυνατή φωνή πράγματα που πολύ πιθανό να λογοκρίνονταν σε ένα μέσο, να επέφεραν μέχρι και νομικές συνέπειες. Μπορείς να παίξεις με τη μυθοπλασία, να θέσεις ερωτήματα τύπου «τι θα γινόταν αν» ή «τι πρέπει - ή τι θα έπρεπε - να κάνουμε». Το βασικό ερώτημα που θέτει η παράσταση πάει πολύ βαθύτερα από το αν η βία είναι θεμιτή για την υπεράσπιση του δημοκρατικού πολιτεύματος, σχετίζεται με την ίδια την ποιότητα της δημοκρατίας που έχουμε σήμερα.
• Δεν υπάρχει μόνο δράμα στην «Καταρίνα» αλλά και γέλιο, καθώς και διάφοροι χαρακτήρες με τους οποίους μπορεί να ταυτιστεί ο θεατής. Ξετυλίγονται επίσης οικογενειακά «δράματα», μπαίνει το ζήτημα της διαφορετικότητας και άλλες πτυχές των ανθρωπίνων σχέσεων πέρα από την πολιτική διάσταση του έργου με την οποία συμπλέκονται.
• Ο κεντρικός χαρακτήρας του έργου δολοφονήθηκε από έναν υπαστυνόμο το 1954 επειδή συμμετείχε σε κινητοποιήσεις, ζητώντας ίσο μεροκάματο στο χωράφι για γυναίκες και άντρες σε μια Πορτογαλία που παρέμενε κυρίως αγροτική και ημιφεουδαρχική. Έκτοτε αναδείχθηκε σε σύμβολο όχι μόνο του αντιφασιστικού αγώνα αλλά και του φεμινιστικού κινήματος προτού καν αυτό ανθήσει στη χώρα, καθώς τη διαδήλωση όπου την πυροβόλησαν θανάσιμα την είχε διοργανώσει η ίδια μαζί με άλλες δεκατρείς γυναίκες.
«Λισαβόνα και Αθήνα αντιμετωπίζουν σήμερα τις ίδιες προκλήσεις με την ανεξέλεγκτη τουριστικοποίηση, τον αστικό εξευγενισμό που αλλάζει τον χαρακτήρα του κέντρου και ολόκληρων γειτονιών, το Airbnb, τα ακριβά νοίκια και τη γενικότερη άνοδο του κόστους ζωής».
• Στην Πορτογαλία σήμερα η μεγάλη πλειοψηφία, ανεξάρτητα από πολιτικές απόψεις, προσδοκά έναν χαρισματικό ηγέτη, έναν «Μεσσία» που θα τα αλλάξει όλα. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό και που συνιστά ένα από τα προβλήματα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στον καιρό μας είναι η αίσθηση του μέσου πολίτη ότι δεν αντιπροσωπεύεται, ότι τα νήματα κινεί μια διεφθαρμένη ελίτ που δεν νοιάζεται γι’ αυτόν ούτε κατ’ ελάχιστο. Οι άνθρωποι αυτοί, που ταυτόχρονα βιώνουν μεγάλη εργασιακή και οικονομική ανασφάλεια και δεν έχουν να ελπίσουν πουθενά, είναι οι πιο ευάλωτοι στα λαϊκίστικα κηρύγματα, στη στοχοποίηση των ξένων και των μεταναστών ως απειλής, στο να θεωρήσουν σωτηρία την «επιστροφή» των παραδοσιακών αξιών.
• Προσωπικά, προτιμώ να είμαι απαισιόδοξος στη θεατρική σκηνή, αλλά αισιόδοξος στην πραγματική ζωή. Ο Σοφοκλής, για παράδειγμα, έγραψε τραγωδίες, αλλά στην καθημερινότητά του ήταν ένας πολύ ευχάριστος άνθρωπος. Χρωστάω, ξέρετε, πολλά στους τρεις μεγάλους τραγικούς της αρχαιότητας, η επιρροή τους πάνω μου, ως ανθρώπου και ως καλλιτέχνη, από κοινού με το σύγχρονο ρεαλιστικό δράμα και το θέατρο-ντοκιμαντέρ υπήρξε και παραμένει καταλυτική. Πολλοί σύγχρονοι δημιουργοί προσπάθησαν, και προσπαθούν, να προσδώσουν στα έργα αυτά ένα πιο μοντέρνο πνεύμα, αλλά αυτό βρίσκεται εκεί εξαρχής! Ακόμα περισσότερο, το θέατρο στην κλασική εποχή ήταν και μια άσκηση συμμετοχικής δημοκρατίας στα όρια που αυτή τότε λειτουργούσε, μάλιστα, αντί για την ευκολία της επιλογής κάποιας πλευράς, συνομιλούσε με όλες.
