Για το κοινό που είχε δει τον περασμένο χειμώνα τους «Παίχτες» δεν ήταν και τόσο μεγάλη έκπληξη η σαρωτική καλλιτεχνική (και εμπορική) επιτυχία του έργου «Ο σκύλος, η νύχτα και το μαχαίρι» που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Κουτλής για το Φεστιβάλ Αθηνών.
Βρισκόμαστε με τη Ζωή Παρασίδη και τον Πάρι Ταβιτιάν στα παρασκήνια του χώρου Η της Πειραιώς 260, λίγο πριν ρίξει αυλαία η καλύτερη παράσταση που είδαμε το φετινό καλοκαίρι, για να καταγράψουμε τη γιορτινή ατμόσφαιρα αλλά και τη συγκίνηση που επικρατεί.
Οι άνθρωποι που ανανεώνουν το χώμα στη σκηνή το στρώνουν προσεκτικά για να μη σηκώσει σκόνη, μετά κάποιος το βρέχει και όλο το σκηνικό μυρίζει φθινόπωρο. Ο Βασίλης Μαγουλιώτης, ένας εκ των τριών πρωταγωνιστών, κάνει τζόγκινγκ και μετά push ups για να χαλαρώσει την ένταση, πριν μπει στο ντους και αλλάξει ρούχα και ζωστεί με τον πομπό και το μικρόφωνο.
Το πιο μεγάλο στοίχημα που κερδήθηκε με την επιτυχία της παράστασης είναι ότι έφερε στο θέατρο ένα κοινό νεανικό, που δεν πηγαίνει συχνά στο θέατρο –ή δεν πηγαίνει καθόλου– και φεύγει ενθουσιασμένο.
«Ήταν μια σκληρή εμπειρία, πολύ δημιουργική, είναι πολύ ωραίο να είσαι με οικογένεια, με ανθρώπους που αγαπάς και εκτιμάς και γουστάρεις να συνεργάζεσαι» μας λέει. «Είναι ένα έργο- γρίφος, πάρα πολύ μυστήριο, με μεγάλο βάθος, και ταυτόχρονα βάλαμε ψηλά τον πήχη με πολλά τεχνικά θέματα, οπότε ήταν μια ακροβασία. Ήταν ένα ρίσκο αυτό γιατί δεν ξέραμε αν θα πετύχει και μέχρι τελευταία στιγμή είχαμε μεγάλο άγχος αν αυτά θα δέσουν, αλλά τελικά τα καταφέραμε, ευτυχώς! Και ο κόσμος το γουστάρει ανέλπιστα πολύ».
Το πιο μεγάλο στοίχημα που κερδήθηκε με την επιτυχία της παράστασης είναι ότι έφερε στο θέατρο ένα κοινό νεανικό, που δεν πηγαίνει συχνά στο θέατρο –ή δεν πηγαίνει καθόλου– και φεύγει ενθουσιασμένο. «Το καλύτερο σχόλιο που έχω ακούσει για την παράσταση», λέει ο Βασίλης, «είναι ότι από τη στιγμή που ξεκινάει το έργο, από την πρώτη στιγμή, με ρούφηξε και δεν σταμάτησα ούτε δευτερόλεπτο για να σκεφτώ αν θα μπορούσε να ήταν καλύτερο ή όχι. Από την πρώτη στιγμή με κέρδισε». Και ένα άλλο που μου άρεσε: «Ήσασταν τόσο ελεύθεροι εκεί πάνω που δεν με ένοιαζε τι παίζατε».
Αυτό που μας κάνει εντύπωση είναι η δροσιά που επικρατεί παντού, πραγματικά σαν φθινόπωρο. «Είναι δροσερά για να μην μπουκώνουν τα μικρόφωνα» μας εξηγεί ο Γιώργος Κουτλής, εμφανώς χαρούμενος και ανακουφισμένος επειδή η πολύμηνη και σκληρή δουλειά που έχουν ρίξει έχει τόσο μεγάλη ανταπόκριση. «Κάθε φορά που κάνω μια παράσταση θα ήθελα να είναι η καλύτερη παράσταση που έχω φτιάξει στη ζωή μου και που έχει δει άνθρωπος ποτέ» λέει. «Αυτό σημαίνει ότι προσπαθείς προς τα κει και ό,τι γίνει. Άμα λειτουργήσει και αυτό που κάνεις έχει επικοινωνία, τότε προφανώς είσαι χαρούμενος. Αλλά το κίνητρο είναι να φτιάξεις κάτι μοναδικό, οπότε πάντα ελπίζεις να πάει όσο καλύτερα γίνεται».
