Μια γυναίκα και η μουσική: Ρούλα Πατεράκη
ΤηΣονάτα του Σεληνόφωτος (1956), ένα μυθικό κομμάτι στο συνολικό έργο του Ρίτσου, τη διάλεξε ο Γιώργος Λούκος. Δύο είναι τα βασικά σημεία της σύνθεσης: αφενός η γυναίκα που μιλάει σε κάποιον φανταστικό ή πραγματικό άνθρωπο, σ' ένα δεύτερο πρόσωπο που μπορεί να υπάρχει ή να μην υπάρχει στον ίδιο χώρο, και αφετέρου το απόλυτο αριστούργημα του Μπετόβεν, η «Σονάτα του Σεληνόφωτος».
Τη γυναίκα την είδα σαν μια κουρασμένη, απομονωμένη από τη συνάφεια του κόσμου, Ηλέκτρα. Από την άλλη σκέφτομαι ότι ο Ρίτσος ερωτοτροπούσε με το γενικότερο αστικό κλίμα, ώστε μπορούμε να φανταστούμε αυτήν τη γυναίκα σαν μια κυρία στην Εκάλη, η οποία σπανίως βγαίνει έξω, απομονωμένη σ' ένα σπίτι με όμορφα αλλά σκονισμένα έπιπλα αξίας και με το πιάνο στη γωνία. Πιθανόν ακούει Μπετόβεν, πιθανόν γράφει ποιήματα. Στο τέλος ο ποιητής τη βάζει να βγαίνει στην πολιτεία -αν, τώρα, θέλησε ο Ρίτσος να περάσει την ιδέα ότι ο κουρασμένος αστικός κόσμος μπορεί να σωθεί μόνο μέσα από την επαφή του με το ζωντανό κομμάτι της κοινωνίας, τον κόσμο του μόχθου, εγώ, τουλάχιστον, δεν το διέκρινα. Το βέβαιο είναι ότι στον Ρίτσο ασκούσαν γοητεία τα έγκλειστα, απόμακρα πρόσωπα, οι ωραίες γυναίκες με τους πολλούς εραστές που ξέμειναν στη μοναξιά τους, οι παλιές φωτογραφίες, τα κάδρα αλλοτινών εποχών, Ηλέκτρες που περιφέρονται στις πύλες των ανακτόρων.
Υπήρξε ποιητής μεγάλης εμβέλειας. Ωστόσο, η ευκολία και η ταχύτητα με την οποία έγραφε είχαν ως αποτέλεσμα, δίπλα σε εξαιρετικούς στίχους, να υπάρχουν και πολλοί άλλοι απολύτως χρονολογημένοι, που σήμερα δεν στέκουν. Πάντοτε μέσα στη μεγάλη ποσότητα η ποιότητα κρατά αποστάσεις. Είναι, μ' άλλα λόγια, ένας άνισος ποιητής, καθαρά λυρικός, παρά τις επικές τάσεις του.
Πώς λες σήμερα «Τι φεγγάρι απόψε!» ή «Άσε με να 'ρθω μαζί σου»; Προσπάθησα να είμαι ειλικρινής με το ποίημα και να το πω όσο γίνεται πιο απλά, γιατί η σχέση μου με το λυρισμό και το βερμπαλισμό δεν είναι η καλύτερη. Αντιμετώπισα την αισθηματολογία με μία καθαρή ερμηνεία, έχοντας δίπλα μου το Διονύση Μαλλούχο, έναν πολύ καλό πιανίστα που θα ερμηνεύσει μέρη της σονάτας (γιατί ολόκληρο το έργο του Μπετόβεν διαρκεί περισσότερο απ' όσο διαρκεί η ανάγνωση του ποιήματος).
