ΚΑΘΕ ΕΛΛΗΝΑΣ ΟΦΕΙΛΕΙ μια επίσκεψη στην Κύπρο. Όχι για το κάλλος του τόπου –δεν ξέρω πόσο ελκυστικό είναι ούτε το μικρό Ντουμπάι στο οποίο μετατρέπεται με ρωσικό χρήμα η Λεμεσός ούτε το ξεροκάμπι της Λευκωσίας– αλλά για να διαπιστώσει την άγνοιά του για τον λαό που αντανακλαστικά αποκαλεί «αδελφό». Διότι, έπειτα από δεκαετίες συνθηματολογίας και συναισθηματισμού, χαϊδεύοντας τις γάτες του Αϊ-Νικόλα και μηρυκάζοντας το τραύμα του ’74, καλλιεργήσαμε μια υπερβατική σχέση με την Κύπρο, που υπονομεύει τη δυνατότητα ψύχραιμης συνομιλίας με τη μοναδική άλλη ελληνόφωνη δημοκρατία του κόσμου.
Τι ξέρουμε για όσα όντως τεκταίνονται στην κυπριακή κοινωνία; Τι ξέρουμε για τις αντίρροπες δυνάμεις που, άλλοτε υπόκωφα και άλλοτε με σφοδρότητα διχαστική, αναδεύονται και συγκρούονται γύρω από ζητήματα θεμελιώδη, όπως η ταυτότητα και η γλώσσα; Τι ξέρουμε για το ταυτοτικό συνεχές «Έλληνας - Ελληνοκύπριος - Ελληνόφωνος Κύπριος», για το πώς τοποθετούνται επ’ αυτού οι γενιές πριν και μετά το ’74 και για το πού ρέπει σήμερα η κυπριακή νεολαία; Γνωρίζουμε, άραγε, ότι ο εθνικός ύμνος της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι ο εθνικός ύμνος μιας άλλης χώρας, της δικής μας; Τι ξέρουμε για την κυπριακή ποικιλία της ελληνικής που, ενώ αποτελεί το φυσικό μέσο έκφρασης των Κυπρίων, έως πριν από δεκαπέντε χρόνια ήταν αποκλεισμένη από τη δημόσια σφαίρα ως «κατώτερη» και ακουγόταν μόνο στο πλαίσιο σατιρικών σκετς, και έχει δεν έχει μια δεκαετία που άρχισε να απενοχοποιείται; Και από μεριάς μας, ως Έλληνες πολίτες, είμαστε πρόθυμοι να αμφισβητήσουμε το εθνικό μας αφήγημα και να συζητήσουμε τις ευθύνες της Ελλάδας για όσα συνέβησαν στο νησί από το ’60 ως το ’74;
Η παράσταση είναι ώριμο τέκνο ενός ένσαρκου και κατά κύριο λόγο υπόκωφου θυμού μιας γενιάς και συνεκδοχικά μιας κοινωνίας σε σύγχυση, κυρίως όμως καρπός της βαθιάς λύπης νέων ανθρώπων που, στην καλύτερή τους ώρα, διαπιστώνουν ότι εξαπατήθηκαν και βλέπουν μπρος τους τοίχο.
Την ίδια στιγμή που γκρινιάζουμε γιατί οι Κύπριοι εισάγονται με προνομιακούς όρους στα πανεπιστήμιά μας και τους φθονούμε για την καλύτερη οικονομική τους κατάσταση – την ίδια στιγμή μπορούμε άραγε να ξεφύγουμε από καταστάσεις όπως αυτή που αποτυπώνει το ρεπορτάζ της «Καθημερινής»¹, όπου, κατά τη βράβευσή του στην Αθήνα ως Κύπριου επιχειρηματία που διακρίθηκε στο εξωτερικό, ο Ανδρέας Δρυμιώτης «ξεκίνησε με τη φράση: “Βραβεία Κυπρίων που διέπρεψαν στο εξωτερικό; Μα από πότε η Ελλάδα είναι εξωτερικό;” για να κερδίσει ένα θερμότατο χειροκρότημα»; (η υπογράμμιση δική μας).
