Γεννήθηκα στον Πειραιά και μεγάλωσα στην Παλιά Κοκκινιά και στα πέριξ, σε ένα σπίτι που δεν ήταν δικό μας. Οι γονείς μου ήταν φτωχοί άνθρωποι, αλλά πολύ καλοί και στοργικοί· ο πατέρας μου ήταν εργάτης, αλλά λόγω κοινωνικών φρονημάτων δεν έβρισκε εύκολα δουλειά. Υπήρχε μια ταλαιπωρία που δεν την καταλαβαίναμε γιατί ήταν έτσι όλη η γειτονιά, στην ίδια μοίρα, οπότε δεν μας φαινόταν κάτι περίεργο. Αντιθέτως, μας φαινόταν περίεργο άμα έλεγε κανένα παιδί «ο πατέρας μου μού έδωσε ένα τάλιρο να πάω να πάρω γλυκό», λέγαμε «βρε, τι λέει αυτός;». Ήταν δύσκολη, αλλά ωραία ζωή, στηνόντουσαν γλέντια σε μισή ώρα, σε κάθε σπίτι. Βέβαια, όλα τα ωραιοποιείς όταν πάει πίσω πολύ ο χρόνος.
• Ήμουν αεικίνητος και άτακτος, αλλά καλό παιδί – τώρα πώς γίνεται αυτό… Όλοι έλεγαν «καλό παιδί ο Σπύρος, αλλά μαζέψτε τον λίγο». Γενικά, δεν είχα κανένα όνειρο ποτέ, το μόνο όνειρο που είχα ήταν να αποκτήσω ποδήλατο· κι όταν λέω όνειρο, εννοώ ότι το έβλεπα στον ύπνο μου κυριολεκτικά, συνέχεια, αλλά δεν συνέβη ποτέ. Μεγαλώνοντας, αποφάσισα ότι ήθελα να κάνω κάτι. Δεν ήξερα τι, αλλά σίγουρα κάτι χωρίς κόσμο, ήθελα να είμαι κάπου μόνος μου και να μη φαίνομαι.
Το πιο μεγάλο μου όφελος από όλο αυτό είναι μακράν η χαρά όταν είμαι πάνω στη σκηνή. Λιγότερο μπροστά στην κάμερα, αλλά κι εκεί είναι κάποιες στιγμές που παίρνεις χαρά. Στη σκηνή, όμως, όταν κόβεις με το μαχαίρι αυτό που γίνεται με το κοινό, σου δίνει ζωή.
Ακόμα δεν μου αρέσει να φαίνομαι, κι ας κατέληξα να παίζω μπροστά σε κόσμο. Δεν είχα πει καν ποίημα στο σχολείο. Μια φορά, στο δημοτικό, επειδή ήμουν καλός μαθητής, με έβαλαν να παίξω σε ένα σκετσάκι και δέχτηκα – απλώς ήμουν κρυμμένος σε μια ντουλάπα και φαινόταν το χέρι μου, δηλαδή έριχνα μια σφαλιάρα και ξανάμπαινα μέσα, μέχρι εκεί είχα φτάσει. Μου άρεσε να πηγαίνω σε έναν μαραγκό που είχαμε απέναντι, σε ένα ημιυπόγειο, και δούλευε με τα ξύλα όλη μέρα, ακούγοντας το τρανζιστοράκι του. Καθόμουν εκεί με τις ώρες, με άφηνε να παίζω με τα ροκανίδια και τα ξύλα και θεωρούσα ότι αυτός ήταν ένας ευτυχισμένος άνθρωπος επειδή ήταν μόνος του.
• Η μητέρα μου ήταν Ναξιώτισσα και γενικά την αγαπούσα πολύ τη Νάξο, γιατί, όταν ήμουν μικρός, με έστελναν για τρία χρόνια να ξεκαλοκαιριάζω σε ένα μοναστήρι. Δεν είχαμε δικό μας σπίτι εκεί, αλλά, όταν έχασα τη μάνα μου, κόλλησα με το νησί. Τώρα λέω τη Νάξο «πατρίδα μου». Στο μοναστήρι πήγαινα για διακοπές, ήμασταν πέντε καλόγριες κι εγώ – περιέργως, δεν απέκτησα καμία σχέση με τον Θεό.
Παρότι είχα μια γιαγιά που τη λάτρευα και ήταν πολύ θρήσκα, από μικρός είχα μια αμφιβολία για το αν υπάρχει Θεός, έλεγα «τι λένε αυτοί τώρα;». Δεν την καταλάβαινα αυτήν τη σχέση, στην εκκλησία πήγαινα πιο πολύ για τα κορίτσια. Τα έχω περάσει όλα, κατηχητικό, παπαδάκι, δεν τσίμπησα όμως ποτέ, το μυαλό μου έλεγε «αυτό είναι μια υπερβολή», χωρίς να μου έχει κάνει κάποιος κατήχηση υπέρ ή κατά.
• Δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να γίνω ηθοποιός, ούτε κατάλαβα πώς έγινα, συνωμότησαν διάφορες συμπτώσεις. Δεν είχα καμία επαφή με το θέατρο, δεν είχα δει ούτε μία παράσταση, μου άρεσε πολύ όμως το σινεμά και πήγαινα και πούλαγα σάμαλι και πασατέμπο στα διαλείμματα για να βλέπω τις ταινίες. Στη δραματική σχολή βρέθηκα από σύμπτωση, επειδή μια κοπέλα που μου άρεσε μου είπε να την πάω μέχρι εκεί με τη μοτοσικλέτα. Αυτό που μου άρεσε πάντα ήταν να διαβάζω λογοτεχνία, ήταν το μόνο ενδιαφέρον που είχα, από δεκαπέντε χρονών άρχισα να διαβάζω φανατικά.
Είχα διαβάσει αρκετά πράγματα, άλλα όταν πήγα την κοπέλα στη σχολή του Πέλου Κατσέλη στη Νέα Σμύρνη, άκουσα να μιλάνε για Αριστοφάνη, για Σαίξπηρ, για Στρίντμπεργκ, και είπα «τι λένε αυτοί, τι είναι όλα αυτά, γιατί εγώ δεν τα ξέρω;». Μου κόλλησε να πάω να γραφτώ για να μάθω, για να παρακολουθήσω, όχι για να γίνω ηθοποιός. Και πραγματικά γι’ αυτό πήγα, ως ακροατής. Αλλά επειδή υπήρχε μεγάλη λειψανδρία στη σχολή, μου είπε ο δάσκαλος «μια κι είσαι εδώ, βοήθα κι εσύ λίγο». Και βοήθα-βοήθα βρέθηκα να παίζω.
• Οι εξετάσεις που έδωσα ήταν η ντροπή των εξετάσεων, δεν θέλω να τις θυμάμαι. Έχουμε κλείσει το ραντεβού να με δουν και λέω «εγώ να παρακολουθήσω θέλω», «ναι», μου απαντάει ο δάσκαλος, «αλλά χωρίς εξετάσεις δεν γίνεται, έλα την άλλη Τετάρτη και θα συγκαλέσω την επιτροπή μόνο για σένα, Πειραιώτη». Πάω εκεί την Τετάρτη και μου λέει «ορίστε, σε ακούμε». «Τι ακούτε; Πείτε μου τι να πω», απαντάω. «Εμείς θα σου πούμε τι θα πεις, δεν έχεις ετοιμάσει κάτι;» Νόμιζα ότι θα μου έδιναν κάτι να διαβάσω. «Άι φύγε από δω, ρε», μου λέει. Τελικά, μου είπε τι να κάνω: πήγα κι έμαθα έναν μονόλογο, τον Μάρκο Αντώνιο απ’ τον Ιούλιο Καίσαρα του Σαίξπηρ. Τον είπα και με πήρε, αλλά ως ακροατή – έτσι νόμιζα. Και παρότι μου έλεγαν οι δάσκαλοι ότι τα κατάφερνα δεν τσίμπαγα, ένιωθα ότι βοηθούσα τις φίλες και τους φίλους μου.
• Αυτό άργησε να γίνει δουλειά, με την έννοια ότι, τελειώνοντας τη σχολή, επειδή δεν είχα σκοπό να ασχοληθώ, πήγα να δουλέψω κάπου άσχετα, σε ένα θερμοκήπιο στα Καλύβια, βγάζαμε αγγούρια και ντομάτες. Και μια μέρα, κατεβαίνοντας με τη μηχανή την παραλιακή, βρόμικος και τρισάθλιος, μες στη χλωροφύλλη, καταπράσινος, με σταματάει σε ένα φανάρι μια συμμαθήτριά μου από τη σχολή – είχαν περάσει δυο-τρεις μήνες από την αποφοίτηση. Μου λέει «γίνεται οντισιόν για το Αμφιθέατρο, με πας;». Την πάω εκεί, ήταν κι άλλοι συμμαθητές, και μου λένε «έλα κι εσύ». «Όχι αφήστε με ήσυχο». Επειδή φωνάζανε μες στον κόσμο και ντρεπόμουν, κατέβηκα για να πάω να τους βρίσω από κοντά.
Για να μην πολυλογώ, βρέθηκα μέσα στο θέατρο και αυτός ο υπέροχος άνθρωπος, ο Σπύρος ο Ευαγγελάτος, μου λέει «τι έχετε να μας πείτε;», λέω «τίποτα», «τότε γιατί ήρθατε;», λέω «αφήστε με να φύγω, συγγνώμη για τον χρόνο σας», μου λέει «μια και ήρθες, κάνε έναν αυτοσχεδιασμό». Μου δίνει ένα θέμα, κάνω κάτι, φεύγω καταντροπιασμένος και μετά από δεκαπέντε μέρες χτυπάει το τηλέφωνο στο θερμοκήπιο: «Ανήκετε στη δύναμη του Αμφιθεάτρου!». Κι έτσι ξεκίνησε το πράγμα, αλλά μου πήρε μια δεκαετία για να πω «εγώ είμαι ηθοποιός και θα κάνω αυτήν τη δουλειά», γιατί δεν αισθανόμουν καλά πάνω στη σκηνή, τσαντιζόμουν γιατί το σώμα δεν άκουγε τι του έλεγε το μυαλό, έτσι είπα δεν κάνω γι’ αυτήν τη δουλειά.