Το κείμενο ανάμεσά μας: Βίκτωρ Αρδίττης
Ο Γιώργος Λούκος ήθελε έναν κύκλο σκηνικών προσεγγίσεων του Ρίτσου που να δημιουργούν ένα μικρό σκηνικό γεγονός. Μου πρότεινε ένα κείμενο, τους δεσμούς μου με το οποίο γνώριζε, το Όταν έρχεται ο Ξένος(1958), που ο Ρίτσος είχε συμπεριλάβει στα ποιητικά έργα της Τέταρτης Διάστασης(1972). Πρόκειται για ένα μακρύ αφηγηματικό ποίημα που είχε μεταφράσει ο Αντουάν Βιτέζ με τη Χρύσα Προκοπάκη στα γαλλικά, τα χρόνια της δικτατορίας. Ήμουν τότε στο Παρίσι και ακόμη θυμάμαι τη φωνή του μεγάλου σκηνοθέτη, τον ήχο και το ρυθμό του, καθώς το διάβαζε ενώπιον κοινού, σε μια προσπάθεια να γίνει γνωστή στο γαλλικό κοινό η ποίηση που τότε διωκόταν από τη δικτατορία.
Το ποίημα αφηγείται το τέλος ενός πένθους, σε ισχυρό πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, σ' ένα «εμείς» που αντιστοιχεί στην κοινότητα που πενθεί. Έχει γίνει μεγάλη συζήτηση για το τι εκπροσωπεί στο ποίημα η αινιγματική μορφή του Ξένου, που έρχεται ακάλεστος: μπορεί να είναι ο Μεσσίας, ο Ποιητής, μπορεί να είναι ένας Φτωχοπρόδρομος ή ένας αγκιτάτορας φιλόσοφος; Δεν απαντώ, αντίθετα, θέλησα να μείνει ανάγλυφο, σε εκκρεμότητα, το ερώτημα. Ο Ξένος, πάντως, μιλάει για τα δέντρα, για τα πουλιά, για τα βατράχια, για τη μνήμη, για τους νεκρούς - με τα λόγια του αναδιατάσσει τον κόσμο, τον εξηγεί, οδηγώντας τελικά το κοινό του στην έξοδο από το πένθος, στην παρηγοριά. Ακούγοντάς τον, οι πολλοί του «εμείς» αλλάζουν.
Επέλεξα για την ερμηνεία του τη μορφή ενός διδύμου, του Ακύλλα Καραζήση και μένα, στηριζόμενος στον υψηλό βαθμό συνεννόησης και ανταλλαγής μεταξύ μας, στη φιλία και στην κοινή θεατρική εμπειρία (και την ιδεολογία μας, αν θέλεις), βάζοντας το κείμενο ανάμεσά μας. Δηλαδή, φέρουμε το κείμενο επί σκηνής, το «ανταλλάσσουμε», το παίζουμε σαν πινγκ-πόνγκ, θέλοντας να δημιουργήσουμε ένα μικρό σκηνικό γεγονός που να κρατάει το νήμα του ποιήματος, χωρίς να το αναπαριστά ακριβώς, αλλά ενεργοποιώντας το και κάνοντάς το να ακουστεί ενδιαφέρον σήμερα. Επιδιώξαμε να αναδείξουμε τη λάμψη των λέξεων, των στίχων, των αισθήσεων, γνωρίζοντας ότι στη σκηνή, δηλαδή στον παρόντα χρόνο, αυτό που παρακολουθείς δικαιώνεται με διαφορετικά κριτήρια απ' ό,τι το ποίημα, που διαβάζεται κατά μόνας.
Δεν μπορώ να απαντήσω αν η ποίηση του Ρίτσου είναι εν πολλοίς ξεπερασμένη. Κι αυτό γιατί παραμένει κομμάτι της διαμόρφωσής μου, της παιδείας μου, της μυθολογίας μου. Μπορεί να μην είναι πρώτος στη σειρά των ενδιαφερόντων μου, αλλά δεν παύει να ανήκει στα συστατικά που διαμόρφωσαν τον κόσμο μου από τα χρόνια της πρώτης νιότης μου. Έτσι και αλλιώς, η γενιά μου, της δικτατορίας, γνώρισε τον Ρίτσο ήδη απόμακρο, ως μεγάλο, «ολύμπιο» ποιητή της Αριστεράς.
