ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ να βρει ιδανικότερο μέρος για να στήσει την παράστασή της η Εύη Σούλη: ένα παροπλισμένο, σχεδόν εγκαταλελειμμένο εμπορικό κέντρο στον Βύρωνα, ένα κτίριο που υπολειτουργεί, αλλά εξακολουθεί να έχει όνομα, «Ρέα». Απολύτως ’70s αισθητικής, με στρογγυλές γυάλινες βιτρίνες καταστημάτων, μεταλλικά κουφώματα παντού, μαρμάρινα δάπεδα και τοίχους, ασανσέρ άλλων εποχών, και στην ταράτσα δύο θερινά σινεμά, ένα με μικρότερη οθόνη και σκέπαστρο, το άλλο με κανονικών διαστάσεων οθόνη – και θέα την Αθήνα πιάτο, που λένε.
Αν η Γλυκερία Μπασδέκη το είχε δει εγκαίρως, θα έγραφε για δοξασμένες νύχτες καλοκαιριού και ανεκπλήρωτους έρωτες κάτω από τον έναστρο αττικό ουρανό. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, όλα όσα έχει γράψει εμπεριέχουν τη «Ρέα», κι ας μην τη γνώριζε. Τα κείμενά της βρίθουν από αναμνήσεις μιας νιότης μακρινών εποχών, πρόσωπα, μουσικές, εικόνες, γεγονότα ενός παρελθόντος που έχει προ πολλού θαφτεί κάτω από τα ανελέητα στρώματα της ιστορίας, της προσωπικής της, της ελληνικής επαρχίας, της ποπ κουλτούρας (στα όρια του λούμπεν).
Έξι κορίτσια, νέες γυναίκες, κούκλες με ροζ τούλια, τοποθετημένες μέσα στα αραχνιασμένα μαγαζιά με τις γυάλινες βιτρίνες σαν μέσα στα κουτιά τους, ξεμυτίζουν μία-μία με έκπληκτο βλέμμα, καθώς μας αντικρίζουν.
Η παράσταση-site specific performance της ομάδας «Στέρεο νερό» με τον τίτλο «Ψιλικά» ξεκινάει από το ισόγειο της «Ρέας». Έξι κορίτσια, νέες γυναίκες (Άννη Θεοχάρη, Αδελαΐδα Κατσίδε, Έλενα Μεγγρέλη, Ελπινίκη Σαριπανίδου, Έλσα Σίσκου, Θέμις Χατζή), κούκλες μες στα ροζ τούλια (ενδυματολόγος είναι η Ελένη Καββαδά), τοποθετημένες στα αραχνιασμένα μαγαζιά με τις γυάλινες βιτρίνες σαν μέσα στα κουτιά τους (πολύ μου θύμιζαν τις κούκλες των αλλοτινών καιρών μέσα σε αμπαλαρισμένες κούτες με διάφανη επιφάνεια), ξεμυτίζουν μία-μία με έκπληκτο βλέμμα καθώς μας αντικρίζουν.
Κι αρχίζουν να ξεδιπλώνουν τις ιστορίες τους, θρυμματισμένες μνήμες εφηβείας. Μας αποκαλύπτονται σαν μια φωνή, μια ιστορία, μια μνήμη: η παιδική ηλικία, οι γονείς, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα. Ένα κουβάρι που ξετυλίγεται με χάρη και υπόκρουση το εμβληματικό τραγούδι της πάλαι ποτέ βεντέτας του λαϊκού πάλκου και των πανηγυριών Ξανθής Περάκη· τα λόγια ξεστομίζονται εκστασιασμένα σαν να αποτίνουν φόρο τιμής στα ροζ εξώφυλλα της «Μανίνας» και της «Σούπερ Κατερίνας» (αφελή κοριτσίστικα περιοδικά μιας Ελλάδας που έχει πάψει προ πολλού να υπάρχει).
Κι αφού μας έχουν καλωσορίσει με τον τόσο ζεστό και ιδιαίτερο αυτόν τρόπο, μας καλούν να τις ακολουθήσουμε στις σκάλες – «έλα, έλα» μας λένε απαλά, σαν να μας καλούν σε ένα μυστικό πέρασμα ή σε μια ερωτική περιπέτεια. Κι εκεί, με τη θέα στο ισόγειο από το εσωτερικό μπαλκόνι του πρώτου πατώματος, οι μνήμες γίνονται ακόμα πιο «επικίνδυνες», πιο τολμηρές. Καραδοκεί ο έρωτας που με δυσκολία τιθασεύεται, το κορμί διψάει, ποθεί το φιλί, τα φιλιά – αλλά και ο θάνατος, η ανησυχητική ιδέα ότι τίποτα δεν μένει για πάντα εδώ, κανένας μας.