• Όλοι και όλες έχουμε, νομίζω, χρέος ως ενεργοί πολίτες να συμμετέχουμε στο πολιτικό γίγνεσθαι και στον δημόσιο διάλογο με όποιον τρόπο μπορούμε, έστω και με κάποια ανάρτηση στα σόσιαλ. Καθενός η συμβολή έχει τη σημασία της και είναι ευπρόσδεκτη στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και τη χάραξη πολιτικών.
• Ο κόσμος μας σήμερα χωρίζεται σε δύο ζώνες, τη ζώνη του ευνόητου και τη ζώνη του αδιανόητου. Η πρώτη έχει καθολική πρόσβαση σε ρεύμα, τροφή και πόσιμο νερό, παρέχει οικονομική ασφάλεια, κατοχυρωμένα δικαιώματα και ελευθερίες, η δεύτερη συχνά στερείται ακόμα και τα στοιχειώδη. Και όσο δύσκολο είναι να «προβιβαστεί» μια χώρα στην πρώτη ζώνη, τόσο εύκολο είναι να κατρακυλήσει στη δεύτερη εξαιτίας μιας πολεμικής σύρραξης ή μιας βαθιάς οικονομικής κρίσης. Κάτι ανάλογο συνέβη στη Γαλλία μετά τη ναζιστική εισβολή, στην πρώην Γιουγκοσλαβία στα '90s, στην Ιβηρική Χερσόνησο και στην Ελλάδα την προηγούμενη δεκαετία. Και μπορεί οι χώρες μας να έχουν αναρρώσει σήμερα, το αδιανόητο όμως πάντοτε παραφυλάει, όπως συνέβη στην Ουκρανία. Τέτοιες καταστάσεις επίσης ευνοούν τη διάδοση ακροδεξιών ιδεολογημάτων.
• Γεννήθηκα τρία χρόνια μετά την «Επανάσταση των Γαριφάλων» του 1974 – του χρόνου θα γιορτάσουμε την 50ή της επέτειο. Η γενιά μου ήταν η πρώτη μεταπολεμικά που είχε το προνόμιο μεγαλώσει σε μια δημοκρατία, όμως οι γονείς, οι μεγαλύτεροι συγγενείς και όλοι οι ενήλικες που συναναστρεφόμασταν δεν είχαν γνωρίσει ποτέ άλλο πολίτευμα από τη δικτατορία. Ο πατέρας μου, για παράδειγμα, ήταν ένας δημοκράτης δημοσιογράφος που κατέφυγε στη Γαλλία τη δεκαετία του ’60 για να αποφύγει τις διώξεις, ο στρατευμένος αδελφός του σκοτώθηκε στους αποικιακούς πολέμους του καθεστώτος, η μητέρα μου ήταν ενεργό μέλος του παράνομου τότε Κ.Κ. Πορτογαλίας.
Τα βιώματα αυτά σίγουρα με επηρέασαν έντονα ως καλλιτέχνη και ως άνθρωπο, όπως πολλούς άλλους συμπατριώτες μου – χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να επανακάμψει μια χώρα κι ένας λαός που ήταν σχεδόν μισό αιώνα «στον γύψο» και σίγουρα οφείλουμε πολλά σε όσους αγωνίστηκαν ρισκάροντας ακόμα και τη ζωή τους για να επέλθει αυτή η πολιτική αλλαγή την οποία ευτυχήσαμε να προλάβουμε. Διαφορετικά, όλα όσα έκανα ως τώρα στη ζωή μου ως καλλιτέχνης θα ήταν ανέφικτα.
