Μπαίνοντας στο Παλλάς, επικρατεί σιωπή. Το διώροφο σκηνικό με τα παστέλ χρώματα δεσπόζει επάνω στη σκηνή, οι τεχνικοί μιλούν ψιθυριστά. Έτσι είναι τα σκηνικά, τακτοποιημένα, σχεδόν ονειρικά, ακριβώς το αντίθετο από αυτό που θα βλέπαμε να συμβαίνει αν μπορούσαμε να δούμε την πίσω μεριά τους, περνώντας το όριο του ονειρικού κόσμου και μπαίνοντας στον πραγματικό.
Το σκηνικό γυρνάει αργά στην περιστρεφόμενη σκηνή και αποκαλύπτεται: τα σανίδια που το στηρίζουν και τα τελάρα που είναι οι στέρεοι τοίχοι, ένας καλόγερος με ρούχα, απ’ όπου κάποια στιγμή οι ηθοποιοί θα πάρουν βιαστικά ένα ρούχο πριν μπουν στη σκηνή ή θα αφήσουν κάποιο άλλο, μερικά σκηνικά αντικείμενα προσεκτικά βαλμένα για να μη σκοντάψει κανένας μέσα στο ημίφως.
Όπως σε κάθε δουλειά, το παρασκήνιο πολλές φορές είναι πιο ενδιαφέρον, αυτά που συμβαίνουν μπορεί να είναι πιο επιτυχημένα ως αστεία, ως μεταφορά της ζωής, ως μικρές τραγικές ιστορίες, από αυτά που συμβαίνουν στη σκηνή. Οι κουίντες μοιάζουν με καθαρτήριο, αυτό το σημείο όπου στέκεται ο ηθοποιός λίγο πριν βγει στη σκηνή, σε δευτερόλεπτα, σε μια στιγμή, με ένα βήμα, για να γίνει ο ήρωας κάποιων άλλων ιστοριών.
Όταν ο Φρέιν έγραψε το έργο, δεν γνωρίζαμε τίποτε από αυτό που λέγεται backstage, τον κόσμο των παρασκηνίων ή το πώς δημιουργείται μια σκηνή. Όλα υπήρχαν στη σφαίρα του μύθου και σε αυτόν τον μύθο μάς έβαλε όταν έγραψε αυτό που δεν μπορούν ποτέ να δουν οι θεατές.
Το Σώσε του Μάικλ Φρέιν είναι ένα έργο που περιγράφει με τον ωραιότερο και πιο αστείο τρόπο τη φρενίτιδα των παρασκηνίων και όσα συμβαίνουν στον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ηθοποιών μιας παράστασης.
Ο Φρέιν συνέλαβε την ιδέα για το έργο το 1970, παρακολουθώντας από τις κουίντες μια παράσταση του The two of us, μιας φάρσας που είχε γράψει για τη Λιν Ρεντγκρέιβ. Αργότερα, έλεγε: «Ήταν πιο αστείο να το βλέπεις από την κουίντα παρά από την πλατεία του θεάτρου, και σκέφτηκα ότι μια μέρα πρέπει να γράψω μια θεατρική κωμωδία για όλα όσα γίνονται πίσω από τη σκηνή».
Η ησυχία που επικρατεί στην αίθουσα διακόπτεται από τις φωνές που έρχονται από τα παρασκήνια, με τη Σμαράγδα Καρύδη να καθοδηγεί τους ηθοποιούς στα γυρίσματα του τρέιλερ. Φορώντας το πολύχρωμο κοστούμι του, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, που σκηνοθετεί και παίζει σε αυτή την ξέφρενη κωμωδία, στο οργανωμένο χάος αυτής της αριστοτεχνικά γραμμένης κωμικής φάρσας, όπου πρωταγωνιστούν η Σμαράγδα Καρύδη, ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, η Στεφανία Γουλιώτη, ο Γιώργος Χρυσοστόμου και η Λένα Παπαληγούρα, ο Γιώργος Ψυχογυιός, η Δάφνη Δαυίδ και ο Γιώργος Ζυγούρης, κάνει ένα διάλειμμα ανάμεσα στα γυρίσματα και την πρόβα, λέγοντας ότι το Σώσε είναι η επιτομή της φάρσας.
«Η φάρσα είναι ένα υποείδος της κωμωδίας που δεν πρέπει να το χειριστείς ως κωμωδία αλλά ως μαθηματικό συλλογισμό. Πρέπει να έχει την κομψότητα ενός κομματιού συμφωνικής μουσικής. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι αστείο, αλλά για να μπορεί να είναι αστείο, πρέπει να είναι πάρα πολύ ακριβές, σαν μηχανισμός ελβετικού ρολογιού, αλλιώς κινδυνεύεις, γιατί το κοινό δεν γελάει με αστείες ατάκες –έχει λίγες αστείες ατάκες το έργο– αλλά με συμβάντα και ετεροχρονισμένα ή συγχρονισμένα πράγματα που συμβαίνουν».