«Ο σκύλος, η νύχτα και το μαχαίρι», ένα έργο γραμμένο το 2008 από τον Μάριους φον Μάγενμπουργκ της Σαουμπίνε, είναι σκηνοθετημένο εξαιρετικά και εντελώς σύγχρονα, με αναφορές στην ποπ κουλτούρα της εποχής, που το κάνουν πολύ ελκυστικό στο νεανικό κοινό, παρότι απευθύνεται σε όλες τις ηλικίες. Παρατηρώντας το κοινό που έχει γεμίσει ασφυκτικά τις κερκίδες είναι αδύνατο να μη θαυμάσεις αυτό που καταφέρνει ο Γιώργος Κουτλής με τις παραστάσεις του: να γίνεται talk of the town στους εικοσάχρονους, κάτι που ελάχιστοι σκηνοθέτες καταφέρνουν στην Ελλάδα.
«Χαίρομαι που βλέπω νέους ανθρώπους, συνομήλικούς μου ή πιο μικρούς, να πηγαίνουν θέατρο» λέει. «Κι άμα μπορεί η δουλειά που κάνω να φέρει περισσότερο κόσμο, που δεν θα έχει φανταστεί ότι του αρέσει, αυτό είναι το μεγαλύτερο κέρδος για μένα. Το καλύτερο κομπλιμέντο το έκανε ένας φίλος μου, που δεν έχει καμία σχέση με το θέατρο, που μου είπε: “κοίτα με τον μαλάκα τον Κουτ” –έτσι με φωνάζουν οι φίλοι μου– “που θα με κάνει να μου αρέσει το θέατρο!”. Δεν θα μπορούσε να με κάνει πιο χαρούμενο. Δεν σκεφτήκαμε ότι πρέπει να απευθυνθούμε σε νέους, κάναμε κάτι που μας αρέσει αλλά προφανώς αρέσει σε νέο κόσμο».
Δεν τον τρομάζει το γεγονός ότι δημιουργεί πλέον μεγάλες προσδοκίες; «Όταν βλέπεις να λειτουργεί αυτό που κάνεις, είναι μια ανταπόδοση, αλλά κάποιες φορές δεν θα λειτουργήσει» λέει. «Όταν πετυχαίνει, είσαι χαρούμενος, αλλά αν δεν λειτουργήσει, δεν πρέπει να σε καταβάλλει, αλλά να λες “την επόμενη φορά θα δούμε”. Ξέρω ότι είναι μαθηματικά, κάποια στιγμή δεν θα πάει, δεν μπορείς να ετεροπροσδιορίζεσαι από το πώς είναι η ανταπόκριση, άμα δεν πάει, δεν πήγε, δεν έγινε κάτι. Κι επίσης εγώ πρέπει να κοστολογώ τον καιρό που περνώ με τους ανθρώπους που συνεργάζομαι. Αυτή είναι η πραγματικότητα της ζωής μου. Αφού πέρασα καλά με τους ανθρώπους, και να μην πήγαινε καλά η παράσταση, θα στεναχωριόμουν, αλλά θα ήμουν μια χαρά. Έζησα, έμαθα, πήγα παρακάτω, το ότι λειτουργεί είναι όνειρο. Εμείς γι’ αυτό ζούμε, για να κάνουμε πράγματα με ανθρώπους και να τα επικοινωνούμε με άλλους. Είναι πολύ ωραίο, όμως, να παίρνεις τόση αγάπη».
Η Δήμητρα Βλαγκοπούλου, όπως και τα δύο αγόρια που πρωταγωνιστούν μαζί της, είναι εκπληκτική στους ρόλους που υποδύεται, κάνοντας μπροστά στα μάτια σου μεταμορφώσεις που σε αφήνουν άφωνο.
