Τα καθίσματα του θεάτρου είναι μοβ και θυμίζουν τηλεοπτικό στούντιο. Δεν το θυμίζουν, είναι. Και για να είναι, χρειάζεται μόνο ένα σκηνικό, μια λαμπερή κουρτίνα επίσης μοβ και απαστράπτουσα, που κανένας δεν ξέρει τι κρύβει, ένα παράθυρο με τη θέα της μεγαλούπολης, η νύχτα, το γραφείο του παρουσιαστή λίγο ψηλότερα από την πολυθρόνα του καλεσμένου.
Χρειάζονται τα πρόσωπα. Οι καλεσμένοι. Ο πληθωρικός, σαρωτικός παρουσιαστής που μπορεί να χειριστεί οτιδήποτε σε μια ζωντανή εκπομπή, ο καλεσμένος που ίσως δεν γνωρίζει τι τον περιμένει, για να μη χαλάσει την έκπληξη της βραδιάς, και ένα τρίτο πρόσωπο, ο άνθρωπος-μπαλαντέρ, ο «περίπου» συμπαρουσιαστής της εκπομπής, ο διασκεδαστής του κοινού, καταλύτης ή γελωτοποιός.
Περίπου έτσι είναι το «Τalk Show», το νέο έργο που αναλαμβάνουν να μας συστήσουν ο Βασίλης Μαγουλιώτης (Suyako) και ο Γιώργος Κουτλής, συγγραφέας και σκηνοθέτης αντίστοιχα της νέας παράστασης. Ανεβαίνει στο θέατρο Αθηναΐς την 1η Φεβρουαρίου, με τους ηθοποιούς Στέλιο Ιακωβίδη, Άρη Μπαλή και Πανάγο Ιωακείμ, και στήνεται μέσα από τον μηχανισμό ενός τηλεοπτικού talk show, της ίδιας της ζωής εν τέλει.
«Όλα ξεκίνησαν από ένα τραγούδι του Μπομπ Ντίλαν, το “Ballad of a thin man”, το οποίο μιλά για έναν άνθρωπο που μπαίνει σε έναν χώρο και οι άλλοι τον πιάνουν, του λένε να κάνει διάφορα πράγματα και ο ίδιος καταλαβαίνει μεν ότι συμβαίνει κάτι, αλλά όχι τι ακριβώς. Αυτό ως συνθήκη μου φάνηκε να απεικονίζει τη συνάντηση με το αλλόκοτο φαινόμενο της ζωής, και δη της κοινωνικής συναναστροφής.
Από τη μια ήταν ο Μπομπ Ντίλαν και από την άλλη η τηλεοπτική συνθήκη, η τηλεοπτική κουλτούρα, και η επιθυμία να την ανεβάσουμε στη θεατρική σκηνή. Αν πούμε ότι η τηλεόραση είναι η τρίτη σκηνή που εμφανίστηκε στη ζωή μας (με πρώτη, ιστορικά, το θέατρο και δεύτερη το σινεμά), μου φάνηκε ενδιαφέρον να επιστρέψει αυτή η τρίτη σκηνή στην πρώτη, τη μαμά της.
Το βασικό στόρι είναι ότι έχουμε ένα τυπικό late night talk show με έναν παρουσιαστή λαμπερό, που έχει χαρακτηριστικά Eλλήνων και ξένων διασήμων του είδους, και εκεί έρχεται ο καλεσμένος που όχι μόνο δεν έχει ιδέα γιατί βρέθηκε εκεί αλλά φαίνεται ότι πριν ανοίξει την πόρτα και βγει στη σκηνή δεν είχε καν ιδέα ότι τον περίμενε μια σκηνή και ένα κοινό από κάτω, έτοιμο να ακούσει.
Το βασικό στόρι είναι ότι έχουμε ένα τυπικό late night talk show με έναν παρουσιαστή λαμπερό, που έχει χαρακτηριστικά Eλλήνων και ξένων διασήμων του είδους, και εκεί έρχεται ο καλεσμένος, που όχι μόνο δεν έχει ιδέα γιατί βρέθηκε εκεί αλλά φαίνεται ότι πριν ανοίξει την πόρτα και βγει στη σκηνή δεν είχε καν ιδέα ότι τον περίμενε μια σκηνή κι ένα κοινό από κάτω, έτοιμο να ακούσει. Η θεατρική συνθήκη, δηλαδή, εμπνέεται από αυτήν της συνέντευξης και όλου του παράλογου που μπορεί να περιέχουν συναντήσεις τέτοιου είδους», λέει ο Βασίλης Μαγουλιώτης.
«Παράλληλα, σε ένα δεύτερο επίπεδο, έχει να κάνει με την ίδια τη ζωή. Δηλαδή με το ότι, όπως και εμείς, όταν γεννιόμαστε, βγαίνουμε από τη μήτρα και δεν έχουμε ιδέα πού πέφτουμε, απλώς υπάρχει ένας μηχανισμός που σε παρασύρει και πρέπει να τον ακολουθήσεις. Έτσι έχουμε τον μηχανισμό του talk show και τον μηχανισμό της ζωής ως δύο παράλληλα σύμπαντα», λέει ο Γιώργος Κουτλής.
