«Καλησπέρα. Θα σας πω μια ιστορία. Όταν ήμουν μικρός, περίμενα τις Κυριακές, γιατί είχε καλό φαΐ. Καθόμουν στο τραπέζι, ίσα που το ’φτανα, και περίμενα τη μάνα μου να φέρει μπροστά μου ένα πιάτο φαΐ. Κι έφερνε το πιάτο κι έδινε το πρώτο στον πατέρα μου» λέει ο Νίκος Καραθάνος στο κοινό στην αρχή της παράστασης, καθιστώντας σαφές ότι αυτός δεν είναι ο Προμηθέας Δεσμώτης του Αισχύλου αλλά ο δικός του, μια σκηνική απόπειρα οικειοποίησης του μεγαλειώδους αρχαίου έργου από σημερινούς ανθρώπους που ζουν χωρίς πίστη, απομαγεμένοι και θλιμμένοι, δεσμώτες του μικρού τους εαυτού. Και του ιδιωτικού τους χώρου, που πια ούτε καταφύγιο είναι ούτε ασφάλεια παρέχει.
Ένα μικρό φτωχικό σπίτι (σκηνογραφία Εύας Μανιδάκη) αντικαθιστά τον βράχο του Καυκάσου, κεντρικό σημείο μιας τολμηρής ερμηνευτικής μετακίνησης που δεν εστιάζει στο μείζον ζήτημα της τραγωδίας, στην ανάγκη αντίστασης στη βία της άνωθεν εξουσίας.
Ο Προμηθέας του Καραθάνου δεν είναι ο εξεγερμένος ήρωας που επιλέγει να θυσιαστεί, παρά να συμβιβαστεί με την εξουσία του Δία. Ο δικός του Προμηθέας είναι ηττημένος, έχει προ πολλού αφήσει πίσω του μεγάλες ιδέες και αγώνες αντίστασης, τις θυμάται πια ως ιστορίες θαυμαστές που έλεγαν άλλοτε οι άνθρωποι. Ο δικός του αγώνας είναι ιδιωτικός και προσωπικός, και το σπίτι, ο Οίκος, είναι το πεδίο όπου εξελίσσεται – άλλωστε, χωρεί, χωρούσε ανέκαθεν, συμπυκνωμένες τις πρωταρχικές συγκρούσεις του Άνδρα και της Γυναίκας, του Πατέρα και του Γιου.
Μία από τις πιο συγκινητικές σκηνές της παράστασης είναι η «επική» λίστα με τα βουνά και τα ποτάμια της χώρας μας (μόνο στο άκουσμά τους, κάτι συμβαίνει, σαν τη δόνηση που προκαλεί η δημοτική ποίηση) και ο χαιρετισμός του Καραθάνου σε ανθρώπους με τους οποίους κάπως συνδέθηκε.
Κι είναι αυτές οι δύο φιγούρες, του πατέρα (που σπάει με βία τα πιάτα) και της μάνας (που φωνάζει ξανά και ξανά στο μικρό αγόρι «Έλα μέσα!») που μας οδηγούν στις απαρχές του κόσμου, στις απαρχές του Μύθου, αφού ο μύθος του Προμηθέα είναι κατά έναν τρόπο το ελληνικό αντίστοιχο της βιβλικής Γενέσεως. Και καθώς το σπιτάκι του σκηνικού περιβάλλεται από βράχο, έχει «εγκιβωτιστεί» στον βράχο, δεν παραπέμπει μόνο στον τόπο μαρτυρίου του Προμηθέα αλλά και στη σπηλιά, το πρώτο σπίτι του Ανθρώπου.
Κι όπως καμιά φορά συμβαίνει και ένας κεραυνός μπορεί να κόψει στα δύο ένα τεράστιο δέντρο, έτσι και το σπίτι της παράστασης μοιάζει «σταυρωμένο» από δύο εγκάρσιες τομές. Βλέποντάς το, θυμήθηκα τη Θυσία του Ταρκόφσκι – μια δυσλειτουργική οικογένεια, η απειλή του πυρηνικού ολέθρου, η αρχή της ζωής και το τέλος της μέσα σ’ ένα σπίτι στη μέση του πουθενά.
Οι άνθρωποι, μελλοθάνατοι, και η δυστοπική πραγματικότητα, ρεαλισμός σε αποσύνθεση που εκβάλλει μέσα στο όνειρο. Ήττα και απόγνωση. Θυσία. Αν ποτίζεις ένα ξερό δέντρο με φροντίδα για καιρό, μπορεί κάποια στιγμή να πετάξει πράσινα φυλλαράκια. Κι αν πρόκειται για θαύμα, η πίστη στο θαύμα (βαθιά μέσα μας) θα είναι πάντα η αχίλλειος πτέρνα του ορθολογικού μηδενισμού.