«Ευχόμαστε να το συνεχίσουμε και με τη νέα σεζόν» μας λέει. «Έχουμε περάσει πολύ ωραία, ελπίζω και σήμερα να είναι μια ωραία παράσταση, και μακάρι να υπάρχει συνέχεια. Έχουμε ακούσει πολύ ωραία λόγια για τη δουλειά, για τη δουλειά όλων, κι αυτή είναι η μεγαλύτερη χαρά. Ότι αυτή η συλλογική δουλειά που κάναμε με αυτόν τον τρόπο πέρασε και στους θεατές. Κι είναι πάρα πολύ ωραίο που το κοινό είναι τόσο νεανικό, είναι ωραίο να φέρνεις γενικά κόσμο στο θέατρο, όχι μόνο νέους. Υπάρχουν διάφορες στιγμές που αρέσουν σε διαφορετικούς ανθρώπους, ο κόσμος αντιδράει πολύ, επειδή έχει κι αρκετό χιούμορ η παράσταση, και αυτό το εισπράττουμε, γελάει ο κόσμος, αλλά και σε στιγμές που είμαστε σε άλλες περιοχές, πιο ποιητικές, πιο δραματικές, αισθάνεσαι ότι έχεις πάει το κοινό προς αυτή τη διαδρομή. Οπότε μας ακολουθούν διαρκώς, αυτή είναι η αίσθηση από σκηνής».
Ο Θάνος Λέκκας είναι σχεδόν έτοιμος να βγει στη σκηνή και να αλλάξει και αυτός πρόσωπα και χαρακτήρες. Και οι τρεις ηθοποιοί ανήκουν σε μια γενιά που έχει τη δική της φιλοσοφία για τον τρόπο που δουλεύει τον κάθε ρόλο, έντονα σωματικό, γιατί πέρα από την ασταμάτητη ενέργεια του ρόλου πρέπει και να χορεύουν, να κινούνται non stop, να βρίσκονται σε συνεχή ένταση. Είναι αδύνατο να αφήσεις τα μάτια σου από πάνω τους και να μη συμμετέχεις σε όσα βλέπεις.
«Είναι η τελευταία παράσταση της σεζόν» μας λέει. «Μετά από τέσσερις παραστάσεις και μία σειρά είμαι εξαντλημένος φουλ, αλλά και πολύ χαρούμενος που κάναμε αυτή τη δουλειά με αυτούς τους ανθρώπους. Δεν έχω αφήσει τον εαυτό μου να καταλάβει ακόμα τι έχουμε φτιάξει, ξέρω ότι είναι κάτι πολύ σπουδαίο, αλλά επειδή είχαμε τελειομανείς ανθρώπους που μας πίεζαν και τους πιέζαμε συνέχεια, σε όλη τη διάρκεια, δεν έχω χαλαρώσει. Ξέρω ότι όλοι συζητούν για τη νεαρή ηλικία του κοινού, αλλά εγώ δεν το βλέπω όταν είμαι στη σκηνή, υπάρχουν φώτα, καπνοί, δεν βλέπω τίποτα κάτω. Ακούστηκε όμως η ενέργεια, η σπλατεριά, το χιούμορ και ήρθε ένα κοινό νεαρό. Κι αυτό είναι υπέροχο.
Να σου πω ποιο είναι το καλύτερο σχόλιο που άκουσα για την παράσταση; Ο ασφαλιστής μου μού είπε “θα σου αυξήσω κατά 86% τα ασφάλιστρα”, επειδή κάνω, λέει, μια πολύ επικίνδυνη δουλειά, σηκώνω πολύ ταλαντούχους ανθρώπους, παλεύω χορεύοντας και βάζω σε κίνδυνο τα αυτιά μου με δυνατό χειροκρότημα…».
«Ο σκύλος, η νύχτα και το μαχαίρι» του Μάριους φον Μάγενμπουργκ
Σκηνοθεσία: Γιώργος Κουτλής
Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας
Σκηνικά - κοστούμια: Εύα Γουλάκου
Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας
Πρωτότυπη μουσική - σχεδιασμός ήχου: Jeph Vanger
Επιμέλεια κίνησης: Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου
Βοηθός σκηνοθέτη: Ελένη Κουτσιούμπα
Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Άρτεμις Σγούρου Δροσοπούλου
Ηχολήπτης: Σωτήρης Ζηλιασκόπουλος
Props - Effects: Πάνος Κονδύλης - ΑRK FX
Κατασκευή σκηνικού: Βασίλης Χαραλαμπόπουλος
Ζωγραφική σκηνικού: Νίκος Καρράς
Ραφή κοστουμιού: Βικτώρια Χαραλαμπίδου
Παίζουν (αλφαβητικά): Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Θάνος Λέκκας, Βασίλης Μαγουλιώτης