Στην αρχή πίστεψες ότι τα κατάφερες. Πίστεψες πως βρήκες καταφύγιο σε αυτή τη μουντή παραθαλάσσια πόλη, στην ξεχαρβαλωμένη πανσιόν μιας μεσήλικης μπέμπας και του δύσμοιρου συζύγου της. Άδειασες τη βαλίτσα σου, ήπιες λίγο τσάι κι έπεσες κατάκοπος για ύπνο.
Τότε ήταν που συνειδητοποίησες κάθιδρος τη ματαιότητα των προσπαθειών σου. Ήταν αδύνατο να ξεφύγεις. Η Οργάνωση έχει μάτια και μύτες παντού. Θα οσφρανθούν την αποξηραμένη ανάσα σου από χιλιόμετρα μακριά. Θα διαβάσουν τις δονήσεις της φοβισμένης καρδιάς σου στον σεισμογράφο τους. Ίσως τους πάρει μήνες, χρόνια, αλλά θα σε ξετρυπώσουν. Θα εισβάλουν στο υπνοδωμάτιό σου, θα τραβήξουν τις κουβέρτες και θα σου ζητήσουν να τους ακολουθήσεις. Αν αρνηθείς, έχουν τρόπους να σε μεταπείσουν. Οι μέθοδοί τους είναι γνωστές, αν και, στην περίπτωσή σου, δεν θα χρειαστεί να τις εξαντλήσουν – θα ενδώσεις εν μία νυχτί...
Θα σου φορέσουν ένα ολοκαίνουργιο κοστούμι, θα κολλήσουν τα σπασμένα σου γυαλιά, θα σε βοηθήσουν να δεις τον κόσμο με νέο βλέμμα, θα σε πάνε πέρα από το ουράνιο τόξο (εκεί όπου οι άγγελοι φοβούνται να πατήσουν), θα σε κάνουν άνδρα (αλλά και γυναίκα), θα σε κάνουν πλούσιο, θα σου ψήνουν κέικ, θα σε συμβουλεύουν, θα σου ανανεώνουν το εισιτήριο διαρκείας, δεν υπάρχει επιθυμία σου που να μείνει ανικανοποίητη άπαξ και επανέλθεις στους κόλπους της Οργάνωσης.
Η αίσθηση ενός πνεύματος εκτεθειμένου σε δυνάμεις βίας και ολοκληρωτισμού που καταλαμβάνουν όλα τα πεδία έκφρασης, η ανάγκη για αντίσταση, η συντριβή του «αποστάτη», η θυματοποίηση και η υποδούλωση ως κοινή μοίρα, η λαχτάρα επιστροφής σε έναν χαμένο παράδεισο ψευτο-ασφάλειας, το προσωπικό και το συλλογικό, το υπαρξιακό και το πολιτικό, ενώνονται σε ένα αδιάσπαστο, φορτισμένο όλον στο «Πάρτι γενεθλίων».
Το «πάρτι» σήμερα
Εξήντα τρία χρόνια έχουν περάσει από την πρεμιέρα του «Πάρτι γενεθλίων» στο Λονδίνο, και η εικόνα ενός σπασμένου σκελετού γυαλιών που ακουμπάει, πρόχειρα κολλημένος με λίγη ταινία, επάνω στη μύτη ενός ανδρικού προσώπου είναι πλέον οικεία και πλήρως σημασιοδοτημένη.
Μπορεί ο συσχετισμός των οφθαλμών με την αναζήτηση της γνώσης και της αλήθειας να εκκινεί από την αρχαιότητα, χρειάστηκε όμως η μεγαλοφυΐα του Πίντερ προκειμένου η βίαιη αποστέρηση της όρασης και η συνεπακόλουθη «λοξή» αποκατάστασή της να προσλάβει μια πρωτοφανέρωτη, τότε, διάσταση: εκείνη του θρυμματισμού του Εγώ και της επανένταξής του, σε συγκολλημένη εκδοχή, στο «σύστημα».
Ήταν, βέβαια, φυσικό η συμβολική αυτή εικόνα να γεννηθεί τότε, στα τέλη της ταραγμένης δεκαετίας του πενήντα, όταν η γενιά των beat συγγραφέων και ποιητών «ούρλιαζε» εναντίον του κομφορμισμού και της ασφυκτικής πίεσης για υποταγή στον ζυγό της κανονικότητας και της ομοιομορφίας.
Τώρα πια ο συμβολισμός της θραύσης μυωπικών κρυστάλλων επί σκηνής μπορεί να φαντάζει προφανής και ξεπερασμένος, οι δυνάμεις τύφλωσης της Επιθυμίας, όμως, εξακολουθούν να δρουν κατασταλτικά και ολέθρια: Ακόμη δεν γνωρίζουμε πώς να υπάρξουμε αυθεντικά μέσα στον κόσμο, ακόμη η προοπτική του αποχωρισμού από το κουκούλι της οικογένειας μάς γεμίζει τρόμο, ακόμη παλεύουμε για την απενοχοποίηση της αποκλίνουσας πορείας μας, ακόμη πασχίζουμε να ανατρέψουμε τις κυρίαρχες αναπαραστάσεις, που ορίζουν την επιτυχία με παραμέτρους ισοπεδωτικά προκαθορισμένες, διεκδικώντας οδυνηρό, ενίοτε αβάσταχτο, αντίτιμο για την αποδοχή μας στους κόλπους της κοινωνίας.