Το σπίτι του Προμηθέα, ωστόσο, δεν μένει ακίνητο. Μετακινείται από τους ηθοποιούς, περιστρέφεται, ανοίγει και κλείνει (θυμίζοντας συμπληγάδες: ναι, το σπίτι δεν είναι πάντα καταφύγιο, μπορεί να συντρίψει), παραλλάσσοντας κάθε τόσο την οπτική γωνία, εστιάζοντας σε διαφορετικά σημεία του χώρου ή αποκρύβοντας κάποια πρόσωπα ώστε να ακούμε μόνο τη φωνή τους.
Έτσι, στην αρχή της αφήγησης του μύθου, ακόμα κι αν δεν βλέπουμε τον Γιάννη Κότσιφα/ Ήφαιστο να καρφώνει τον Προμηθέα, υπακούοντας στις εντολές του Κράτους (Χρήστος Λούλης), ο λόγος του φτάνει σπαρακτικός στην πλατεία. Είναι, νομίζω, η καλύτερη ερμηνεία της μέχρι στιγμής θεατρικής του πορείας – και είναι εξίσου καλός και αργότερα, όταν αναλαμβάνει τον Ωκεανό.
Κατανοώ όσους θα πουν ότι η σχέση με την τραγωδία του Αισχύλου δεν είναι σαφής, ότι όποιος δεν την έχει διαβάσει, δεν την έχει δει ξανά σε «πιστή» σκηνική απόδοση ή δεν τη θυμάται, παρακολουθεί απορώντας. Ωστόσο και στους Όρνιθες (2016), την πρώτη παράστασή του πάνω σε έργο του αρχαίου δράματος, και τώρα στον Προμηθέα, ο Νίκος Καραθάνος έχει αφήσει πίσω του –αν ασχολήθηκε ποτέ– θεωρητικά ζητήματα περί «αναγνωρισιμότητας» της δραματικής κατάστασης και των προσώπων που τη διαμορφώνουν. Πόσο μάλλον που στον Προμηθέα Δεσμώτη, περισσότερο απ’ ό,τι στις άλλες τραγωδίες, τα πρόσωπα δρουν μόνο μέσω του λόγου. Και καθώς ο λόγος της τραγωδίας (ως προς το πραγματολογικό περιεχόμενο αλλά και τα μορφικά στοιχεία) βρίσκεται σε κόντρα με την κοινή, καθημερινή εμπειρία, αποκλείεται το ενδεχόμενο ταύτισης με τα δικά μας βιώματα.
Είναι αυτό που λέει ο John Gould (Aρχαία ελληνική τραγωδία και τελετουργία, ΜΙΕΤ, 2018), ο τραγικός ήρωας δεν μπορεί να είναι «ρεαλιστικός», μόνο «ποιητικός», ακριβώς διότι είναι πάντα επινοημένος – η αναγνωρισιμότητα δεν μπορεί παρά να αφορά «το έργο ως όλον, τη μεταφορική εξεικόνιση της τρέχουσας τάξης πραγμάτων στο πλαίσιο της ανθρώπινης εμπειρίας».
Ο Νίκος Καραθάνος (μαζί με τον Γιάννη Αστερή, που συνυπογράφει τη διασκευή) αυτό πετυχαίνει στον Προμηθέα: ως μύστης, μεταγγίζει στο κοινό την ποιητική ουσία της τραγωδίας, που συμπίπτει με την ποιητική διάσταση της ύπαρξης. Την ίδια στιγμή, επειδή γνωρίζει ότι ταυτότητά μας είναι η γλώσσα μας, δοξάζει τη γλώσσα και το ήθος που έχει εγγραφεί μέσα της, μέσα μας, σαν κληρονομική μνήμη.
Ακούγοντας τα δεινά που προφητεύει ο Προμηθέας στην Ιώ (Γαλήνη Χατζηπασχάλη), μόνοι οι δυο τους μέσα στη νύχτα, καθισμένοι σε καρέκλες, αλλά δίνοντας την εντύπωση ότι αιωρούνται, καθώς πυκνός καπνός καλύπτει το κάτω επίπεδο της σκηνής, σκέφτεσαι από πόσο μακριά φτάνουν αυτές οι λέξεις, πόσοι ραψωδοί (που με τις ιστορίες τους παρηγορούσαν τους αρχαίους ανθρώπους) βρίσκονται πίσω από τους στίχους του Αισχύλου, και η συγκίνηση προκύπτει ατόφια.
Κι επειδή η γλώσσα «φέρει» και τον τόπο στον οποίο μιλήθηκε και μιλιέται, μία από τις πιο συγκινητικές σκηνές της παράστασης είναι η «επική» λίστα με τα βουνά και τα ποτάμια της χώρας μας (μόνο στο άκουσμά τους, κάτι συμβαίνει, σαν τη δόνηση που προκαλεί η δημοτική ποίηση) και ο χαιρετισμός του Καραθάνου σε ανθρώπους (ζωντανούς και πεθαμένους) με τους οποίους κάπως συνδέθηκε. Τα ονόματά τους είναι σαν λεκτικές χοές στο πένθος της ύπαρξης.