Ο Host, το Θύμα και ο Υπερατού είναι τα ονόματα των ρόλων που δεν ακούγονται ποτέ, αλλά μπορεί να ονομάζονται και έτσι, παραπέμποντας στα κλασικά σόου, όπου φυσικά το τέταρτο πρόσωπο, που διαδραματίζει κι αυτό πρωταγωνιστικό ρόλο, είναι το κοινό, το οποίο, όπως παίρνει μέρος σε ένα τηλεοπτικό σόου ζωντανά, καλείται κι εδώ να παίξει αυτόν τον ρόλο ως θεατής της παράστασης. Και φυσικά η παρουσία του και η αντίδρασή του δεν μπορεί παρά να επιδρά και να επηρεάζει και την εξέλιξη όσων συμβαίνουν στη σκηνή.
Ο Βασίλης Μαγουλιώτης ξεκίνησε να γράφει το έργο το 2017. Το μοιράστηκε με τον Γιώργο Κουτλή και μετά από πολλές αλλαγές και συζητήσεις έφτασε σε μια ολοκληρωμένη μορφή που ετοιμάζεται να παρουσιαστεί στο κοινό, το οποίο με τη σειρά του θα αναρωτηθεί γιατί βρίσκεται εκεί, παίζοντας με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται ό,τι συμβαίνει, ενώ ήρωας και κοινό προσπαθούν να καταλάβουν για ποιον λόγο βρίσκονται εκεί, κάτω από την ίδια στέγη και στην ίδια συνθήκη.
«Όταν ο Γιώργος διάβασε την πρώτη γραφή του έργου μού είπε: "Ωραίο, γέλασα, αλλά δεν πάει πουθενά. Είναι μια "εξυπναδούλα". Γιατί να θέλει να το ανεβάσει κανείς;". Από εκείνη τη στιγμή και μετά άρχισα ν’ αναρωτιέμαι γιατί έγραψα αυτό το έργο», λέει ο Βασίλης Μαγουλιώτης.
«Κάτι συμβαίνει εδώ (που λέει κι ο Ντίλαν), αλλά δεν ξέρω τι. Κι όταν ψάχνεις να βρεις τι συμβαίνει ή τι είναι ένα έργο για το θέατρο και πώς τελειώνει, μοιραία θα συναντηθείς με τα αντίστοιχα ερωτήματα στον πιο ευρύ ορίζοντα, του ανθρώπου, της ζωής, κι ακόμα παραπέρα… Κι έτσι γράφτηκε η δεύτερη εκδοχή του έργου, με αυτή την ώθηση που μου έδωσε ο Γιώργος να βάλω πιο ψηλά τον πήχη και να έρθω αντιμέτωπος με τον εαυτό μου ως συγγραφέα».
Τι προσδοκά όμως να ακούσει το κοινό ενός talk show; Τι περιμένει να συμβεί που θα το καταπλήξει ή θα το σοκάρει; Και τι περιμένουμε όλοι οι άλλοι στην αληθινή ζωή όταν βλέπουμε ένα τέτοιου τύπου σόου με τον άνετο, διάσημο, οικείο σ' εμάς παρουσιαστή και έναν καλεσμένο φαινομενικά έτοιμο να προβεί σε αποκαλύψεις που θα τροφοδοτήσουν ειδήσεις της επόμενης μέρας, να απαντήσει σε ερωτήσεις προσωπικές ή που αφορούν κάθε μορφής επικαιρότητα και πέφτουν σαν βροχή με ανεξέλεγκτες πολλές φορές απαντήσεις ή τρομερά βαρετά κλισέ που δημιουργούν ένα τείχος άμυνας του καλεσμένου, αλήθειες και ψέματα που ακούγονται «άνετα» σαν απαντήσεις και σαν «μη απαντήσεις» μιας ευχάριστης βραδιάς.
«Τι θα ήθελε να δει το κοινό, τι περιμένει, τι γουστάρει να δει και τι το παραξενεύει είναι ακριβώς αυτό με το οποίο ασχοληθήκαμε πολύ. Προσπαθήσαμε να εμβαθύνουμε στην έννοια του ανοίκειου και σε πράγματα που ακόμα και αδιόρατα μπορεί να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον άβολο, ένα περιβάλλον φόβου. Η όλη λειτουργία ενός αληθινού σόου δημιουργεί στους συμμετέχοντες μια “διττή συνειδητότητα”, καθώς βρίσκονται σε δημόσια θέα, ενώ κάνουν μια προσωπική κουβέντα. Μοιάζει σαν κάτι καθημερινό και φιλικό, ενώ είναι πάρα πολύ άβολο.
