Eίναι σαφώς έργο διαφυγής από τη δύσκολη πραγματικότητα το «Πονηρό Πνεύμα» του Νόελ Κάουαρντ (1899-1973). Γραμμένο στην αγγλική εξοχή τον καιρό που η Λουφτβάφε βομβάρδιζε το Λονδίνο (Σεπτέμβριος 1940 - Μάιος 1941), κατά πολλούς το καλύτερο έργο του πολυτάλαντου Κάουαρντ, αγνοεί τα συγκλονιστικά που συνέβαιναν στον κόσμο και δημιουργεί ένα παράλληλο, εξωπραγματικό σύμπαν. Στις σόου-μπιζ από τα δώδεκά του, ο Κάουαρντ γνώριζε καλά πόσο ευχαριστούσαν το αστικό κοινό οι κωμωδίες σαλονιού, είδος που μεσουράνησε στην Ευρώπη από τα μέσα του δέκατου ένατου έως και τα μέσα του εικοστού αιώνα.
Η drawing-room comedy συνδυάζει τη φόρμουλα του γαλλικού «καλογραμμένου έργου» του δέκατου ένατου αιώνα και της κωμωδίας ηθών που είχε μακρά παράδοση στην Αγγλία από τα χρόνια της Παλινόρθωσης. Ο δραματικός χώρος ήταν το γνωστό salon fermé (αγγλ. box-set): καλαίσθητα σαλόνια και καθιστικά σε σπίτια μέσα στην πόλη, εξοχικές επαύλεις ή δωμάτια ξενοδοχείων, κάποτε με μπαλκόνια, βεράντες και κήπους στην προέκτασή τους. Πρωταγωνιστούν αριστοκράτες ή, έστω, εύπορες κυρίες και κύριοι της καλής κοινωνίας ‒ μόνοι εκπρόσωποι της εργατικής τάξης, οι υπηρέτες/-τριες, ρόλοι ιδανικοί για καρατερίστες.
Οι νεκροί του πολέμου ήταν ήδη χιλιάδες και όσο κι αν μοιάζει προκλητικό για μας σήμερα, ο Κάουαρντ δεν δίστασε να παρουσιάσει μια «μεταφυσική» σαπουνόφουσκα, όπου οι «προσφιλείς» νεκροί μπορούν να επιστρέψουν, διατηρώντας όχι μόνο τα χαρίσματα αλλά και όλα τα ενοχλητικά ελαττώματά τους!
Ως προς τη θεματολογία τους, στις κωμωδίες σαλονιού οι ερωτικές, συζυγικές και εξωσυζυγικές σχέσεις έχουν σαφή προτεραιότητα. Οι πνευματώδεις διάλογοι καλύπτουν έως έναν βαθμό την ελαφρότητα, αν όχι την ανοησία, των υποθέσεων. Η ευφορία του κοινού (και η εισπρακτική επιτυχία) ήταν το σαφές ζητούμενο των συγγραφέων – και όχι η οικεία στο κωμικό είδος κοινωνική κριτική, που εδώ περιορίζεται στον σχολιασμό ελαττωμάτων, παθών και αδυναμιών. Όσκαρ Ουάιλντ, Τζορτζ Μπέρναρ Σο και Τ.Σ. Έλιοτ διεύρυναν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της drawing-room comedy, η οποία σήμερα πια αντιμετωπίζεται από καλλιτέχνες, κοινό και κριτικούς ως είδος που ολοκλήρωσε τον ιστορικό του κύκλο.