Τελευταία στη σειρά, στη δημόσια τελετή της παράστασης, αποχαιρετά την Έλλη Παπαγεωργακοπούλου, τη σκηνογράφο και ενδυματολόγο που έφυγε από τη ζωή τον περασμένο Απρίλιο, συνεργάτιδά του στην Γκόλφω, στον Βυσσινόκηπο και στους Όρνιθες: «Μα πάνω απ’ όλα χαιρετήστε μου την Έλλη, τη χρυσοχέρα, που έβγαζε απ’ τη στάχτη πρόσφορο και από το ξίδι μύρο!».
Δεν είναι τα μόνα εμβόλιμα στη διασκευή της αισχυλικής τραγωδίας από τον Γιάννη Αστερή και τον Νίκο Καραθάνο. Τουλάχιστον μία ακόμα στιγμή συγκινεί βαθιά, με την απόγνωση που μεταφέρει: όταν η φωνή της Γαλήνης Χατζηπασχάλη ακούγεται να λέει προς τον Προμηθέα του μύθου, που έσωσε τους ανθρώπους, δίνοντάς τους τη φωτιά, «τυφλές ελπίδες» και ένα πλήθος αναγκαίων για την επιβίωσή τους γνώσεων: «Δεν θέλω άλλο να μαθαίνω, δεν θέλω να ξέρω, πάρ’ τα πίσω αυτά που μου έμαθες!».
Η έξοχη μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου (μουσική της ανάσας, που βασίζεται στον ήχο των πνευστών, σε τρομπέτα, κόρνο, τρομπόνι και τούμπα) δεν παρακολουθεί μόνο, αλλά συμπληρώνει οργανικά τον λόγο, αποτελώντας καθοριστικό στοιχείο της σκηνικής δράσης. Ένα επίπεδο κάτω από τη σκηνή, μαζί με το σύνολο των μουσικών, ο συνθέτης παίζει και τραγουδά, έχοντας δίπλα του τον Γιώργο Πούλιο, που διαμορφώνει επί τόπου το επίσης βασικό για την ατμόσφαιρα της παράστασης ηλεκτρονικό ηχοτοπίο. Μπράβο και στους δύο.
Κι αν έλειψε από τον Προμηθέα του Καραθάνου το πολιτικό μήνυμα του αισχυλικού Προμηθέα Δεσμώτη, δεν πειράζει. Ένα είδος πολιτικής αντίστασης στις μαυλιστικές/αυταρχικές εξουσίες είναι η άσκηση στην εσωτερική ελευθερία.
«Προμηθέας»
από τον «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση – Κεντρική Σκηνή
Τετάρτη-Κυριακή, 20:30
Έως 30/10/2021
Μετάφραση/κείμενο: Γιάννης Αστερής
Διασκευή: Νίκος Καραθάνος, Γιάννης Αστερής
Σκηνοθεσία: Νίκος Καραθάνος
Σκηνικό: Εύα Μανιδάκη
Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Φωτισμοί: Felice Ross
Μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου
Επιμέλεια κίνησης: Amalia Bennett
Σχεδιασμός ήχου: Γιώργος Πούλιος
Ηχολήπτης: Κωστής Παυλόπουλος
Συνεργάτιδα σκηνοθέτις: Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου
Βοηθός σκηνοθέτη: Ιωάννα Μπιτούνη
Βοηθός σκηνογράφου: Άννα Ζούλια
Βοηθός ενδυματολόγου: Όλγα Ευαγγελίδου
Βοηθός παραγωγής: Νίκος Χαραλαμπίδης
Βοηθοί πρόβας & κινηματογράφηση πρόβας: Δημήτρης Σταυρόπουλος, Ορέστης Σταυρόπουλος
Βοηθοί μουσικής πρόβας: Αλέξανδρος Μπαλαούρας, Γιώργος Μπραουδάκης, Νικόλας Σαρλής
Κατασκευή σκηνικού: Lazaridis Scenic Studio
Γλύπτης & ειδικές κατασκευές: Σωκράτης Παπαδόπουλος
Ζωγράφος σκηνικού: Νίκος Καρράς
Βοηθοί ειδικών κατασκευών: Στέφανος Γραμμένος, Νικολέτα Σωτηρίου
Ηθοποιοί (αλφαβητικά): Νίκος Καραθάνος, Γιάννης Κότσιφας, Χρήστος Λούλης, Γαλήνη Χατζηπασχάλη
Μουσικοί επί σκηνής: Άγγελος Τριανταφύλλου, Γιώργος Πούλιος και οι Δημήτρης Γκόγκας (τρομπέτα), Γιάννης Γούναρης (κόρνο), Γιάννης Καΐκης (τρομπόνι), Ντίνος Τριανταφύλλου (τούμπα)
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.