Ας με συγχωρήσουν οι συντελεστές του Out of Necessity, με αφορμή το οποίο γράφεται αυτό το σημείωμα, που δεν έχω πει ακόμα λέξη για την παράσταση και που, παρότι θέμα μας είναι ένα κυπριακό έργο που ψηλαφεί, με αφετηρία το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, την κυπριακή ιδιοπροσωπία μέσα από το βλέμμα της νέας γενιάς, μιλώ τόσην ώρα για την Ελλάδα. Αλλά αφενός το έργο, έπειτα από σαράντα sold out παραστάσεις στην Κύπρο και αφού πυροδότησε έναν ζωηρό διάλογο, επιτέλους ανεβαίνει στην Ελλάδα (παρεμπιπτόντως, συγχαρητήρια στο ΚΘΒΕ για την τόλμη του να φέρει την παράσταση κι εύχομαι την ίδια τόλμη να επιδείξει και κάποια αθηναϊκή σκηνή)· και, αφετέρου, η Ελλάδα δεν είναι για την Κύπρο μια οποιαδήποτε χώρα: είτε είναι σάρκα από τη σάρκα της είτε συγγενής πρώτου βαθμού –επανερχόμαστε στο ταυτοτικό συνεχές για το οποίο έγινε λόγος νωρίτερα–, οι δεσμοί που συνδέουν τις δύο χώρες είναι δεσμοί αίματος, του χυμένου αίματος περιλαμβανομένου· είναι δεσμοί οικογενειακοί. Κι όπως σε κάθε οικογένεια, εκτός από την ομοιότητα και την αγάπη, αναφύονται στρεβλώσεις και απωθημένα, οιδιπόδεια, εκατέρωθεν αισθήματα ασφυξίας, αλλά και πράξεις βίας.
Και όσο το Out of Necessity στρέφει, με όχημα το άγιο γαμώτο και τον κλαυσίγελο της νέας γενιάς –επ’ αυτών παρακάτω–, έναν καθρέφτη στην κυπριακή κοινωνία κατοπτρίζοντας τις αντιφάσεις, τις αποσιωπήσεις και τις φαύλες όψεις της, εξίσου στρέφει τον καθρέφτη του και σ’ εμάς. Και μπορεί ο αυτοσαρκασμός και η τρυφερότητα της παράστασης να μην την αφήνουν να γίνει εριστική, όμως το κάτοπτρό της απέναντι στην ελληνική κοινωνία το στρέφει δίχως περιστροφές. Και το αποτέλεσμα για τον Έλληνα θεατή είναι συχνά αποκαλυπτικό.
Αλλά είναι μάλλον ώρα να μιλήσω πιο συγκεκριμένα. Τι είναι, λοιπόν, το Out of Necessity της ομάδας À vendre, που σκηνοθέτησαν η Μαρία Κυριάκου και η Μαρία Βαρνακκίδου και πρωτοανέβηκε σε Λευκωσία και Λεμεσό το 2021 (πρώτη παραγωγή Fresh Target Theatre); Είναι μια παράσταση θεάτρου της επινόησης που θέτει, με αξιοσημείωτη παρρησία για το κυπριακό θέατρο και μάλλον για την κυπριακή κοινωνία συνολικά, ερωτήματα που είναι στον νου πολλών, σπάνια όμως συζητούνται ψύχραιμα. Σταχυολογώ μερικά: τι σημαίνει «είμαι Κύπριος» και τι συνέχει την κυπριακή ταυτότητα; Γιατί στην Κύπρο αλλιώς μιλούν και αλλιώς γράφουν; Είναι πράγματι η Κύπρος ανεξάρτητη χώρα; Ποιοι είναι οι ομοεθνείς των Ελληνοκυπρίων, οι Έλληνες ή οι Τουρκοκύπριοι; Πώς διδάσκεται η κυπριακή Ιστορία και τι πολίτες διαμορφώνει; Ως πότε η Κύπρος θα ζει σε καθεστώς «Δικαίου της Ανάγκης», σε μια ανωμαλία που τείνει να παγιωθεί και, κυρίως, να νομιμοποιηθεί ως κανονικότητα στη συνείδηση των πολιτών της; Και πώς τα εισπράττουν όλα αυτά οι σημερινοί τριαντάρηδες, εγκλωβισμένοι από τη μια στα κληροδοτημένα τραύματα και μυθεύματα και από την άλλη στην απουσία προοπτικής λόγω της διχοτόμησης και της ύποπτης οικονομίας των ουρανοξυστών και της χρυσής βίζας;