• Μετά την επιστροφή στη δημοκρατική ομαλότητα κυριάρχησε στην Πορτογαλία μια συλλογική βούληση να προχωρήσουμε μπροστά, αφήνοντας στη λήθη ό,τι σχετιζόταν με τη δικτατορία. Υπήρξαν πολύ λίγοι κριτικοί απολογισμοί, ιστορικές καταγραφές και δημόσιες συζητήσεις για το καθεστώς Σαλαζάρ και την κουλτούρα σιωπής, φόβου και υποταγής που είχε επιβάλει. Ήταν η δική μου γενιά που μετά τη δεκαετία του ’90 άρχισε να «σκαλίζει» ένα παρελθόν-ταμπού, προσπαθώντας να το φωτίσει.
• Σαφώς υπάρχουν ακόμα «σκοτεινές σελίδες» αναφορικά με τη δικτατορία και ιστορίες που δεν έχουν ειπωθεί. Δεν έχει δημιουργηθεί καν κάποιο ερευνητικό ίδρυμα σχετικά, όπως στη γειτονική Ισπανία, και είναι βέβαιο ότι αν σηκώσεις μια πέτρα από τότε θα βρεις πολλά κρυμμένα μυστικά αποκάτω. Προσωπικά, έχω ασχοληθεί με τη λογοκρισία που ασκούσε στις τέχνες το καθεστώς, αλλά χρειάζεται πολλή περισσότερη δουλειά, ερευνητική, πολιτική και καλλιτεχνική. Υπάρχει στη Λισαβόνα ένα Μουσείο Αντίστασης στη δικτατορία που στεγάζεται σε μια παλιά φυλακή στο κέντρο και πάντοτε ενθαρρύνω τους ξένους επισκέπτες, αφού απολαύσουν τα αξιοθέατα, τη νυχτερινή ζωή και το όλο «γκλάμουρ» της πόλης, να περάσουν και από εκεί ώστε να αποκτήσουν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της σύγχρονης ιστορίας της χώρας.
• Η Πορτογαλία μέχρι και τις Ευρωεκλογές του 2019 περηφανευόταν ότι από το 1974 και μετά δεν είχε ούτε έναν ακροδεξιό δήμαρχο ή βουλευτή. Τότε το ακροδεξιό λαϊκιστικό κόμμα Chega («Αρκετά») κέρδισε μία έδρα στην Ευρωβουλή και στις εθνικές εκλογές που έγιναν δύο χρόνια μετά εξέλεξε δώδεκα βουλευτές, αναδεικνυόμενο σε τρίτη δύναμη στο Κοινοβούλιο, εξέλιξη που ανησυχεί όλη τη δημοκρατική Πορτογαλία. Είναι σαν να παρακολουθούμε το πρώτο επεισόδιο μιας δυστοπικής σειράς στο Netflix, ενώ η υπόλοιπη Ευρώπη βρίσκεται ήδη στο τέταρτο ή πέμπτο!
• Λισαβόνα και Αθήνα αντιμετωπίζουν σήμερα τις ίδιες προκλήσεις με την ανεξέλεγκτη τουριστικοποίηση, τον αστικό εξευγενισμό που αλλάζει τον χαρακτήρα του κέντρου και ολόκληρων γειτονιών, το Airbnb, τα ακριβά νοίκια και τη γενικότερη άνοδο του κόστους ζωής. Είναι μάλιστα ένα από τα κεντρικά ζητήματα στην κοινωνικοπολιτική ζωή της χώρας, καθώς αφορά κι άλλες μεγάλες πόλεις όπως το Πόρτο.
• Είμαι ανοιχτός στην κριτική και δεν ενοχλούμαι αν κάποιες είναι αρνητικές, παρότι βέβαια όλοι οι δημιουργοί είμαστε πεπεισμένοι ότι δίνουμε πάντοτε τον καλύτερο εαυτό μας. Μέρος του παιχνιδιού είναι κι αυτές. Μια γόνιμη κριτική σίγουρα βοηθά να αποκτήσεις μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της δουλειάς σου, να δεις κάποια πράγματα αλλιώς, να διορθώσεις επίσης κάποιες ατέλειες, την ύπαρξη των οποίων συχνά έχεις και ο ίδιος υποψιαστεί, αλλά ευελπιστείς ότι θα περάσουν απαρατήρητες!