• Η πρώτη φορά που ανέβηκα στη σκηνή ήταν με τον θίασο του Κώστα Ρηγόπουλου. Ήμουν συμμαθητής με τη Ζωή τη Ρηγοπούλου και με συμπαθούσαν ιδιαίτερα ο Ρηγόπουλος και η Αναλυτή. Έπαιζαν τότε ένα έργο, μια κωμωδία, και όταν την ανέβασαν στη Θεσσαλονίκη, ένα παιδί που έπαιζε έναν μικρό ρόλο δεν μπόρεσε να πάει την τελευταία στιγμή, και πρότειναν τον ρόλο σ’ εμένα. Η πρώτη φορά που πάτησα στη σκηνή ήταν στο θέατρο Αυλαία της Θεσσαλονίκης, το καλοκαιρινό. Μετά πήγα κατευθείαν στο Αμφιθέατρο. Έμεινα εκεί δυόμισι χρόνια μέχρι που πήγα φαντάρος.
• Στο Αμφιθέατρο έπαιξα στην Ιφιγένεια εν Ληξουρίω, όπου κάναμε ένα κωμικό ντουέτο με τον Καταλειφό, στην Ψυχοστασία, μια συρραφή σπαραγμάτων από χαμένες τραγωδίες του Αισχύλου που ανέβηκε στην Επίδαυρο, Ερωτόκριτο, Λυσιστράτη. Εκεί γνωριστήκαμε με τον Λευτέρη Βογιατζή.
• Στην τελευταία παράσταση του Ερωτόκριτου στο Ηρώδειο –τελευταία, γιατί την επόμενη μέρα παρουσιαζόμουν φαντάρος– έπαιζα τον Πολύδωρο, τον φίλο του Ερωτόκριτου. Ήρθαν τα παιδιά και μου είπαν «ρε συ, ήσουν καταπληκτικός». Εγώ δεν καταλάβαινα τι έκανα. Μάλιστα, ήρθε ο Ευαγγελάτος και μου είπε «θέλει να σε γνωρίσει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας» –τότε ήταν ο Τσάτσος, ήρθε όντως ο άνθρωπος– και τότε άρχισα να αναρωτιέμαι «ρε, μπας και κάνω για ηθοποιός;». Αλλά ούτε και σε αυτή την παράσταση ήμουν ευχαριστημένος, είχα άγχος, ήθελα να πεθάνω. Σιγά-σιγά, μετά από κει, άρχισα να πατάω στα πόδια μου.
• Μόλις απολύθηκα πήγα στον Λευτέρη και κάναμε τη Σπασμένη Στάμνα. Είχα έναν μικρό ρόλο στην αρχή, έναν μονόλογο, και μετά έναν βουβό. Καθόμουν όλη την ώρα στη σκηνή και έκανα έναν κλητήρα του δικαστηρίου. Ο Λευτέρης πανεύκολα σε μπέρδευε κι εγώ πανεύκολα μπερδευόμουν –ακόμα και σήμερα το έχω αυτό–, και σε αυτό το μονολογάκι, ενώ μου έλεγε ο Παπαβασιλείου «τι ωραίο, ρε συ, μπράβο, το πας πολύ καλά», ερχόταν ο Λευτέρης και μου έλεγε «νομίζεις ότι είσαι καλός, αλλά δεν είσαι», τα γνωστά του Λευτέρη.
Τον αγαπούσα πολύ και είχα και θάρρος μαζί του, αλλά απελπίστηκα. Πήγαινα στο σπίτι και έγραφα κάθε μέρα για έναν μήνα για τον ρόλο αυτό, ένα ολόκληρο βιβλίο βγήκε, 60-70 σελίδες για ένα μονολογάκι – καλύτερο δεν γινόταν κατά τη γνώμη μου. Χωρίς να του πω τίποτα, βρήκα έναν ηθοποιό, του έκανα πρόβες, έμαθε τον ρόλο και του είπα «Λευτέρη, εγώ φεύγω». Όχι γιατί είχα παρεξηγηθεί αλλά γιατί θεωρούσα ότι δεν κάνω για το θέατρο και σκεφτόμουν να βρω μια άλλη δουλειά.