Στα 90 λεπτά της παράστασης, τα ερωτήματα αυτά τίθενται ταχύτατα το ένα μετά το άλλο μέσα από αφηγήσεις και προσωπικές ιστορίες των ηθοποιών, από τις οποίες προέκυψε το κείμενο. Σ’ έναν γυμνό χώρο, με μόνα σκηνικά αντικείμενα έξι κύβους, έναν τηλεβόα και μια προτομή της Αφροδίτης, δύο νέοι και τέσσερις νέες διατρέχουν την εξηντάχρονη ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας από την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας έως σήμερα. Σε μια σειρά από σύντομα επεισόδια-βινιέτες (στη μνήμη χαράσσονται τα επεισόδια με τον βιασμό της Αφροδίτης, την αλληλουχία των ρημάτων και το φινάλε), με σταθερή αναφορά το Σύνταγμα και έναυσμα κάποιο ερώτημα που θέτει ένα μέλος της συντροφιάς, ξετυλίγεται το νήμα της πορείας της Κυπριακής Δημοκρατίας σε διάλογο με βιωμένες ιστορίες και μνήμες των ηθοποιών. Σ’ αυτά τα δύο, στο βίωμα και στις μνήμες, είναι σημαντικό να σταθούμε: το Out of Necessity δεν είναι σχολικό μάθημα Ιστορίας, δεν είναι δοκίμιο πολιτικής ή νομικής θεωρίας ούτε καταγγελτικό δίστηλο σε μορφή devised θεάτρου.
Η παράσταση είναι ώριμο τέκνο ενός ένσαρκου και κατά κύριο λόγο υπόκωφου θυμού μιας γενιάς και συνεκδοχικά μιας κοινωνίας σε σύγχυση, κυρίως όμως καρπός της βαθιάς λύπης νέων ανθρώπων που, στην καλύτερή τους ώρα, διαπιστώνουν ότι εξαπατήθηκαν και βλέπουν μπρος τους τοίχο. Είναι καρπός μιας συλλογικής διάνοιας που έχει περιέλθει σε τέτοιο αδιέξοδο, ώστε δεν της απομένει παρά να βάλει τα γέλια – και να φωνάξει, μπας και κανείς συγκινηθεί, «ως εδώ». Ό,τι μεταστοιχειώνει ένα υλικό που υπό άλλες συνθήκες θα προσφερόταν μόνο για ακαδημαϊκή συζήτηση σε θέαμα που δεξιώνεται τον θεατή, γεννώντας γόνιμα ερωτήματα και δίνοντας ενίοτε άβολες απαντήσεις, είναι το κοίτασμα του βιώματος και η γνήσια αίσθηση ότι τα πρόσωπα που εκπροσωπούν επί σκηνής μια γενιά δεν έχει πού την κεφαλήν κλίνη. Κι επειδή ο αλγόριθμος της παράστασης είναι ακριβώς αυτό το βίωμα και αυτή η διερώτηση γύρω από καταστατικές έννοιες όπως η ταυτότητα και η πατρίδα, εύλογα η παράσταση χρησιμοποιεί την κυπριακή ελληνική: επί του φοβερού βήματος, καλή απολογία γίνεται μόνο στη μητρική γλώσσα. Αν πάλλεται από κάτι το Out of Necessity, είναι από αγάπη για την Κύπρο και ό,τι κυπριακό, και απ’ την ανάγκη αυτή η κυπριακότητα να διαφυλαχθεί.
