Γνωρίσαμε τη Susanne Kennedy με τις Αυτόχειρες παρθένους της το 2019 στο Φεστιβάλ Αθηνών. «Κάπως έτσι θα είναι το θέατρο του μέλλοντος», σκεφτόμουν, θυμάμαι, παρακολουθώντας τότε την παράσταση στην Πειραιώς 260. New age αισθητική, υπνωτιστική μουσική, φράσεις από το μυθιστόρημα του Τζέφρι Ευγενίδης, η θιβετιανή Βίβλος των Νεκρών και ένα άβαταρ που μιλάει σαν τον Τίμοθι Λίρι (τον αμφιλεγόμενο γκουρού που πρέσβευε τη χρήση ψυχεδελικών φαρμάκων για θεραπευτικούς λόγους): ιδού το νέο μάντρα μιας «θρησκείας» που συμφιλιώνει εποχές, ηλικίες, φύλα, το οργανικό και το ανόργανο σε κάποιο (μακρινό;) μέλλον, όταν η ανθρωπότητα θα έχει καταστραφεί και τη θέση της θα έχει πάρει ένα νέο είδος, «ασέξουαλ και αθάνατο, ένα είδος που έχει υπερβεί την ατομικότητα, τον διαχωρισμό και την εξέλιξη».
Γεννημένη στη Γερμανία, η Susanne Kennedy σπούδασε σκηνοθεσία στο Πανεπιστήμιο Καλών Τεχνών του Άμστερνταμ και έκανε το θεατρικό ντεμπούτο της στην Ολλανδία. Τα τελευταία χρόνια συνεργάζεται κυρίως με τη Volksbühne του Βερολίνου και το Kammerspiele του Μονάχου και έχει ανεβάσει τα έργα Ultraworld και Oracle με τον συνεργάτη και σύντροφό της Markus Selg. Στα έργα της, στα οποία κυριαρχούν φουτουριστικές μάσκες, διάλογοι σε playback, κείμενα από αναρτήσεις στα social media, σωσίες και πολυμέσα, η Kennedy εργάζεται σταθερά πάνω στα ζητήματα που εγείρει η post-human συνθήκη σχετικά με τη νέα, τεχνολογικά διαμεσολαβημένη υποκειμενικότητα, την εικονική απεδαφικοποίηση, τον επαναπροσδιορισμό των ορίων μεταξύ «τεχνητού» και «φυσικού».
Στο έργο ANGELA (a strange loop), την τελευταία συνεργασία της Kennedy με τον Markus Selg, η ζωή εκτυλίσσεται μεταξύ του πραγματικού και του εικονικού. H Άντζελα, η κεντρική ηρωίδα, είναι μια τυπική influencer, η οποία πάσχει από μια μυστηριώδη ασθένεια. Τι διαδραματίζεται μέσα στο ανήσυχο μυαλό της; Ό,τι ονειρεύεται, ακούει και σκέφτεται προβάλλεται στον χώρο γύρω της, όπως και ό,τι συμβαίνει στον κόσμο τη διαπερνά, οδηγώντας το σώμα και το πνεύμα της σε μια κατάσταση υπερ-φλεγμονής, σε μια παράξενη και ατέλειωτη «λούπα». Τι είδους ασθένεια έχει η Άντζελα και πώς αυτή συνδέεται με την ανθρώπινη κατάσταση σήμερα;
Είμαστε, λοιπόν, όλοι «παράξενες λούπες». Παίρνουμε τις προβολές που κάνουν οι άλλοι πάνω μας και τις προβάλλουμε πίσω σ’ εκείνους. Η ταυτότητα, με αυτή την έννοια, είναι μια ψευδαίσθηση, αλλά εξακολουθούμε να τη χρειαζόμαστε, έτσι ώστε να λειτουργούμε ικανοποιητικά στο κοινωνικό μας οικοδόμημα.