• Τότε ήρθε ο Κώστας Νταλιάνης, που ήμασταν μαζί στη σχολή –ήταν λίγο πιο μεγάλος από μένα– και μου είπε: «Κάνουμε την Εξαίρεση και τον Κανόνα του Μπρεχτ σε ένα θεατράκι, στους Μοντέρνους Καιρούς στους Αμπελοκήπους». «Έχω τελειώσει με το θέατρο», απάντησα κι εκείνος επέμεινε: «Σου ζητάω να μας βοηθήσεις, χωρίς λεφτά». Πήγα, λοιπόν, εκεί, έπαιξα τον έναν από τους δυο ρόλους, τον αχθοφόρο, και έγινε χαμός. Έγραψαν τα καλύτερα κι έτσι το ένα έφερε το άλλο.
• Κάποια στιγμή με φώναξαν σε ένα σίριαλ του Καραγάτση που σκηνοθετούσε ο Γιάννης ο Διαμαντόπουλος –του είχε μιλήσει ο Καταλειφός για μένα–, το «Μπουρίνι». Έπαιξα έναν δικηγόρο, ήταν η πρώτη φορά που έπαιξα στην τηλεόραση. Μετά ήρθε το «Κεφάλι της γάτας» του Βασίλη Αλεξάκη, που σκηνοθέτησε ο Σταύρακας, με τον Γρηγόρη τον Βαλτινό πρωταγωνιστή. Έκανε έναν καλοβαλμένο κύριο με χρήματα κι εγώ κάποιον που ήθελε να εκδικηθεί την τάξη του, βάζοντας βόμβες σε πλουσίους· μεγάλος ρόλος.
• Μετά ήρθε το πρώτο σίριαλ του Mega με τον Γιώργο τον Κωνσταντίνου, που λεγόταν «Πατήρ, Υιός και Πνεύμα» και έκανα τον γιο του. Δεν ήθελα να πάω, αλλά μου άρεσε πάρα πολύ αυτός ο ηθοποιός και τον σεβόμουν τόσο που ντράπηκα να του πω όχι. Και για να το αποφύγω αλλιώς, ζήτησα πολλά λεφτά από την παραγωγή, και μου τα έδωσαν! Έτσι έπαιξα, γιατί δεν υπήρχε πια δικαιολογία. Μετά ήρθαν οι «Απαράδεκτοι» και το «Εκμέκ Παγωτό», ταυτόχρονα.
• Οι «Απαράδεκτοι» ξέφυγαν, έγιναν ένα σίριαλ διαχρονικό, που δεν γερνάει. Αλλά δεν έτυχε, ήταν όλο θέμα της Δήμητρας. Ήμασταν όλοι καλοί, ok, έδεσε η ομάδα, αλλά η Δήμητρα δεν γράφει αστειάκια, έχει τρομερές κεραίες και πάντα προσπαθεί να καταλάβει τι γίνεται γύρω της, στην κοινωνία, πώς λειτουργούν οι άνθρωποι. Γράφει πράγματα πυρηνικά, από το κέντρο του ανθρώπου, ενώ φαίνεται ότι γράφει αστεία. Γι’ αυτό οι «Απαράδεκτοι» αφορούσαν και αφορούν τον κόσμο. Κυρίως ήταν λίγο γροθιά στο κατεστημένο, γιατί τέτοια γλώσσα και τέτοια θεματολογία δεν είχε υπάρξει ως τότε στην ελληνική τηλεόραση. Ούτε τέτοιους χαρακτήρες είχαμε ξαναδεί ούτε γκέι ρόλο με αυτόν τον τρόπο, που να μην είναι καρικατούρα.
• Η ιδέα των «Απαράδεκτων» είχε ξεκινήσει από το ραδιόφωνο, από μια εκπομπή στον 9.84 που κάναμε με τη Δήμητρα, που την έλεγαν «Κυριακή, μήτηρ πάσης κακίας». Είχε τέτοια επιτυχία που την άκουσε ο Ράλλης και είπε στη Δήμητρα «αυτό, άμα προσθέσεις κάνα-δυο χαρακτήρες ακόμα, γίνεται σίριαλ άνετα».
• Ο Σπύρος ήταν ο νεοέλληνας της δεκαετίας του ’90. Είχε πολύ αυτοσχεδιασμό το πράγμα στους διαλόγους. Εμένα μου κόβει σ’ αυτά και μου αρέσει να επεμβαίνω, και συνήθως επεμβαίνω πετυχημένα, αλλά η Δήμητρα, εκτός από τα άλλα ταλέντα, είχε και το ταλέντο να γράφει πάνω μας. Επειδή είχαμε παίξει στο θέατρο μαζί και με είχε γνωρίσει, είχαμε κάνει και το ραδιόφωνο, αυτό βοήθησε στη δημιουργία του χαρακτήρα. Στη Δήμητρα οφείλω το ότι έπαιξα τον μπάτσο στην επιθεώρηση που ανέβασε ο Φασουλής, ένα νούμερο που είχε γίνει η απόλυτη επιτυχία του καλοκαιριού τότε. Με είχε δει στο θέατρο Διονύσια που έπαιζα με τον Κιμούλη στον Τυχαίο θάνατο ενός αναρχικού, κι εκεί έναν μπάτσο που είχε προκαλέσει κάποια φασαρία, και με πρότεινε στον Σταμάτη. Στην επιθεώρηση αυτή γνωριστήκαμε με τη Δήμητρα, είδε ότι ταιριάζουμε, κάναμε μαζί το ραδιόφωνο και μετά όλα τα υπόλοιπα.