Είπα πως η παράσταση δίνει άβολες απαντήσεις· εννοώ ότι, μοιραία, η θέση που λαμβάνει το Out of Necessity επί των ερωτημάτων που διατυπώνει θα ξενίσει μερίδα θεατών. Στην Κύπρο αυτό συνέβη ήδη, κάτι που εξηγεί ως έναν βαθμό και τον θόρυβο που προκάλεσε εκτός θεατρικού μικρόκοσμου – πέρα, βέβαια, από το γεγονός πως πρόκειται για μια άρτια παράσταση που συλλαμβάνει αισθήματα και σκέψεις που φαίνεται πως φωλιάζουν στο συλλογικό κυπριακό ασυνείδητο, ψάχνοντας τρόπο να αρθρωθούν. Είναι βέβαιο πως το ίδιο ξένισμα θα νιώσουν αρκετοί Έλληνες θεατές και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό, καθώς εδώ, όπως σημείωσα, δεν έχουμε ιδέα για το τι πράγματι απασχολεί την κυπριακή κοινωνία, ενώ διερωτήσεις και θέσεις όπως αυτές της παράστασης δεν ταιριάζουν στο εθνικό μας αφήγημα και στην απροθυμία μας να το αμφισβητήσουμε.
Το ξένισμα αυτό, ωστόσο, είναι άκρως ωφέλιμο: μας θέτει προ μιας πραγματικότητας με την οποία οφείλουμε να συνομιλήσουμε. Μας ανοίγει ένα προνομιακό παράθυρο στο εδώ και στο τώρα της Κύπρου, προσφέροντάς μας την ευκαιρία να αφουγκραστούμε, δι’ ελέου και φόβου, τι απασχολεί τη χώρα και πώς σκέφτεται το πιο ανήσυχο και δημιουργικό μέρος της κυπριακής νεολαίας. Και, τελικά, μικρή σημασία έχει αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με τις θέσεις της παράστασης· το κρίσιμο είναι να ακούσει απροκατάληπτα τι έχει να του πει και να αποδεχτεί την πρόσκληση για διάλογο που, καλοπροαίρετα, με παραπονεμένη αγαθότητα, του απευθύνεται. Εθνικόν δεν είναι το αληθές; Το Out of Necessity, από αγάπη για τον τόπο του κι από απελπισία, αυτό λέει.
¹ Μαργαρίτα Πουρνάρα, «Το “Βραβείο Κυπρίων που διακρίθηκαν στο εξωτερικό” σε έναν δικό μας άνθρωπο», «Η Καθημερινή», 10 Δεκεμβρίου 2022.
Σύλληψη – σκηνοθεσία – δραματουργία: ΜΑΡΙΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ - ΜΑΡΙΑ ΒΑΡΝΑΚΚΙΔΟΥ
Κείμενο παράστασης: ΜΑΡΙΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ, ΜΑΡΙΑ ΒΑΡΝΑΚΚΙΔΟΥ, σε συνεργασία με τους ηθοποιούς
Επί σκηνής: ΑΝΤΡΙΑ ΖΕΝΙΟΥ, ΕΛΕΝΑ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ, ΜΑΡΙΝΑ ΜΑΚΡΗ, ΦΟΙΒΟΣ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ, ΛΟΥΚΙΑ ΠΙΕΡΙΔΟΥ
26, 27 & 28 Οκτωβρίου στο Μικρό Θέατρο Μονής Λαζαριστών (Κολοκοτρώνη 25-27, Σταυρούπολη)
Ώρα έναρξης: 21:00
Διάρκεια: 90 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)
Όλες οι παραστάσεις θα έχουν αγγλικούς υπέρτιτλους
*Κατάλληλο για άτομα άνω των 12 ετών
Τιμή εισιτηρίου: €12 και €8 (μειωμένο)
Προπώληση: ntng.gr | more.com | 11876
Πληροφορίες - κρατήσεις στο Τ. 2315 200 200 και στα εκδοτήρια του ΚΘΒΕ