Προσπαθήσαμε να βρούμε ένα όριο και σκηνοθετικά και σκηνογραφικά, όπου, ενώ είναι όλα συνηθισμένα για τα μάτια σου, δημιουργούν μια διαρκή μικρή ενόχληση. Αυτή η ισορροπία μεταξύ ρεαλισμού και παραδοξότητας δίνει τη δυνατότητα στην παράσταση να ανοίξει προς το τέλος της σε κάτι πιο ποιητικό και να περικυκλώσει το θέμα της ζωής», λέει ο Γιώργος Κουτλής.
«Η αίσθηση είναι ότι τα πράγματα είναι πολύ οικεία και μπορείς να χαλαρώσεις στην καρέκλα σου και να παρακολουθήσεις δυο πρόσωπα που σου αρέσουν και κάνουν μια συζήτηση που επίσης μπορεί να σου αρέσει και να σε διασκεδάσει, κάτι όμως δεν πάει καλά ή είναι πιο βαθύ από το επιφανειακό και ελαφρύ που δείχνει να είναι.
Το ρεφρέν του τραγουδιού του Μπομπ Ντίλαν λέει κάτι που επαναλαμβάνεται διαρκώς στο τραγούδι ως φράση: “Something happening here but you don’t know what it is. Do you, Mr. Jones?” (“Κάτι συμβαίνει εδώ, μα δεν ξέρεις τι είναι αυτό. Σωστά, κύριε Τζόουνς?”). Είναι σαν να σου κλείνει το μάτι και να σου λέει “κάτι υπάρχει εδώ πιο βαθύ», λέει ο Βασίλης Μαγουλιώτης.
«Αυτό το έργο είναι νεοελληνικό και μου προκαλεί τρομερή χαρά η ευκαιρία να ανεβάσω ένα κείμενο γραμμένο σήμερα από έναν νέο Έλληνα συγγραφέα, και μάλιστα φίλο μου. Δυστυχώς, νέα ελληνικά έργα είτε δεν γράφονται πολλά είτε δεν ανεβαίνουν, αλλά είναι καιρός να δούμε τη δουλειά νέων συγγραφέων, με περιεχόμενο που μιλάει στο σήμερα και φόρμα-δομή που δοκιμάζει να ρισκάρει. Να ακούσουμε επί σκηνής έργα με την οικεία ελληνική μελωδία, έργα με ιθαγένεια. Το έχουμε ανάγκη και νομίζω ότι οι νέες πένες και τα νέα έργα θα δώσουν τεράστια ώθηση σε όλο το θεατρικό τοπίο. Δεν είναι δυνατόν όλα αυτά που έχουν συμβεί στις ζωές όλων μας τα τελευταία χρόνια να μην εκτονωθούν και μέσω της συγγραφικής δημιουργίας», λέει ο Γιώργος Κουτλής.
Σε λίγο η πρόβα της παράστασης αρχίζει, τα φώτα χαμηλώνουν, το σκηνικό λάμπει, ο οικοδεσπότης πάντα με τη διάθεση στα ύψη, κέφι και μπρίο, εμφανίζεται.
«Καλησπέρα σας, κυρίες και κύριοι, και καλωσορίσαμε όλοι στην υπέροχη φάση που γίνεται εδώ. Δεν με ξέρετε, το ξέρω, δεν σας ξέρω και το ξέρετε κι ό,τι γίνει εδώ απόψε παρακαλώ ας μείνει μεταξύ μας, μη βγούμε παραέξω, δεν είναι αστεία αυτά τα πράγματα, μας βλέπουνε και μικρά παιδιά. Μη μας δούνε τι κάνουμε και πάνε να το κάνουνε στο σπίτι, θα βρούμε κάνα μπελά.
Ένα ακόμα συναρπαστικό late night talk show επί σκηνής, με έναν εκκεντρικό οικοδεσπότη, πολλές εκπλήξεις, ξεκαρδιστικά παιχνίδια και πολλά-πολλά δώρα, με μυστήριο και ένα κωμικό πανδαιμόνιο πληροφοριών ξεκινά. Καλή διασκέδαση».
Τalk Show
Κείμενο: Suyako (Βασίλης Μαγουλιώτης)
Σκηνοθεσία: Γιώργος Κουτλής
Σκηνικά - κοστούμια: Άρτεμις Φλέσσα
Μουσική: Αλέξανδρος Δράκος Κτιστάκης
Βίντεο - φωτογραφίες - artwork: Χρήστος Συμεωνίδης
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Βοηθός σκηνοθέτη: Ελένη Κουτσιούμπα
Βοηθός σκηνογράφου - ενδυματολόγου: Αγγελική Βασιλοπούλου-Καμπίτση
Με τους ηθοποιούς: Στέλιο Ιακωβίδη, Άρη Μπαλή και Πανάγο Ιωακείμ
Από 1η Φεβρουαρίου στη θεατρική σκηνή «Αθηναΐς»
Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00