• Το τελευταίο σίριαλ που έπαιξα ήταν το «Κάνε ότι κοιμάσαι», που φάνηκε ζόρικο, με τη ζωή του καθηγητή στο σημερινό σχολείο, αλλά, απ’ ό,τι μας είπαν πολλοί καθηγητές, ήταν μάλλον smooth· μας μιλούσαν για πράγματα που, αν τα βάζαμε, θα έκοβαν τη σειρά. Η κοινωνία έχει σκληρύνει πολύ γενικώς, όχι μόνο η ελληνική, γιατί μάλλον μεγαλώνουμε λάθος τα παιδιά μας. Οι γενιές, της δικής μου συμπεριλαμβανομένης, που περάσαμε δύσκολα, θέλαμε να μην περάσουν τα παιδιά μας όσα περάσαμε εμείς και τα κάναμε κακομαθημένα, τους δίναμε όσο περισσότερα μπορούσαμε, έως και όλα κάποιοι, όσοι μπορούσαν, χωρίς να βάζουμε όρια, και χωρίς να θέλουμε να έρθουμε σε κανενός είδους σύγκρουση μαζί τους, στερώντας τους τη χαρά να δυσκολευτούν να αποκτήσουν κάτι.
Γιατί η διαδρομή μέχρι να το αποκτήσεις και η δυσκολία είναι που σε κάνουν να το αγαπάς αυτό το κάτι. Κάναμε λάθη και ως κοινωνία και ως γονείς. Μου έλεγε μια δασκάλα πρόσφατα ότι πήγε σε ένα ιδιαίτερο κι εκεί που περίμενε με τη μητέρα της ρώτησε πού είναι η μικρή κι εκείνη απάντησε: «Συγγνώμη, θα καθυστερήσει λίγο, είναι μέσα, έχει την κοπέλα και κάνει τα νύχια της”. Και είναι έντεκα χρονών το παιδί. Δεν είναι αυτό διαπαιδαγώγηση. Έχουμε και τις ενοχές μας επειδή λείπουμε όλη μέρα και τους λέμε «πάρε ό,τι θέλεις». Κάπως έτσι έχει χαθεί το μέτρο. Κάνεις κακό σε ένα παιδί όταν του δίνεις ό,τι ζητάει. Δεν το χαίρεται.
• Δεν υπάρχει και κανένα ιδεολογικό υπόβαθρο για να πιαστεί ένα παιδί, έχουν καταρρεύσει τα πάντα, αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα, ότι εξέλιπαν από τη ζωή μας οι πολιτικές νεολαίες μέσα από τις οποίες εμείς, καλά, κακά, στραβά, ίσια, αναγκαστικά πιστεύαμε σε κάτι, είχαμε μια ελπίδα. Αυτό σε τροφοδοτεί σαν άνθρωπο. Τώρα ή στην Εκκλησία το ρίχνουν τα παιδιά ή στο TikTok. Τα πείσαμε ότι δεν τους αφορά αυτό το πράγμα που συμβαίνει, ότι δεν τους περιλαμβάνει. Δεν μπορείς πλέον να πεις και ότι είσαι αριστερός, γιατί θα γελάνε μαζί σου.
• Φρόντισα να απογοητευτώ νωρίς από τους ανθρώπους. Εννοώ, γνωρίζοντας πολύ καλά τον άνθρωπο και πώς λειτουργεί, μελετώντας Ιστορία, φιλοσοφία, διάφορους διανοητές, τον Μπέκετ ας πούμε, μπορείς να πεις ότι «υπ’ αυτήν τη συνθήκη, σε αυτήν τη γωνιά της γης, σε δέκα χρόνια θα πάει το πράγμα κάπως έτσι». Λοιπόν, δεν βλέπω καμία ελπίδα, είναι τρομερά αφελές το ανθρώπινο είδος, έτοιμο για το κακό πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι για το καλό. Υπάρχει πάντα ένα 10% ωραίων ανθρώπων που χάρη σ’ αυτούς στεκόμαστε όρθιοι όλοι, κυρίως ως Δύση, κι έτσι θα πορευόμαστε καταστρέφοντας τον πλανήτη.
Με το politically correct, δε, έχουμε τακτοποιήσει και τις ενοχές μας, πιστεύουμε ότι είμαστε σωστοί. Και υπάρχει ένας υφέρπων φασισμός λόγω της πολιτικής των πληκτρολογίων, όπου καθένας λέει την παπάτζα του, ο οποίος σχεδόν δεν αφήνει τους ανθρώπους να πουν τη γνώμη τους γιατί αμέσως τους γράφουν «άσε ρε...». Είναι τόσο υποκριτικό όλο αυτό, γιατί αν έρθει κάποιος ξένος και ακούσει πώς κράζουμε αν χρησιμοποιήσει κάποιος τη λέξη «χοντρός» π.χ., θα νομίσει ότι είμαστε μια τρομερά προηγμένη κοινωνία και πολύ πνευματικοί άνθρωποι, αλλά την ίδια ώρα αυτός που κράζει βγάζει έναν οχετό.