Το «Πονηρό Πνεύμα» εξελίσσεται στο άνετο σαλόνι του συγγραφέα Τσαρλς Κοντομάιν. Είναι παντρεμένος σε δεύτερο γάμο με τη Ρουθ και θέλει να γράψει ένα μυθιστόρημα για ένα μέντιουμ-δολοφόνο. Προς τούτο το ζευγάρι καλεί τη μαντάμ Αρκάτι, ένα μέντιουμ, για να τους μυήσει στην τελετουργία μιας σεάνς, με απροσδόκητη συνέπεια την επιστροφή στα εγκόσμια της Ελβίρας, πρώτης γυναίκας του συγγραφέα. Το φάντασμα της Ελβίρας ζηλεύει, θέλει να χαλάσει τον γάμο του Τσαρλς και επιδιώκοντας να τον έχει για πάντα δικό της (στον άλλο κόσμο), πειράζει το αυτοκίνητό του. Μόνο που προκαλεί τον θάνατο όχι του Τσαρλς αλλά της Ρουθ ‒ που καταφτάνει, φάντασμα πλέον κι αυτή, για να ζήσουν όμορφα και καλά όλοι μαζί…
Οι νεκροί του πολέμου ήταν ήδη χιλιάδες και όσο κι αν μοιάζει προκλητικό για μας σήμερα, ο Κάουαρντ δεν δίστασε να παρουσιάσει μια «μεταφυσική» σαπουνόφουσκα, όπου οι «προσφιλείς» νεκροί μπορούν να επιστρέψουν, διατηρώντας όχι μόνο τα χαρίσματα αλλά και όλα τα ενοχλητικά ελαττώματά τους! Η επιτυχία του έργου στο West End το 1941 επιβεβαιώνει (1.999 παραστάσεις στο West End, 657 στο Broadway) ότι ακόμα και στις πιο δύσκολες καταστάσεις οι άνθρωποι όχι μόνο δεν χάνουν το χιούμορ τους αλλά, αντιθέτως, εκτιμούν περισσότερο από ποτέ οτιδήποτε επιβεβαιώνει τη χαρά της ζωής.
Ο σκηνικά ευφυής Νόελ Κάουαρντ στο «Πονηρό Πνεύμα» εμπλουτίζει τη συνταγή της drawing-room comedy με συστατικά ιστορίας φαντασμάτων. Η επιλογή αυτή αυξάνει κάθετα τη θεατρικότητα της δραματουργίας. Πρώτα και κύρια γιατί η παρουσία επί σκηνής του «άυλου» απαιτεί κάποιου είδους σκηνική/ερμηνευτική λύση ‒ πόσο μάλλον που το φάντασμα της Ελβίρας έχει ακαταμάχητο σεξαπίλ! Κι έπειτα γιατί πολλαπλασιάζονται οι διαλογικές μορφές: έχουμε διάλογο «κανονικών» ανθρώπων, διάλογο μέντιουμ και πνευμάτων, διάλογο ανθρώπου και φαντάσματος, τρίο όπου ο ένας βλέπει και ακούει το φάντασμα και «μεταφράζει» στον άλλον που δεν το βλέπει/ακούει, τρίο όπου τα φαντάσματα των δύο συζύγων μιλούν μεταξύ τους και με τον (ζωντανό) άνδρα τους κ.λπ.
Αλλά για να μπορέσει να λειτουργήσει η σύμβαση των επί της σκηνής φαντασμάτων υπάρχει μια βασική προϋπόθεση: να διατηρηθεί το ρεαλιστικό πλαίσιο της ιστορίας. Αν δεν μοιάζουν όλα όμορφα και τακτοποιημένα στο άνετο σαλόνι των Κοντομάιν, πώς θα κάνει αίσθηση η αναστάτωση που προκαλεί το μέντιουμ και το πνεύμα της ανόητης Ελβίρας και πώς θα αναδειχθεί το βασικό προσόν του έργου, οι πανέξυπνοι, βρετανικού φλέγματος διάλογοι;
Ο Γιάννης Χουβαρδάς το είδε αλλιώς. Παραμένοντας στη «λογική» της προηγούμενης παράστασής του στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, του μολιερικού «Μισάνθρωπου», που εξελισσόταν στην ντεκαντάνς ενός αενάως συνεχιζόμενου πάρτι, στήνει το «Πονηρό Πνεύμα» σε παρόμοια σκηνική συνθήκη. Η παράσταση ξεκινά με την υπηρέτρια (Ειρήνη Λαφαζάνη) να ξυπνά στο θεωρείο δίπλα στη σκηνή, να ανοίγει την πορτούλα στα δεξιά της σιδερένιας αυλαίας πυρασφάλειας και να χάνεται πίσω της. Αμέσως η αυλαία σηκώνεται, αποκαλύπτοντας το αχανές της άδειας σκηνής, ενώ από την είσοδο στο βάθος της εμφανίζεται ο Αργύρης Ξάφης να ερμηνεύει στίχους από το δημοφιλές στην εποχή του ποίημα/τραγούδι του Νόελ Κάουαρντ «I went to a marvelous party», γραμμένο το 1938 για τη μουσική επιθεώρηση «Set to music».