— Πώς γεννήθηκε η Angela και γιατί είναι άρρωστη;
Ήθελα πολύ να εστιάσω στη ζωή μιας γυναίκας και να την εξετάσω. Ήταν κατά τη διάρκεια της πανδημίας που σκεφτόμουν αυτόν τον χαρακτήρα, ακριβώς όταν άρχισε να εμφανίζεται ο Long Covid, και παρατήρησα ότι ανάμεσα στους φίλους μου ήταν κυρίως γυναίκες εκείνες που ανέπτυξαν αυτό το είδος αυτοάνοσου. Έτσι, οραματίστηκα μια γυναίκα στο δωμάτιό της, μόνη της. Tαυτόχρονα, την ίδια περίοδο, άρχισα να ακολουθώ μερικές influencers στο Instagram και να συγκεντρώνω αποσπάσματα από αυτά που έλεγαν στις αναρτήσεις τους. Με αυτόν τον τρόπο δουλεύω γενικότερα τα κείμενά μου, από υλικό που συναντώ κάθε μέρα, από πράγματα που διαβάζω και ακούω. Έτσι γεννήθηκε η Angela, η οποία είναι ένα είδος influencer. Ίσως είναι διάσημη, ίσως όχι, πάντως έχει ακολούθους, τους ενημερώνει για την ασθένειά της, για τη διατροφή της, για όλες τις λεπτομέρειες της καθημερινότητάς της. Αλλά στη συνέχεια της συμβαίνει κάτι. Κάποιος φτάνει στην πόρτα της και μπαίνει στο δωμάτιό της. Είναι ένα περίεργο πλάσμα, στο έργο το αποκαλούν απλώς Άτομο, αλλά… Είναι ένας άγγελος; Είναι μέρος της ίδιας της Άντζελας; Είναι ένας μικροαπατεώνας; Και την παίρνει μαζί της γιατί της λέει ότι πρέπει να αλλάξει τον τρόπο που ζει. Δεν ξέρουμε ακριβώς πού την οδηγεί: στο δάσος, στον υπόκοσμο; Ο προορισμός, πάντως, έχει ένα είδος παραμυθένιας συνιστώσας. Εκεί, θα μπορούσαμε να πούμε, η Άντζελα αναγεννιέται – η διαδικασία είναι επώδυνη. Και επιστρέφει αλλαγμένη.
— Αλλαγμένη πώς;
Ξέρετε, αυτή η αλλαγή για την οποία μιλάμε δεν συμβαίνει από τη μια στιγμή στην άλλη, απαιτεί σκληρή δουλειά. Η Άντζελα αισθάνεται ότι κάτι λείπει από τη ζωή της ή ότι δεν ζει μια αυθεντική ζωή. Δεν προσπαθώ ν’ ασκήσω κριτική σε ένα συγκεκριμένο μοντέλο ζωής ή να πω «α, να, λόγω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, είμαστε όλοι επιφανειακοί». Δεν είναι καθόλου αυτό που με ενδιαφέρει. Αναφέρομαι, ελπίζω, σε μια διαδρομή που όλοι πρέπει να διανύσουμε. Φτάνουμε σ’ ένα σταυροδρόμι –μερικές φορές μέσω μιας ασθένειας, άλλες μέσω μιας απώλειας ή μιας κρίσης– και συνειδητοποιούμε ότι, ναι, πρέπει να αλλάξουμε. Αυτό προσπαθώ εδώ ν’ αναπτύξω.
— Ακούγεται σαν μια αρχετυπική ιστορία, όπου ο ήρωας περνάει μια δύσκολη, επικίνδυνη δοκιμασία, πηγαίνει, για παράδειγμα, στον κάτω κόσμο, και μετά επιστρέφει αναγεννημένος και αλλαγμένος. Το συναντάμε συχνά στους ελληνικούς μύθους.
Ακριβώς. Είναι το ταξίδι του ήρωα, της ηρωίδας σε αυτή την περίπτωση. Οπότε, ναι, νομίζω ότι στους ελληνικούς μύθους υπάρχουν αυτές οι μεγάλες περιπέτειες και ιστορίες μάχης, οι οποίες είναι επί της ουσίας «μεγεθυμένες» εικόνες πραγμάτων ή καταστάσεων που αντιμετωπίζουμε στην καθημερινότητά μας. Είναι κάτι διαχρονικό, ξέρετε, σχεδόν κανένας άνθρωπος δεν περνάει τη ζωή του χωρίς να συναντήσει τους δικούς του δράκους ή δαίμονες. Και πρέπει να τους πολεμήσει. Οπότε μπορεί ο μύθος να είναι αρχαίος, αλλά εμείς, στην Angela, τον τοποθετούμε σε έναν πολύ μοντέρνο, σημερινό κόσμο.