• Έκανα έναν γάμο στα 25, που ούτε εγώ κατάλαβα πώς έγινε. Έχασα τον πατέρα μου ξαφνικά και μαζί τη γη κάτω απ’ τα πόδια μου, έτσι είπα στην κοπέλα μου τότε «πάμε να παντρευτούμε;», και παντρευτήκαμε με ένα τζιν κι ένα φανελάκι. Αυτός ο γάμος κράτησε τρία-τέσσερα χρόνια· αγαπημένοι χωρίσαμε, και αγαπημένοι είμαστε ακόμα. Ξαναπαντρεύτηκα δέκα χρόνια αργότερα.
• Οι συμπτώσεις μού άλλαξαν τη ζωή. Οι γονείς μου ήταν δυο πολύ στοργικοί άνθρωποι, αλλά δεν μπορούσαν να προσφέρουν κάτι πνευματικά, ήταν άνθρωποι του δημοτικού και οι δυο και αγωνίζονταν για τον επιούσιο, έτσι μπορώ να πω ότι οφείλω τα πάντα στους φίλους μου. Είχα πάντα φίλους, με τράβαγαν οι καλοί άνθρωποι. Το ότι άρχισα να διαβάζω το οφείλω σε έναν συγκεκριμένο άνθρωπο. Στο σπίτι μας δεν είχαμε βιβλία ποτέ, ένα βιβλίο υπήρχε που μου είχε κάνει δώρο ένας θείος μου στα 13. Γνώρισα αυτό το παιδί, το οποίο πήγαινε στο Κολέγιο, με κάλεσε στο σπίτι του και είδα μια τεράστια βιβλιοθήκη. Είπα «τι είναι όλα αυτά τα βιβλία;» και μου απάντησε «τα διαβάζω»· από τότε άρχισα να διαβάζω κι εγώ. Στους φίλους οφείλω πολλά, και το εννοώ.
• Είμαι λίγο κυνικός ή μοιρολάτρης, δεν ξέρω τι από τα δύο. Πιστεύω όμως ότι άμα είναι να γίνει κάτι, θα γίνει, δεν θα κάτσω να ασχοληθώ. Και την περιπέτεια με την υγεία μου έτσι την αντιμετώπισα και δεν μπορώ να πω ότι με άλλαξε καθόλου.
• Το «Στην υγειά μας, ρε παιδιά» ήταν μια εκπομπή που έκανα για δεκαοκτώ χρόνια και μου άφησε πολλά πράγματα. Καταρχάς, γνώρισα ανθρώπους που δεν πίστευα ότι θα τους γνωρίσω και θα συναγελαστώ μαζί τους. Σκέψου ότι η πρώτη μου εκπομπή ήταν ο Μάνος ο Ελευθερίου, γνώρισα τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Μίκη Θεοδωράκη. Εννοώ ότι δεν είπαμε απλώς ένα γεια, είχαμε σχέσεις, είναι τεράστια προίκα για μένα αυτό. Σταμάτησα γιατί κουράστηκα ψυχολογικά.
Είμαι και της άποψης γενικώς ότι πρέπει να φεύγεις έγκαιρα και να σε ρωτάνε «γιατί σταμάτησες» παρά «γιατί συνεχίζεις». Είμαι λίγο εγωιστής. Και τους «Απαράδεκτους» γι’ αυτό τους σταματήσαμε, εξαιτίας μου. Τους είπα «παιδιά, πέρσι ερχόμασταν, μας έλεγε η Δήμητρα τι κάνουμε, διαβάζαμε λίγο το κείμενο και αρχίζαμε. Τώρα έχω παρατηρήσει ότι με το που ερχόμαστε πιάνουμε τους καναπέδες και λέμε “για λέγε, ρε”. Έλα να το τελειώνουμε πριν βαρεθούμε».
• Στο Εθνικό έχω παίξει μία φορά και με πολύ ιδιαίτερη συνθήκη, Βολπόνε. Με πήρε τηλέφωνο ο ίδιος ο Βολανάκης και μου είπε «πάμε να πιούμε έναν καφέ». Είχαμε δουλέψει κάνα-δυο φορές μαζί και είχε πέσει έρωτας και από τις δυο πλευρές. Ήταν απίστευτος άνθρωπος, με απίστευτες γνώσεις. Μου είπε επί λέξει «λέω να κάνω το Βολπόνε στο Εθνικό. Αν κάνεις τον Μόσκα θα το κάνω, αλλιώς όχι». Και τα παράτησα όλα και πήγα κι έκανα τον Μόσκα, έναν συγκλονιστικό ρόλο, ο ορισμός του εγκληματία με αγγελική μορφή. Ήταν μεγάλο μάθημα, και ωραίο. Ευχαρίστως θα πήγαινα στο Εθνικό, αλλά μετά έμπλεξα με δικά μου πράγματα και δεν έχω προτείνει κάτι.