Πόρτες ανοίγουν και πόρτες κλείνουν, άνθρωποι εμφανίζονται ξαφνικά και βρίσκονται εκεί όπου δεν θα έπρεπε να είναι: το έργο του Φρέιν είναι μια μετα-φάρσα, ένα σχόλιο για το θέατρο και τους ανθρώπους του πάρα πολύ έξυπνο και ακριβές, που μοιάζει να σατιρίζει ένα σύνολο ανθρώπων και τις σχέσεις τους στη διάρκεια μιας παράστασης που μαθηματικά οδηγείται στην καταστροφή, ενώ τα συναισθήματα των ηθοποιών σιγοβράζουν, πάθη βγαίνουν στην επιφάνεια και η εξωφρενική δράση των παρασκηνίων συναγωνίζεται και μάλλον ξεπερνά όσα συμβαίνουν επί σκηνής.
Ο Φρέιν χρησιμοποιεί ως ήρωες μια ομάδα «δευτεροκλασάτων ηθοποιών» που παρουσιάζουν ένα μέτριο, ίσως και κακό έργο, και είναι απελπιστικά ανέτοιμοι, μπερδεμένοι από τις εισόδους και τις εξόδους που πρέπει να κάνουν, με χαμένα τα σημάδια για το πού πρέπει να σταθούν, τον σκηνοθέτη να βράζει από οργή κι αυτούς να συμπεριφέρονται ανταγωνιστικά, κάνοντας τις σκηνές να σκαλώνουν εξοντωτικά.
«Το Σώσε θα μπορούσε να διαβαστεί ως σχόλιο πάνω σε ένα είδος θεάτρου και ηθοποιού, αλλά είναι πιο ενδιαφέρον να το δει κανείς ως σχόλιο πάνω στην τέχνη του ηθοποιού και αυτή η παράσταση που φτιάχνεται μέσα στην παράσταση, αν πετύχει, είναι πολύ καλή. Οι άνθρωποι που βλέπουμε στη σκηνή, οι ηθοποιοί, ενώ έχουν τραβηγμένα τα χαρακτηριστικά, τα γνωρίσματα των ηθοποιών, σαν καρικατούρες, έχουν και τα γνωρίσματα που συναντάμε σε όλους τους ηθοποιούς, ανεξάρτητα από το πόσο καλοί ή μέτριοι είναι. Την ανασφάλεια με τον ρόλο, τη σχέση κάποιας ελαφριάς ψυχικής υποτέλειας με τον σκηνοθέτη, τη ζηλοφθονία προς τον/-η συνάδελφο ή, ακόμα, την καλή προαίρεση και τη διάθεση την τελευταία στιγμή να γίνουν όλα σωστά μπορούμε να τα βρούμε παντού», λέει ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης.
«Ένας φίλος μού έλεγε πριν από πολλά χρόνια, και το έχω κρατήσει, ότι το θέατρο είναι ένας χώρος όπου βλέπεις ανθρώπους υπό πίεση. Έλεγε “κάνω θέατρο γιατί μου αρέσει να βλέπω ανθρώπους υπό πίεση”. Αυτοί οι άνθρωποι, λοιπόν, είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις ηθοποιών, είναι η πεμπτουσία πραγμάτων που έχουμε συναντήσει όλοι σε ηθοποιούς αλλά είναι και αναγνωρίσιμες από το κοινό».
Όταν ο Φρέιν έγραψε το έργο, δεν γνωρίζαμε τίποτε από αυτό που λέγεται backstage, τον κόσμο των παρασκηνίων ή το πώς δημιουργείται μια σκηνή. Όλα υπήρχαν στη σφαίρα του μύθου και σε αυτόν τον μύθο μάς έβαλε όταν έγραψε αυτό που δεν μπορούν ποτέ να δουν οι θεατές, μας έδωσε μια γεύση, όταν δεν ήξερε κανένας τίποτα και η περιέργεια για τα σκάνδαλα, τις σχέσεις, τους καβγάδες και τις μυθικές κόντρες τροφοδοτούσε ως πλαίσιο ακόμα και τις ίδιες τις παραστάσεις.
«Υπάρχει η ίδια περιέργεια για το παρασκήνιο και σήμερα, αλλά το έργο έχει να κάνει και με τις σχέσεις που δημιουργούνται μεταξύ συγκεκριμένων χαρακτήρων σε έναν συγκεκριμένο θίασο αλλά και σε ένα συγκεκριμένο έργο. Ωστόσο, υπάρχουν και κάποιες σταθερές, η ιεραρχική σχέση του σκηνοθέτη με την πρωταγωνίστρια, το ότι ο πρωταγωνιστής φλερτάρει την πρωταγωνίστρια, το πώς, καθώς κατεβαίνουμε στην ιεραρχία, ο φροντιστής είναι αυτός που έχει σημαντικό ρόλο ή δέχεται μεγάλη πίεση. Πρόκειται για σχέσεις πολύ αδρά σχεδιασμένες εδώ, αλλά υπάρχουν και έξω, στην κοινωνία.