Κάτω από τα λόγια, το απαγορευμένο: Δημήτρης Λιγνάδης
Δεν θα διάλεγα από μόνος μου τη Φαίδρα, γιατί δεν έχω εντρυφήσει τόσο πολύ στον Ρίτσο. Μελετώντας την, ωστόσο, διαπίστωσα στοιχεία που αντέχουν κι άλλα που δεν αντέχουν. Στη παράστασή μου δεν προσπάθησα ούτε να εξωραΐσω ούτε να αποκρύψω κάτι. Με καλή πρόθεση θέλησα να παρουσιάσω τον Ρίτσο του '70 στο κοινό του 2010.
Είναι πανθομολουγομένο ότι ο Ρίτσος είναι: α) πολυγραφότατος, β) στρατευμένος σε μια ιδεολογία που σήμερα έχει εκπέσει και η οποία διατρέχει ακόμη και έργα του στα οποία δεν δικαιολογείται, και γ) ότι κάποτε γίνεται υπερβολικά λυρικός και ρητορικός. Όλα αυτά μαζί συνθέτουν ένα χαρμάνι, που ίσως βρίσκεται σε διαμάχη με την πεζότητα της σημερινής εποχής. Θα μπορούσε να πει κανείς να πει ότι ο λεκτικός και εκφραστικός του τρόπος δεν ταιριάζει με την επίπεδη εποχή μας. Στην κατεύθυνση αυτή, η σκηνική ερμηνεία έργων του μπορεί να είναι μια ενδιαφέρουσα δοκιμή: να βάλουμε το «σώμα» πάνω στο σκηνικό τραπέζι (και μάλιστα στο τεράστιο, για το εγχείρημα, «τραπέζι» της Πειραιώς 260) για να διαπιστώσουμε, εντέλει, αν είναι νεκρό ή ζωντανό.
Έτσι λειτουργώ και στα κανονικά θεατρικά έργα, ιδίως σε αυτά που χαρακτηρίζουμε «κλασικά», αναζητώντας, βέβαια, σταθερά την ποίησή τους, που με ενδιαφέρει πολύ περισσότερο λ.χ. από την ιδεολογία τους. Πόσο μάλλον τώρα, που έχω στα χέρια μου ένα έργο καθαρά ποιητικό. Η μεγαλύτερη δυσκολία για μένα, ως προς τη σκηνική ερμηνεία του, έχει να κάνει με το εξής: όταν η ποιητικότητα υπερβαίνει τη θεατρικότητα προκαλείται σκηνικό πρόβλημα.
Κινήθηκα πάνω σε μία διπλή διαλεκτική σχέση: από τη μία είναι η Φαίδρα και το ερωτικό της αντικείμενο, ο Ιππόλυτος, και από την άλλη ο Ρίτσος του '70, που ερμηνεύει η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, έχοντας απέναντί της διαρκώς έναν απόλυτα σύγχρονο νέο. Πώς δένει ο Ρίτσος με το laptop, το γυμναστήριο και τις προσωπικές στιγμές ενός σημερινού νέου; Ένα στοιχείο που μου αρέσει ιδιαίτερα σ' αυτήν τη Φαίδρα είναι η προσπάθεια του ποιητή να κρύψει κάτω από τους στίχους την αμφισεξουαλική του διάθεση. Ο ίδιος μάλλον θα νόμιζε ότι τα κατάφερε, πλην όμως αυτή στις μέρες μας δεν κρύβεται κι είναι πολύ τρυφερό να διαπιστώνεις ότι ο Ρίτσος, ο ποιητής της Αριστεράς που βραβεύτηκε, μεταξύ άλλων, και με το Βραβείο Λένιν, έχει θέμα με το «απαγορευμένο». Τελικά, προσπάθησα έναν ήπιο διάλογο με το ποίημα, χωρίς να φωτίσω περισσότερο την κορνίζα (δηλαδή το σχόλιο) από τον πίνακα.
σχόλια