Το μονόπρακτο έργο του Δημήτρη Κεχαϊδη "Το τάβλι", είναι ένα από τα ωραιότερα ελληνικά έργα που έχουν γραφτεί.
Για μένα, πάντα, -μόνο του ή μαζί με το άλλο του μισό, τη "Βέρα"-, φτιάχνουν μια μοναδική ατμόσφαιρα της ελληνικής πραγματικότητας. Από το 1972 που πρωτοανέβηκε στο θέατρο μέχρι σήμερα, αυτή η επιφάνεια της Ελλάδας μπορεί να αλλάζει, η ουσία της παραμένει η ίδια.
Η ιστορία είναι απλή. Δυο άντρες, ο Φώντας και ο Κόλια και μια παρτίδα τάβλι. Οσο κρατάει, ο ένας προσπαθεί να πείσει τον άλλο να στήσουν μια κομπίνα και πιάσουν την καλή. Οσο κρατάει δυο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι παίζουν στις ζαριές την προσωπικότητα, τις ανάγκες και τα όνειρά τους. Μια κομπίνα. Το ανάγλυφο μιας χώρας φωτίζεται σε μια αυλή.
Η δύναμη που έχει το "Τάβλι" σαν έργο αποδεικνύεται διαρκώς. Δεν υπάρχει θεατρική χρονιά που δε συμπεριλαμβάνεται σε κάποιο ρεπερτόριο. Από αύριο έως το τέλος του μήνα θα το δούμε στην Αυλή του Ψυρρή,(Αριστοφάνους 34Β και Σαρρή, 6945977572).
Σκηνοθετεί ο Κωνσταντίνος Κάππας και παίζουν ο Κωνσταντίνος Κάππας και ο Σωκράτης Πατσίκας.
Το καλοκαίρι που μας πέρασε έπαιζαν σε όλη την Ελλάδα. Πήγαν στο Λουτράκι, στην Κάρυστο, στη Χίο, στη Μεγαλόπολη, στην Καβάλα, στο Πήλιο, στη Νέα Πέραμο, στη Θάσο.
Επαιξαν σε αλάνες σε μικρές πλατείες, κυρίως σε αυλές. Μας διηγήθηκαν τρεις ιστορίες από την καλοκαιρινή τους περιπέτεια.
Ν. ΠΕΡΑΜΟΣ- παραθαλάσσιο μέρος κάπου στην Καβάλα.
"Παίζουμε σε ένα θερινό κινηματογράφο-Αλκυονίς. Στον πλαϊνό τοίχο του θερινού σχεδόν μεσοτοιχία ένα διώροφο σπίτι. Ξεκινάμε την παράσταση και από το μπαλκόνι του σπιτιού που είναι στα 20 μέτρα περίπουαπό τη σκηνή μία κυρία αρχίζει και βγάζει κάτι κεράκια και στρώνει τραπέζι, φέρνει σαλάτες ,χοιρινό και πατάτες και βγαίνει συνομωτικά όλη η οικογένεια σιγά σιγά για φαγητό. Υπάρχει ατάκα στο έργο που λέει ο Φώντας ( (Σωκράτης Πατσίκας) σε μένα (Κόλιας) «άντε πήγαινε να δεις αν είναι ο Βελέτζας στο μπαλκόνι και μας φάει τη δουλειά, γιατί είναι εργολάβος αυτός», σηκώνομαι λοιπόν και πάω στο μπαλκόνι (έτσι το κάνουμε κάθε φορά και όταν δεν υπάρχει μπαλκόνι το επινοούμε), κοιτάω αυτούς που τρώνε σε απόσταση αναπνοής, με κοιτάνε και αυτοί με μπουκωμένα στόματα, γυρνάω στο Σωκράτη(Φώντας) και ενώ κανονικά θα έπρεπε να απαντήσω «Δεν είναι κανένας στο μπαλκόνι», λέω «Δεν ξέρω ρε συ είναι κάποιοι που τρώνε σουβλάκια αλλά δεν είναι ο Βελέτζας στο μπαλκόνι». Διαλυθήκαμε όλοι στα γέλια, πρώτος εγώ.