Προτού ανέβουμε στο επόμενο πάτωμα, κάναμε μια στάση. Στο γωνιακό κατάστημα που βλέπει στη πόλη, μέσα από το τζάμι ένας άγγελος που τον ενσαρκώνει ο Άγγελος Παπαδημητρίου μας τραγουδάει, σχεδόν σαν να ψάλλει, το «Σκουπίδια πέραν της ατμόσφαιρας» της Λένας Πλάτωνος: «Μικρή είχα δει / σε όνειρο εφιαλτικό / πως ζούσα μ’ ένα άλλο παιδί / σε γυάλινο διαστημικό κλουβί / και άνθρωποι νεκροί / ανέβαιναν από τη γη / ντυμένοι με κοστούμια γκρι / κι όσο ανέβαιναν / τόσο φούσκωναν / άμορφες μάζες νέων αστερισμών / σε συγκρούσεις με το καθαρό μας το γυαλί / άμορφες μάζες νέων αστερισμών / ρακοσυλλέκτες διαστημικοί / κρυσταλλοποιημένα ούρα αστροναυτών».
Ανεβήκαμε στο τέταρτο πάτωμα, παρακάμπτοντας το τρίτο, όπου λειτουργεί γυμναστήριο –οι νέοι άντρες που γυμνάζονταν μάς κοιτούσαν έκπληκτοι, θα μπορούσαν να είναι και μέρος της δράσης–, και μπήκαμε σε ένα παλιό μπαρ όπου η μνήμη πια έχει αγγίξει την ενηλικίωση. Ένα απελπισμένο τηλεφώνημα μίας εξ αυτών στον Πρόεδρο της Βόρειας Κορέας «Κιμ» με την πλάτη γυρισμένη στο κοινό είναι ένα τραγελαφικό παραλήρημα σουρεαλιστικού σαρκασμού, αλλά έμοιαζε και λίγο σαν η ντροπή να είχε αλώσει τη γυναικεία φύση. Παίζουν μεταξύ τους, ανοίγουν μπουκάλια, γελάνε, επιβεβαιώνοντάς μας ότι δεν είναι πια τα «αθώα» κορίτσια, οι παρθένες με τα ροζ που αρχικά γνωρίσαμε.
Κι ακολουθεί η «τελευταία πράξη» στην ταράτσα με φόντο τη μεγάλη και ανενεργή εδώ και χρόνια οθόνη, όπου όλα βγαίνουν στο φως. Το βίντεο που προβάλλεται επάνω της μας προσγείωσε στην απτή και θνητή πραγματικότητα της ζωής αυτών των κοριτσιών που μάλλον είναι παραλλαγές ενός. Μία τους τραγουδάει το «Like a prayer» της Madonna: «Life is a mystery / Everyone must stand alone / I hear you call my name / And it feels like home».
Η «μνήμη» ενδύεται τον μανδύα της νοσταλγίας, σχεδόν ταυτίζεται με τον θάνατο της αθωότητας, της νιότης, των ανθρώπων με τους οποίους πορεύτηκαν, που πορευόμαστε. Άλλωστε, όλα σε αυτό το ξεχασμένο οικοδόμημα θυμίζουν τον θάνατο μιας εποχής. Μόνη ελπίδα οι αμέτρητες γλάστρες με τα φυτά που κάθε μέρα, όπως πληροφορήθηκα, έρχεται κάποιος και τις ποτίζει, δίνοντας τους ζωή.
Κάτω από τον καλοκαιρινό έναστρο ουρανό τα φρέσκα κορίτσια θύμιζαν τους στίχους της Πλάτωνος: «Το πεπρωμένο εκείνων των παιδιών / Που γεννηθήκαν και θα γεννιούνται / Κάτω από τον αστερισμό των σκουπιδιών / Κάτω από τον μαγνητισμό των απορριμμάτων / Ποιο το περιεχόμενο των ποιημάτων / Η αγάπη τους για την ωραία / Ή για το τέρας».
Τελικά, γιατί αυτή η σουρεαλιστικο-ποιητική περφόρμανς έχει τον τίτλο «Ψιλικά»; Μήπως γιατί όλες οι μικροϊστορίες των ανθρώπων, του καθενός μας, έχουν μια κοινή πορεία; Είναι μικρές καθημερινές περιπέτειες που δεν απέχουν πολύ η μία από την άλλη και μας ενώνουν; Μήπως η ζωή μας είναι ό,τι έχει απομείνει στο παλιό κουτάκι με το ξεχασμένο ψιλολόι που τυχαία βρίσκει όποιος/-α μένει πίσω, ψαχουλεύοντάς το από περιέργεια; Ανάμεσα σε κουμπιά, βελόνες, κλωστές, φωτογραφίες, εικονίτσες αγίων, ακυρωμένα διαβατήρια, χαρτιά, ψευδοκοσμήματα και άλλα ευτελή απομεινάρια της καθημερινότητας, πολύτιμα μόνο για όσους μάς αγάπησαν κάποτε;