Η αλήθεια είναι ότι εκεί μπορείς να κάνεις κάποιες παραστάσεις που μόνος σου δεν μπορείς να στηρίξεις οικονομικά. Ούτε μου έχουν προτείνει κάτι. Δυο-τρεις προτάσεις που είχα για Αριστοφάνη δεν μου έλεγαν κάτι, τα κάνουν οι συνάδελφοί μου κάθε χρόνο και τα κάνουν μια χαρά, τι νόημα έχει; Είχα πει ότι αν κάνω έναν Αριστοφάνη θα είναι ή Λυσιστράτη ή Ειρήνη, κάτι αντιπολεμικό. Θα το έκανα με Βούλγαρους, Ρουμάνους, Τούρκους, κάτι τέτοιο, να έχει ένα νόημα. Πήγα δυο φορές στην Επίδαυρο, ok. Δεν ασχολούμαι με το βιογραφικό μου, ασχολούμαι με τον βίο μου πιο πολύ και επειδή δουλεύω σκληρά, τα καλοκαίρια μου τα θέλω. Γιατί πόσα καλοκαίρια μού μείνανε; Ας τα ζήσω καλά. Έχω και μια βαρκούλα κι εξαφανίζομαι.
• Το Sex Laundry παίζεται για τέταρτη χρονιά· πέρσι παιζόταν σε 26 χώρες. Ήρθε η Μισέλ Ριμλ, η Καναδή συγγραφέας, να το δει στην Αθήνα και μας είπε ότι είναι η καλύτερη παράσταση απ’ όσες έχουν ανέβει, έφυγε ενθουσιασμένη. Είναι πολύ ωραίο έργο. Καταρχάς, αυτή η γυναίκα έχει προσεγγίσει τον άντρα καλύτερα από ό,τι θα τον προσέγγιζε ένας άντρας, τον έχει στοιχειοθετήσει πολύ καλά, έχει βρει τις συντεταγμένες της αντρικής συμπεριφοράς. Κρύβει πολλή αγάπη για τους ανθρώπους σε αυτό που κάνει και έχει μεγάλη επιτυχία γιατί βλέπουν όλοι τον εαυτό τους εκεί. Δεν χρειάζεται να είσαι πολλά χρόνια παντρεμένος για να βρεις κοινά με όσα βλέπεις. Έχει και πολύ γέλιο, εκτός από τα σοβαρά του.
Ουσιαστικά δείχνει το διαφορετικό λογισμικό, τη διαφορά μεταξύ άντρα και γυναίκας. Π.χ. εγώ νομίζω ότι όλα πάνε καλά, τέλεια, και η άλλη λέει «θα τρελαθώ», γιατί η γυναίκα θέλει κάτι παραπάνω, κάτι περισσότερο, δεν της φτάνει το ότι είμαστε υγιείς, έχουμε φίλους και χρήματα. Έχει, δε, την εξυπνάδα η συγγραφέας να δείχνει ένα τέλειο ζευγάρι, σε καλή οικονομική κατάσταση, με μόρφωση, παιδιά, χωρίς απιστίες μεταξύ, κάπως σαν σε διαφήμιση, και να σου λέει, ναι, κοίτα όμως ο χρόνος τι κάνει, πώς διαβρώνει τα πάντα. Σαν τη σκουριά σε τρυπάει και δεν το καταλαβαίνεις. Ξυπνάς μια μέρα και λες «γιατί μου φταίνε όλα στον άλλο;». Έχει μια φιλοσοφική διάσταση το πράγμα και το αναγνωρίζουν πολλοί άνθρωποι αυτό, ειδικά όσοι είναι χρόνια με κάποιον σκουντιούνται κάτω στην πλατεία.
• Δεν θέλω πράγματα, δεν κοιτάζω πράγματα, χρήματα, ονόματα, δόξες· ό,τι ήρθε, ήρθε μόνο του. Κοιτάω μόνο τη δουλειά μου γιατί μου αρέσει να είμαι πάνω στη σκηνή, τίποτε άλλο. Οπότε ό,τι γινόταν, γινόταν παρεμπιπτόντως. Το καλό μ’ εμένα είναι ότι είμαι ικανοποιημένος με το παραμικρό.
• Είχα πολλάκις πρόταση να πολιτευτώ, μέχρι και για δήμαρχο Αθηναίων μου είχαν πει, και μάλιστα δύο κόμματα, αντίπαλα. Δεν κάνω κάτι όμως άμα δεν το ξέρω πολύ καλά. Είχα πει, μάλιστα, κάποτε αυθόρμητα σε μια συνέντευξη –και είχα παρεξηγηθεί–, απαντώντας στην ερώτηση «θα άφηνες το θέατρο για την πολιτική;», ότι «ούτε τη φυλακή δεν θα άφηνα για την πολιτική». Γιατί ξέρω τον εαυτό μου, ξέρω πολύ καλά τι μπορώ να κάνω και τι όχι. Μαντάρα θα τα έκανα. Στο πρώτο ψέμα και στην πρώτη βλακεία θα είχα φύγει. Είμαι χαμηλών τόνων, αλλά περνάω και μέσα από ντουβάρι άμα με πιάσει, είμαι πολύ νευρικός.