— Τι μπορεί να εμπνεύσει ή να αναγκάσει κάποιον ν’ αλλάξει τη ζωή του; Είναι πιο δύσκολο σήμερα για τους ανθρώπους να το καταφέρουν; Εννοώ λόγω του εγκλωβισμού τους στο σύγχρονο, ναρκισιστικό σχήμα, εντός του οποίου όλοι ασχολούνται με την καλύτερη δυνατή παρουσίαση του εαυτού τους στα social media.
Δεν ξέρω αν είναι πιο δύσκολο. Σίγουρα τώρα υπάρχουν περισσότεροι περισπασμοί, οι άνθρωποι προσπαθούν ν’ απομακρυνθούν από τον πόνο τους, να τον ξεγελάσουν, όντες συνεχώς online και αλληλεπιδρώντας μηχανικά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οπότε, ναι, ίσως είναι πιο δύσκολο, από μια άποψη. Αλλά, ό,τι κι αν κάνεις, δεν μπορείς να αποφύγεις την υπαρξιακή κρίση. Όσο νωρίτερα θέσεις στον εαυτό σου τα ερωτήματα «τι κάνω εδώ, ποιος είναι ο σκοπός μου;» τόσο καλύτερα. Αν τα αγνοήσεις, η κρίση θα ξεσπάσει ακόμα δυνατότερα κάποια στιγμή. Στο πρώτο μισό του βίου μας επικεντρωνόμαστε πολύ στο «έξω». Aργότερα δεχόμαστε ένα εσωτερικό κάλεσμα. Και αυτό μπορεί να γίνει, ενδεχομένως, μέσω μιας ασθένειας. Έτσι προσπαθώ να ερμηνεύσω την αρρώστια της Άντζελας, ότι κάτι την καλεί και ότι χρειάζεται να το αφουγκραστεί για πρώτη φορά.
— Το γεγονός ότι η Άντζελα είναι γυναίκα έχει κάποια ιδιαίτερη βαρύτητα; Υπάρχει, δηλαδή, μια φεμινιστική διάσταση στην επιλογή αυτή; Ότι υποφέρει περισσότερο, επειδή είναι γυναίκα;
Παλιά ήταν περισσότερο το θέμα μου αυτό. Δεν το τονίζω πια, αν και ανήκει σαφώς στη συλλογιστική της παράστασης. Τι είναι αυτό που κάνουμε εμείς οι γυναίκες που μας αρρωσταίνει; Εννοώ, προέρχεται απέξω, από την κοινωνία; Είναι κάτι που κάνουμε οι ίδιες στον εαυτό μας; Φυσικά και έχει βαρύτητα, αλλά δεν με ενδιαφέρει πλέον να κουνάω το δάχτυλο και να κατηγορώ, όπως ίσως έκανα παλιότερα. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο το γεγονός ότι είναι μια γυναίκα αυτή που πάσχει από αυτή την ασθένεια, αλλά πρόκειται για μία από τις παραμέτρους ενός πολύπλοκου αμαλγάματος. Δεν ενδιαφέρομαι τόσο να δηλώσω ότι η ασθένειά της οφείλεται στην πατριαρχία. Υποθέτω ότι το φύλο είναι μέρος της όλης εξίσωσης, αλλά για μένα δεν είναι αυτό το πιο ενδιαφέρον κομμάτι.
— Σε μια παλιότερη συνέντευξή σας αναφέρετε τον Ζιλ Ντελέζ και την ιδέα του γίγνεσθαι, την ιδέα δηλαδή ότι οι άνθρωποι βρίσκονται σε μια αέναη διαδικασία αλληλεπίδρασης με τον κόσμο, αλλαγής και μεταμόρφωσης. Όμως εμείς δεν το πιστεύουμε αυτό: παγιδευόμαστε από τον μύθο της σταθερής ταυτότητας, δηλαδή μας μαθαίνουν ότι όσο πιο σταθερή και διασαφηνισμένη είναι η ταυτότητά μας τόσο καλύτερα.