Υπάρχει και κάτι άλλο που εμένα με ενδιαφέρει πολύ σε μια παράσταση, εκτός από τον βασικό της στόχο, που είναι να διασκεδάσουμε εμείς, να τονώσουμε την καταπονημένη απ’ όλα αυτά που συμβαίνουν ψυχική μας υγεία, να χαρούμε μαζί με φίλους που βρίσκονται εντός και εκτός της σκηνής. Κι αυτό αφορά την πλατεία του θεάτρου, τους θεατές, που πρέπει να χαρούν, να διασκεδάσουν. Δηλαδή, μια κωμωδία πρέπει να προκαλέσει το γέλιο στον θεατή, αλλιώς έχει αποτύχει. Αν δεν σε κάνει να γελάς, κάτι δεν έχει γίνει καλά.
Από κει και πέρα, αν το Σώσε αφήνει μια γεύση πνευματική, αυτή έχει να κάνει με τον τρόπο που ένα έργο τέχνης βάζει μια τάξη στην αταξινόμητη και “άτακτη” ζωή μας, την οργανώνει. Όταν το έργο τέχνης λειτουργεί, όλα είναι στη θέση τους, έξω από το έργο τέχνης όλα κινδυνεύουν να καταρρεύσουν».
Το Σώσε το έχουν αποκαλέσει έναν «ύμνο στο λάθος» και δεν υπάρχει άνθρωπος που έχει δουλέψει έστω και μία χρονιά στο θέατρο που να μη γνωρίζει την κατάσταση του πανικού, του ανέτοιμου που επικρατεί μία μέρα πριν από την παράσταση αλλά και το «θαύμα» της πρεμιέρας, μπροστά στο οποίο ακόμα και οι ίδιοι οι συντελεστές μένουν άφωνοι.
«Το πολύ ενδιαφέρον εδώ είναι ότι λάθη γίνονται, το ένα μετά το άλλο, τα οποία καταλαβαίνουν πολύ περισσότερο όσοι είναι στα παρασκήνια και πολύ λιγότερο αυτοί που βλέπουν την παράσταση, εδώ όμως βλέπουμε και το χάος στα παρασκήνια», λέει ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης.
«Θυμάμαι μια παράσταση που κάναμε παλιότερα, τον Καλιγούλα, που με βούτηξε και στα βαθιά νερά της παραγωγής ενός έργου. Στη γενική δοκιμή δεν λειτουργούσε τίποτα, υπήρχε απόλυτο χάος, έπεφταν πράγματα, υπήρχε μια τρομερή δυναμική, ένα θράσος γενναιότητας. Θυμάμαι τότε τον Τάσο Νούσια να λέει “μη σε νοιάζει, θα βγούμε και θα το κάνουμε”. Θέλω να πω ότι στο θέατρο είναι σαν κανόνας το ότι τα πράγματα τελικά και κάπως μαγικά γίνονται.
Όσο για τη δική μας παράσταση, έχει τρομερούς αστάθμητους παράγοντες, πολλή λάντζα, πρέπει να σκηνοθετήσεις ακόμα και την πορεία ενός πιάτου με σαρδέλες. Είναι ολόκληρη μια χορογραφία που έχουμε επιλέξει να είναι πάνω σε μουσική, μια παράσταση που χρειάζεται τρομερή υπομονή, γι’ αυτό και την κάνω με τους φίλους μου, με ανθρώπους που μπορούμε να συνεννοηθούμε μεταξύ μας και να ευχαριστιόμαστε ακόμα και με τη δυσκολία. Γιατί εδώ κρατάμε μια πολύ δύσκολη ισορροπία, καθώς το έργο είναι κωμωδία, αλλά οι χαρακτήρες που διαγράφονται είναι αληθινοί, όχι καρικατούρες».
«Το Σώσε!» του Michael Frayn
Σκηνοθεσία - μετάφραση: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης
Σκηνικά: Πάρις Μέξης
Μουσική: Μίνως Μάτσας
Φωτισμοί: Δημήτρης Κουτάς
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Κίνηση: Κική Μπάκα
Πρωταγωνιστούν: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Σμαράγδα Καρύδη, Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, Στεφανία Γουλιώτη, Γιώργος Χρυσοστόμου, Λένα Παπαληγούρα, Γιώργος Ψυχογυιός, Δάφνη Δαυίδ, Γιώργος Ζυγούρης
Θέατρο Παλλάς
Από 18/3, για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων
Τετ. 19:00, Πέμ.-Σάβ. 21:00, Κυρ. 18:30
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.