Η σκηνογραφία της Εύας Μανιδάκη περιορίζεται σε τέσσερα σκηνικά αντικείμενα (με ρόδες ή πάνω σε εξέδρες με ρόδες, ώστε να μετακινούνται κατά βούληση): ένας κηπάκος, ένα πικάπ-έπιπλο, ένα τρόλεϊ-μπαρ κι ένα σταντ για βιβλία – συν το ποδήλατο της μαντάμ Αρκάτι. Καρέκλες δεν υπάρχουν και οι καλοί ηθοποιοί της διανομής (Αργύρης Ξάφης, Άννα Μάσχα, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Αμαλία Μουτούση, Κατερίνα Λέχου και Γιώργος Γλάστρας) συχνά-πυκνά σωριάζονται στο σκαλί μεταξύ σκηνής και προσκηνίου. Αρκετές φορές κατεβαίνει η αυλαία πυρασφάλειας και η δράση μετατοπίζεται στο προσκήνιο, μειώνοντας κάθετα το οπτικό ενδιαφέρον της δράσης.
Με λίγη από αισθητική ασπρόμαυρης βωβής κωμωδίας (ωραία τα κοστούμια της Ιωάννας Τσιάμη), πολλά κοκτέιλ και χορούς τσάρλεστον (μουσική Θοδωρής Οικονόμου), με άσκοπη διακωμώδηση βασικών και δευτερευόντων προσώπων (λ.χ. του γιατρού και την κυρίας Μπράντμαν, που παρουσιάζονται ως καρτούν), ο αναγκαίος «ρεαλισμός» καταργείται, οι διαφορές των χαρακτήρων και η σύγκρουση ορατού και αόρατου κόσμου ακυρώνονται, ελλείψει πλαισίου κανείς δεν προσέχει τους απολαυστικούς διαλόγους και η κωμικότητα ηθών και καταστάσεων αλλοιώνεται ανεπανόρθωτα. Καλοί οι αυτοσχεδιασμοί, αλλά χωρίς τραπέζι, ημίφως και σχετική ατμόσφαιρα, πώς να πετύχουν οι σεάνς της κατά τα άλλα απολαυστικής Αμαλίας Μουτούση στον ρόλο της μαντάμ Αρκάτι; Και πώς να λειτουργήσουν σωστά οι σκηνές όπου το φάντασμα της Ελβίρας μετακινεί ή πετά αντικείμενα από τη μια άκρη στην άλλη, όταν όχι σαλόνι δεν υπάρχει αλλά ούτε καν κάδρο, βάζο ή μπιμπελό;
Το «Πονηρό Πνεύμα» του Γιάννη Χουβαρδά «μεταφράζει» το βασικό προτέρημα του έργου, τη θεατρικότητα της σύμβασής του, σε κάτι ξένο προς το ήθος και το ύφος του. Πρόκειται για μοιραία επιλογή, αφού η σαπουνόφουσκα χάνει τους ιριδισμούς της, μεγεθύνοντας κουραστικά τη διάρκεια ενός έργου που μοιάζει πια εντελώς ξεπερασμένο.
Πονηρό πνεύμα
Νόελ Κάουαρντ
ΚΤΗΡΙΟ ΤΣΙΛΛΕΡ - ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ
Τετάρτη & Κυριακή: 19:00
Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο: 20:30
Διάρκεια: 150΄, με διάλειμμα
Η παράσταση θα έχει υπέρτιτλους στα αγγλικά, σε συγκεκριμένες ημέρες
Μετάφραση: Έρι Κύργια
Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς
Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου
Κίνηση: Μαρκέλλα Μανωλιάδη
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου
Α'Βοηθός σκηνοθέτη: Έφη Χριστοδουλοπούλου
Β'βοηθός σκηνοθέτη: Παναγιώτα Παπαδημητρίου
Γ'Βοηθός σκηνοθέτη: Μάγια Κυριαζή
Α'Βοηθός σκηνογράφου: Άννα Ζούλια
Β'Βοηθός σκηνογράφου: Μυρτώ Σταματοπούλου
Βοηθός φωτίστριας: Μαριέτα Παυλάκη
Διανομή (με αλφαβητική σειρά)
Θανάσης Δήμου - Γιώργος Γλάστρας*: Δρ Μπράντμαν
Ειρήνη Λαφαζάνη: Λούσι
Κατερίνα Λέχου: κα. Μπράντμαν
Αννα Μάσχα: Ελβίρα
Αμαλία Μουτούση: Μαντάμ Αρκάτι
Αργύρης Ξάφης: Τσaρλς
Κωνσταντίνα Τάκαλου: Ρουθ
*Για το πρώτο διάστημα παραστάσεων, τον ρόλο του Δρ Μπράντμαν θα ερμηνεύσει ο Γιώργος Γλάστρας.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.