• Γενικώς, μου αρέσει να μη φοβάμαι και δεν φοβάται όποιος δεν έχει όνειρα και φιλοδοξίες τρελές, αλλά τώρα που περάσαν τα χρόνια άρχισα να σκέφτομαι τα γηρατειά – τον θάνατο καθόλου. Δεν τα θέλω να έρθουν γρήγορα, αλλά έρχονται. Δεν φοβάμαι τη μοναξιά, μου αρέσει, το θέμα είναι τι κάνεις αν δεν μπορείς πια να είσαι μόνος. Είναι ζόρικο πράγμα τα γηρατειά, βλέπω καμιά φορά ανθρώπους 90 χρονών να είναι ανήμποροι και λέω ένα τσαφ θα γίνει και θα είμαι στη θέση του.
• Μικρός, πρέπει να ήμουν 12 χρονών, είδα κάποια στιγμή έξω απ’ το σπίτι μου τον Βέγγο και παλάβωσα. Τον κοίταγα σαν χαζός, γιατί δεν πίστευα ότι υπήρχε πραγματικά αυτός ο άνθρωπος που τον έβλεπα στο σινεμά. Ήρθε, με χάιδεψε και μου είπε «τι είναι, ρε μικρέ;». Έκτοτε δεν θα μπορούσα εγώ να μην είμαι ζεστός με τον κόσμο. Σε κουράζει πολλές φορές, είσαι ένας, αλλά σε έχουν χαιρετήσει πενήντα, ναι, αλλά και οι πενήντα αυτοί χαιρετάνε τον Σπύρο για πρώτη φορά, οπότε δεν φταίνε. Έλεγα σε κάποιους συναδέλφους «κάνετε τα πάντα να σας αναγνωρίσουν, να παίξετε, να εμφανιστείτε, και μετά φοράτε μαύρα γυαλιά για να περνάτε ντούκου»· δεν γίνεται αυτό, είναι διαστροφή.
• Το πιο μεγάλο μου όφελος από όλο αυτό είναι μακράν η χαρά όταν είμαι πάνω στη σκηνή. Λιγότερο μπροστά στην κάμερα, αλλά κι εκεί είναι κάποιες στιγμές που παίρνεις χαρά. Στη σκηνή, όμως, όταν κόβεις με το μαχαίρι αυτό που γίνεται με το κοινό, σου δίνει ζωή.
• Μου αρέσει πολύ να ταξιδεύω με τη βάρκα μου και κυρίως μόνος μου, μου αρέσει η βόλτα με τη μοτοσικλέτα μου, το διάβασμα, και εδώ και τρία χρόνια ο μεγάλος μου έρωτας είναι το μπουζούκι. Κάνω μαθήματα, είμαι καλός μαθητής, διαβάζω πάρα πολύ. Ευχαριστιέμαι όταν παίζω και ξεκουράζομαι όσο δεν μπορείς να φανταστείς.
• Δεν ξέρω τι σημαίνει το ξεκαθάρισμα που γίνεται στην αριστερά, θα χωρίσουμε τους ανθρώπους σε καλούς και σε κακούς; Αν ανοίξουμε το κάδρο, είναι αυτό που πάντα λέγαμε «οι εμπορικοί και οι ποιοτικοί». Οι ποιοτικοί πάντα είχαν θέμα, το ίδιο συμβαίνει και με την αριστερά, είναι σαν να σου λέει εγώ έχω ιδανικά, αυτό κάνω, ναι, αλλά επί του πρακτέου ο άλλος πεινάει· δεν σε απαλλάσσει το ότι έχεις ιδανικά.
• Δεν με έμαθε πολλά πράγματα η ζωή, δεν παίρνω εύκολα μαθήματα, είμαι όπως είμαι και έτσι λειτουργώ. Μεγάλωσα εκτιμώντας κάποια πράγματα απ’ το σπίτι μου: η λέξη «μάνα» μού άρεσε πολύ, η λέξη «δάσκαλος», η λέξη «πατέρας», η λέξη «φίλος», η λέξη «λιμάνι», κυριολεκτικά και μεταφορικά, γιατί μου αρέσουν τα λιμάνια πάρα πολύ. Έχω κάποιες συντεταγμένες με τι οποίες πορεύομαι, δεν είμαι καθόλου άνθρωπος της προόδου. Αν εξαρτιόταν από μένα θα ήταν ακόμα ο μπακάλης με το μολύβι στο αυτί και θα έκανε την πρόσθεση στο μπλοκάκι. Δεν θα είχαμε καν κομπιουτεράκι.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Sexy Laundry» εδώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.