Το πιντερικό κείμενο (παρά τον ελαφρώς γερασμένο λόγο του) κείτεται, συνεπώς, ανοιχτό σε μια πληθώρα σύγχρονων ερμηνειών –ψυχαναλυτικών, υπαρξιακών, πολιτικών– που θα δύναντο να γονιμοποιήσουν τη σκηνοθετική σκέψη. Για την ακρίβεια, είναι αυτή ακριβώς η περιέργεια, να δει κανείς δηλαδή πώς έχει διαβάσει ένας σημερινός σκηνοθέτης το «Πάρτι γενεθλίων», πώς το έχει συντονίσει με το παρόν, που οδήγησε κάποιους από εμάς στο θέατρο του Ιδρύματος «Μιχάλης Κακογιάννης».
«Ένα μπανάλ σαλόνι»
Η πρώτη συνάντησή μας με το σώμα της παράστασης προμηνύει εξ αρχής τη δυσμενή εξέλιξη: Ένα εφησυχασμένο σκηνικό, μια τυπική και τετριμμένη σαλονοτραπεζαρία, ακριβώς όπως την έχουμε αποστηθίσει πλέον μέσα από τις χιλιάδες παραλλαγές της (προικισμένη με όλα τα αξεσουάρ μικροαστικής αισθητικής), μαρτυρά την αφυδατωμένα «ρεαλιστική» πρόθεση του εγχειρήματος.
Είναι αλήθεια ότι τόσο ο ίδιος ο Πίντερ όσο και επιφανείς Άγγλοι θεωρητικοί και σκηνοθέτες (ο Μάρτιν Έσλιν, o Κλάιβ Ντόνερ, ο Πίτερ Χολ κ.ά.) επέμεναν προ δεκαετιών στη ρεαλιστική ή ακόμη και στη νατουραλιστική προσέγγιση των έργων αυτών, τονίζοντας τον κίνδυνο που εγκυμονεί κάθε βεβιασμένη προσπάθεια εκμαίευσης των φιλοσοφικών διαστάσεών τους μέσα από τον σκηνικό υπερτονισμό των συμβόλων.
Ο ρεαλισμός, όμως, παραμένει η πιο ολισθηρή και παρεξηγημένη έννοια στο θέατρο∙ με άλλα λόγια, τα «αληθινά» έπιπλα δεν εγγυώνται καμία «αλήθεια»: Αν ο χώρος του «Πάρτι γενεθλίων» έχει εύστοχα χαρακτηριστεί ως «ένα μπανάλ σαλόνι που διανοίγεται στις φρίκες της μοντέρνας Ιστορίας»¹, τότε εμείς συναντήσαμε μονάχα το πρώτο μισό της φράσης.
Η αίσθηση ενός πνεύματος εκτεθειμένου σε δυνάμεις βίας και ολοκληρωτισμού που καταλαμβάνουν όλα τα πεδία έκφρασης, η ανάγκη για αντίσταση, η συντριβή του «αποστάτη», η θυματοποίηση και η υποδούλωση ως κοινή μοίρα, η λαχτάρα επιστροφής σε έναν χαμένο παράδεισο ψευτο-ασφάλειας, το προσωπικό και το συλλογικό, το υπαρξιακό και το πολιτικό, ενώνονται σε ένα αδιάσπαστο, φορτισμένο όλον στο «Πάρτι γενεθλίων». Μα, δυστυχώς, δεν αισθανθήκαμε τίποτε από αυτά παρακολουθώντας την παράσταση – ίσως να τα υποψιαστήκαμε μερικές στιγμές, αλλά μέχρι εκεί.
Γιατί αυτό που είδαμε επί σκηνής αφηγούνταν μιαν άλλη ιστορία, πλαδαρή, ασαφή και ανώδυνη. Είδαμε έναν δύσμοιρο, αξιολύπητο, συρρικνωμένο νεαρό άνδρα, τον Στάνλεϊ (Πυγμαλίων Δαδακαρίδης), με το νευρικό του σύστημα σμπαραλιασμένο σε τέτοιο βαθμό, ώστε δύο ξένοι ακαθόριστων προθέσεων (Γιάννος Περλέγκας και Γιάννης Στεφόπουλος), μαλθακοί μπαρουφολόγοι, κατάφεραν, κάπου μεταξύ καλαμπουριού, υπονοούμενων και λίγου bullying, να τον σύρουν μαζί τους εκεί όπου δεν ήθελε να πάει (και πού να ήταν αυτό άραγε;).