Ναι, είναι παράδοξο. Από τη μια φαίνεται να το γνωρίζουμε –ότι είναι ανέφικτη μια σταθερή ταυτότητα– και από την άλλη, παρόλο που το γνωρίζουμε, την κυνηγάμε ακόμη περισσότερο. Γιατί είναι τρομακτικό να αποδεχθούμε τη ρευστότητα, ενώ είναι πιο καθησυχαστικό να λέμε «είμαι αυτό» και «αυτό είναι το δικό μου», «αυτό μου αρέσει», «σ’ αυτό είμαι καλός». Και, φυσικά, είναι επίσης μέρος του παιχνιδιού. Θα έλεγα ότι πρέπει να εξασφαλίσουμε μια σταθερή βάση, αλλά στη συνέχεια να είμαστε ανοιχτοί στο γίγνεσθαι, να είμαστε διατεθειμένοι να αφήσουμε πράγματα πίσω μας, να σκοτώσουμε πεποιθήσεις, να αλλάξουμε. Αυτό πονάει. Θέλω να πω, μπορεί να πονέσει.
Εδώ εισέρχεται και το θέμα της «παράξενης λούπας» που βλέπετε στον τίτλο της παράστασης. Στο βιβλίο του I am a strange loop, ο Douglas Hofstadter διερευνά την ιδέα της σταθερής ταυτότητας και υποστηρίζει ότι είναι μια ψευδαίσθηση – δεν υπάρχει ένα «εγώ» στο κέντρο των πραγμάτων. Είναι σαν το κρεμμύδι: αν ξεφλουδίσεις όλα τα στρώματα, θα ανακαλύψεις ότι δεν υπάρχει ένας σταθερός, σκληρός πυρήνας στο κέντρο. Είμαστε, λοιπόν, όλοι «παράξενες λούπες». Παίρνουμε τις προβολές που κάνουν οι άλλοι πάνω μας και τις προβάλλουμε πίσω σ’ εκείνους. Η ταυτότητα, με αυτή την έννοια, είναι μια ψευδαίσθηση, αλλά εξακολουθούμε να τη χρειαζόμαστε, έτσι ώστε να λειτουργούμε ικανοποιητικά στο κοινωνικό μας οικοδόμημα. Αν αφεθούμε εντελώς, αν λύσουμε όλες τις άγκυρες, τότε θα οδηγηθούμε σ’ ένα είδος σχιζοφρένειας. Γι’ αυτό πρέπει να βρούμε αυτήν τη δύσκολη, παράξενη ισορροπία μεταξύ αλλαγής και σταθερότητας.
— Ναι, σωστά. Επίσης, αν θέλουμε να το πούμε λίγο διαφορετικά, να βρούμε μια ισορροπία ανάμεσα στην επανάληψη και τη διαφορά.
Φυσικά. Ας πούμε ότι καθένας από εμάς κάνει κάποια λάθη ξανά και ξανά. Ας πάρουμε για παράδειγμα τις σχέσεις: κάνουμε το ίδιο λάθος με διαφορετικούς συντρόφους ή με τον ίδιο, ποιος ξέρει. Αλλά κάθε φορά ίσως κάτι αλλάζει, ένα μικρό πράγμα. Οπότε δεν έχουμε ακριβώς μια λούπα, αλλά περισσότερο μια σπείρα και ίσως κάποια στιγμή να μπορέσουμε να βγούμε απ’ αυτήν και να μην ξανακάνουμε τα ίδια λάθη. Έτσι, τα πράγματα αλλάζουν, παρόλο που μοιάζουν να επαναλαμβάνονται και να μένουν ίδια. Αυτό το βρίσκω συναρπαστικό.