Στο τέλος τους κάναμε και υπόκλιση."
Αυλή στου Ψυρρή
"Υπάρχει μία σκηνή όπου ο Σωκράτης (Φώντας) σκίζει με δύναμη το πουκάμισο του και πετάγονται δυο, τρία κουμπιά. Μετά υποτίθεται ψάχνει το ένα κουμπί σε όλη την αυλή λέγοντας την ατάκα «Άντε τώρα να ψάχνεις σε όλη την αυλή να βρεις ένα κουμπί».
Ένα από τα κουμπιά τώρα έχει πάει στα πόδια μιας γυναίκας στην πρώτη σειρά, η οποία το βλέπει με γουρλωμένα μάτια, το παίρνει γρήγορα, εγώ βλέπω στο μάτι της ότι σίγουρα κάτι θα κάνει γι'αυτό, πιστεύει ότι πρέπει να δώσει γρήγορα το κουμπί στο Σωκράτη και αρχίζει μπροστά στη σκηνή, νομίζοντας ότι δεν την βλέπει κανείς, να τον πλησιάζει μπουσουλώντας να του το δώσει.
Το παίρνει ο Σωκράτης, την ευχαριστεί και συνεχίζουμε- δύσκολα."
ΛΕΚΑΝΗ- ορεινό χωριό στο νομό Καβάλας
"Παίζουμε στην αίθουσα του παλιού δημαρχείου.Φτάνουμε και το χωριό είναι έρημο, δεν κυκλοφορεί ψυχή. Έχουμε έρθει με ένα βαν, που οδηγώ εγώ,ψιλοδιαλυμένο με μία ντουντούκα επάνω.
Μου λέει ο Σωκράτης «όση ώρα θα στήνουν οι τεχνικοί δεν παίρνουμε εμείς το βαν με την ντουντούκα να πάμε στο διπλανό χωριό;» (είχαμε γράψει σε ένα cd το διαφημιστικό της παράστασης για τη Λεκάνη να παίζει στη ντουντούκα).
Ξεκινάμε και στα 8 χιλιόμετρα στο διπλανό χωριό το βαν αρχίζει να κάνει διακοπές. Σε αντίθεση με τη ντουντούκα που συνεχίζει να παίζει, ξεσηκώνοντας όλο το χωριό.
Και οι πρώτες αντιδράσεις δεν άργησαν. Βγαίνει ένας από μία αυλή με απειλητικές διαθέσεις και κατευθύνεται προς το μέρος μας (του χαλάσαμε τον απογευματινό ύπνο του. «Δεν πάμε να φύγουμε, θα μας κυνηγήσουν εδώ, θα φάμε ξύλο», λέω στο Σωκράτη.
Για καλή μας τύχη παίρνει μπρος το βαν με την ντουντούκα να παίζει στη διαπασών «ΤΟ ΤΑΒΛΙ Η ΞΕΚΑΡΔΙΣΤΙΚΗ ΚΩΜΩΔΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΕΧΑΙΔΗ ΑΠΟΨΕ ΣΤΗ ΛΕΚΑΝΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ...» και ξαφνικά σε μια ανηφόρα αρχίζει το βαν τις διακοπές. Στο τέλος της ανηφόρας πέφτουμε σε ένα κοπάδι με γίδια. Σταματάει το βαν και βρισκόμαστε κολλημένοι στην ερημιά ανάμεσα στα γίδια, συντροφιά με την επίμονη κα επίπονη πια μουσική υπόκρουση της ντουντούκας. Τα γίδια αρχίζουν και τρέχουν αλλόφρονα προς διάφορες κατευθύνσεις. Και λέω στο Σωκράτη «ούτε για τα γίδια δεν είμαστε...».
*****
σχόλια