Η σκηνή της ανάκρισης, όταν οι δύο μυστηριώδεις επισκέπτες βομβαρδίζουν τον Στάνλεϊ με μια σειρά αναπάντεχων ερωτήσεων και κατηγοριών –είτε εντελώς γελοίων είτε άκρως βαρυσήμαντων–, εδώ μας παραδίδεται ακατέργαστη ως προς τις συναρπαστικές και αντικρουόμενες διακυμάνσεις της υφής της.
Το ίδιο το πάρτι, μια παράξενη, γκροτέσκα γιορτή για την απρόθυμη γέννηση και τον επερχόμενο (;) θάνατο του Στάνλεϊ, ο οποίος πασχίζει επί ματαίω να αντισταθεί στους διώκτες του, μετατρέπεται στην παράσταση σε μία ασυντόνιστη μάζωξη ξεμωραμένων, που είτε φλυαρούν για το παρελθόν είτε θωπεύουν νεαρές γυναίκες (αυτό εντυπώνεται περισσότερο στη μνήμη). Το κλίμα αυξανόμενης τρομοκρατίας που διαβρώνει σταδιακά τους τοίχους, τα σώματα, τις εντάσεις, αποδίδεται εδώ εξωτερικά, με την προσθήκη λίγης βίας και έντασης την «κρίσιμη» στιγμή.
Η απώλεια της αμφισημίας
Ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης κατέβαλε ευσυνείδητη προσπάθεια ως Στάνλεϊ, εντυπώθηκε, όμως, από πολύ νωρίς στη συνείδησή μας ως «χαμένη υπόθεση» κι έτσι δεν είχαμε κάπου να πάμε μαζί του –η εξέλιξη επιβεβαίωνε απλώς την αρχική εντύπωση με κάθε ευκαιρία. Η βουβή κραυγή του στην τρίτη πράξη –το ορθάνοιχτο στόμα που αδυνατεί να παραγάγει τον επιθυμητό σπαραγμό– αποδείχθηκε, πάραυτα, μια συγκρατημένα συγκινητική στιγμή της βραδιάς.
Ο Γιάννος Περλέγκας δεν εντόπισε τη συχνότητα του Γκόλντμπεργκ, ενός ήρωα που κινείται στα όρια της καρικατούρας, έτσι όπως χρησιμοποιεί μια ασπίδα από πάσης φύσεως αξιογέλαστα κλισέ για να καλύψει την κτηνώδη αρχή την οποία ενσαρκώνει και υπηρετεί. Ο ηθοποιός δεν κατεργάστηκε, δυστυχώς, έναν ενδιαφέροντα τρόπο για να εκφέρει τον λόγο του – προτίμησε μια κελαρυστή κανονικότητα, μονοσήμαντη και μονότονη, στερημένη από τη σκοτεινή αμφισημία των πιντερικών πραγμάτων.
Η ερμηνεία της Αθηνάς Τσιλύρα μάς πήγε πίσω στα παλιά, έτσι όπως έμοιαζε βγαλμένη από τις ηθογραφίες του πενήντα, υπερτονίζοντας τη ζαβομάρα της Μεγκ με μεγάλες χειρονομίες και εκφράσεις που στόχευαν κυρίως στον εντυπωσιασμό.
Περισσότερο συγκινητικός στη λιτότητά του αναδύθηκε ο Φώτης Θωμαΐδης, ο μόνος που μας έκανε έστω και φευγαλέα να αισθανθούμε, στο τέλος, ότι με την απαγωγή του Στάνλεϊ χάνεται κάτι σημαντικό, κάτι πολύτιμο, την ίδια στιγμή που εμείς στεκόμαστε μπροστά του και το κοιτάζουμε ανήμποροι.
(1) Φράση του Irving Wardle, όπως την κατέγραψε ο Michael Billington
«Πάρτι γενεθλίων» του Χάρολντ Πίντερ
Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος
Σκηνοθεσία: Γιώργος Παλούμπης
Σκηνικά - Κοστούμια: Νατάσσα Παπαστεργίου
Σχεδιασμός Φωτισμού: Bασίλης Κλωτσοτήρας
Μουσική: Παύλος Κατσιβέλης
Βοηθός σκηνοθέτη: Παναγιώτα Παπαδημητρίου
Φωτογραφίες: Νίκος Ρέσκος
Βίντεο: Θωμάς Παλυβός
Φωτογραφίες παράστασης: Αντώνης Ανδρουλιδάκης - Σοφία Σάτου
Παίζουν: Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, Αθηνά Τσιλύρα, Γιάννος Περλέγκας, Γιάννης Στεφόπουλος, Φώτης Θωμαΐδης, Άλκηστις Ζιρώ
Θέατρο του Ιδρύματος «Μιχάλης Κακογιάννης»
Έως 16/1
Παρ. 21:00, Σάβ, 18.00 & 21.00, Κυρ. 19.00