— Πράγματι. Ο Φρόιντ μίλησε πολύ για την επανάληψη, την οποία συνέδεσε με το τραύμα και είπε ότι εξαιτίας του τραύματος είμαστε «κλειδωμένοι» σε ένα συγκεκριμένο μοτίβο στη ζωή μας. Και αυτό το κάνουμε, μεταξύ άλλων, προκειμένου να επεξεργαστούμε το τραύμα και να το ξεπεράσουμε: «Ίσως αυτήν τη φορά η μαμά μου να μη με εγκαταλείψει, ίσως αυτήν τη φορά βρω έναν τρόπο να την κάνω να με αγαπήσει…».
Ναι, αλλά το ζητούμενο είναι να μην παγιωθούμε σε αυτή την ταυτότητα, «είμαι αυτό το άτομο που δεν αγαπήθηκε από τη μητέρα του», και το επαναλαμβάνουμε ξανά και ξανά, αλλά να φανούμε δημιουργικοί. Είναι, νομίζω, μέρος της αποστολής μας ως ανθρώπων να συνεχίζουμε την εξερεύνηση, ακόμα και μέσα από την επανάληψη, να τη δούμε ως μια δημιουργική διαδικασία που συμπεριλαμβάνει και τα τραύματά μας ενδεχομένως. Έτσι μπορούμε να βγούμε από τη λούπα. Όχι λέγοντας «είμαι το θύμα» αλλά «είμαι δημιουργός», αποκτώντας συνείδηση του ρόλου μας. Θέλω να πω, είναι σαν ένα παράξενο θεατρικό έργο που το ανεβάζουμε και το ξανανεβάζουμε. Είμαστε ταυτόχρονα ο σκηνοθέτης, ο συγγραφέας, ο ηθοποιός και το κοινό. Απλώς πρέπει να το ανακαλύψουμε.
— Αισθάνεστε, λοιπόν, ότι ίσως, μέσα από τη δουλειά σας, προσπαθείτε να ανοίξετε αυτήν τη διάσταση, να μας δείξετε ότι μπορούμε να γίνουμε σκηνοθέτες της ζωής μας; Να εγκαινιάσουμε μια αυτο-ποιητική διαδικασία;
Θα χαιρόμουν αφάνταστα αν οι άνθρωποι εισέπρατταν κάτι τέτοιο, αν και δεν είναι εύκολο να περάσει ως μήνυμα. Προσπαθώ να παραγάγω ποίηση επί σκηνής, κι αυτό επίσης πονάει. Όσο μεγαλώνω τόσο περισσότερο θέλω να παρουσιάζω τις δυνατότητες αλλαγής και δημιουργίας που ανοίγονται μπροστά μας. Εξαρτάται πραγματικά από τον θεατή το τι θα εισπράξει από αυτό που βλέπει. Είναι, υποθέτω, όπως στην πραγματική ζωή: τα σημάδια βρίσκονται παντού γύρω μας, αλλά πρέπει να τα ανακαλύψουμε. Δεν είναι ένα μήνυμα με τεράστια, καθαρά γράμματα που ίπταται στον ουρανό πάνω από το κεφάλι μας.
— Στην ελληνική μυθολογία, σε όλες τις ιστορίες που αφορούν τον θεό Διόνυσο, καταγράφεται κάποιο είδος διαμελισμού. Σαν να μας λένε ότι πρέπει να υποφέρει κανείς, να διαμελιστεί κυριολεκτικά και μεταφορικά, προκειμένου να ξαναγεννηθεί.
Ναι, πρέπει να πεθάνεις προτού πεθάνεις, ναι, αυτό είναι. Και το θέατρο είναι για μένα ένα θαυμάσιο εργαλείο για να το εξερευνήσω αυτό, γιατί οι άνθρωποι μπορούν, ξέρετε, να πεθάνουν. Μπορούν να πεθάνουν πάνω στη σκηνή. Αυτό που λέτε για τον Διόνυσο ισχύει, ειδικά με την Angela. Βυθίζεται στο δάσος και ακούμε τις κραυγές του πόνου της. Δεν ξέρουμε τι ακριβώς της συμβαίνει, αλλά υποφέρει, είναι σίγουρο. Κάτι μέσα της πρέπει να εξοντωθεί. Και ίσως πρέπει να το περάσουμε αυτό πολλές φορές στη ζωή μας. Όσο πιο συνειδητά το κάνουμε, όμως, τόσο το καλύτερο.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.