«Ταξίδι μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα»: Η οικογένεια και ο χρόνος ως καταστροφικοί εθισμοί

Η οικογένεια και ο χρόνος ως καταστροφικοί εθισμοί Facebook Twitter
Στο περίφημο αυτοβιογραφικό έργο του Ευγένιου Ο’Νιλ κατοικούν, μέσα στην ίδια στιγμή, η επείγουσα επιθυμία για αγάπη και η πλημμυρίδα του θυμού. Φωτ.: Γκέλυ Καλαμπάκα
0

Πάνω από τα κεφάλια τους περπατάει όλη μέρα, όλη νύχτα, ακούραστη, πυρακτωμένη. Έχει διανύσει τόσες χιλιάδες φορές την απόσταση από την κρεβατοκάμαρά της στο δωμάτιο των ξένων, ώστε θα μπορούσε κανείς να ψηλαφίσει ένα αδιόρατο χαντάκι σκαμμένο στο πάτωμα από το βάρος των βημάτων της.

Προτιμά τις πρώτες πρωινές ώρες, αλλά παραμένει γενικότερα ευέλικτη, εφόσον ανά πάσα ώρα και στιγμή –το αβάσταχτο δεν προγραμματίζεται– μπορεί να χρειαστεί να σκαρφαλώσει συννεφιασμένη τα σκαλοπάτια, να σπεύσει στα κρυμμένα σύνεργά της και να ποτίσει τις φλέβες της με λίγη λευκή αγαλλίαση. 

Πάνω από τα κεφάλια τους περπατάει, κι εκείνοι στήνουν αυτί, ανήσυχοι για κάθε της κίνηση, για κάθε λαθραίο ήχο. Αν και τώρα πια, μετά από τόσα χρόνια, έχουν αποστηθίσει την κάθε ανάσα που συνοδεύει τη δυσοίωνη τελετουργία του εθισμού της, το «πριν» και το «μετά», το πώς χλωμιάζει το πρόσωπό της και λάμπουν σαν πετράδια τα μάτια της κάθε φορά που το «δηλητήριο» γλείφει τα τοιχώματα των αρτηριών της, πνίγει φευγαλέα τον πόνο και διασφαλίζει την πολυπόθητη διαφυγή σε μια άλλη διάσταση, στο άσπιλο παρελθόν, όταν ήταν ακόμη μια όμορφη κοπέλα που ζούσε σε μοναστήρι κι ονειρευόταν να γίνει καλόγρια.

Προτού αρχίσει τον έγγαμο βίο της, προτού γίνει μητέρα, προτού καταλήξει μορφινομανής, προτού χάσει το ένα της παιδί, προτού την καταπιεί η οδύνη, ο εθισμός, η μοναξιά, οι τύψεις, η αγωνία για το μέλλον των γιων της.

Η ουσιαστική συνάντηση πατέρα - γιου στην τελευταία πράξη άπλωσε ενώπιόν μας όλες τις μύχιες αποχρώσεις αυτής της τόσο βασανισμένης σχέσης, βυθίζοντάς μας σε ένα κλίμα σπάνιας οικειότητας και τρυφερότητας που γεννάται μόνον όταν δύο άνθρωποι φανερώνονται ειλικρινά και ανεπιτήδευτα ο ένας στον άλλον.

«Είναι σαν να ορθώνει ένα ανάχωμα ομίχλης και να χάνεται πίσω του», λέει ο μικρότερος από τους δύο, ο Έντμουντ. «Και το κάνει επίτηδες, αυτό είναι το πιο τρομερό. Για να μην μπορούμε να τη φτάσουμε, να μας ξεφορτωθεί, να ξεχάσει ότι είμαστε ζωντανοί! Είναι σαν, παρόλο που μας αγαπάει, να μας μισεί!».

Αυτή η σπαρακτική αμφιθυμία υφαίνει όλο τον ιστό του περίφημου αυτοβιογραφικού έργου του Ευγένιου Ο’Νιλ: μέσα στην ίδια στιγμή κατοικούν η επείγουσα επιθυμία για αγάπη και η πλημμυρίδα του θυμού∙ η αποδοχή και η απόρριψη∙ η ανάληψη ευθύνης και η δήλωση απόλυτης άγνοιας∙ η καθήλωση του εθισμού και το όνειρο μιας άπιαστης, αδιανόητης ελευθερίας∙ το ξύπνημα των νεκρών και ο λήθαργος των ζωντανών∙ η οικογένεια ως φυλακή, ως τόπος αέναης εκδραμάτισης των ίδιων και των ίδιων τραυματικών επεισοδίων και σχέσεων και η οικογένεια ως τόπος αντιμετώπισης των δαιμόνων και λύσης των δεσμών που μπορεί να ανοίξει τον δρόμο προς την πολυπόθητη κάθαρση («να αντιμετωπίσω τους νεκρούς και [...] να γράψω αυτό το έργο με βαθύ αίσθημα οίκτου και κατανόησης και συγχώρεσης για τους τέσσερις στοιχειωμένους Ταϊρόν», σημειώνει ο Ο’Νιλ στην αφιέρωση προς τη σύζυγό του, Καρλότα). 

Η οικογένεια και ο χρόνος ως καταστροφικοί εθισμοί Facebook Twitter
Η Μπέττυ Αρβανίτη, έχοντας κατακτήσει, πολλά χρόνια τώρα, μια αξιοζήλευτη υποκριτική ωριμότητα και δεξιοτεχνία, εδώ δυστυχώς παραήταν «καλή μαθήτρια»: έπαιξε by the book, τα έκανε όλα «σωστά» και ίσως γι’ αυτό αισθανθήκαμε στερημένοι από την ηδονή που μόνο η εντελώς προσωπική επιλογή και έκπληξη μπορούν να μας χαρίσουν. Φωτ.: Γκέλυ Καλαμπάκα

Και θα μπορούσε το έργο αυτό να ιδωθεί (όπως και έχει ιδωθεί) ως ένας θρήνος για την απώλεια της μητέρας. Μιας μητέρας αποτραβηγμένης, απούσας, μιας μητέρας-φάντασμα που τριγυρνά στη σοφίτα, επιμένοντας να αναζητά τη δική της ιστορία, που ανατρέχει διαρκώς στην «αρχή», τότε που ήταν ακόμη σε επαφή με την επιθυμία της, και, ενώ βρίσκεται σε αυτήν τη διαδικασία, αρνείται να παίξει τον ρόλο της μητέρας, αρνείται να συνδεθεί με την πραγματικότητα του συζύγου και των γιων της, αφήνοντάς τους έκθετους, χωρίς «σπιτικό», ορφανούς, να θαλασσοδέρνουν κυριολεκτικά και μεταφορικά, αλκοολικούς, ανίκανους να συνάψουν ερωτικές σχέσεις, να αυτονομηθούν, να ενηλικιωθούν, να δημιουργήσουν μια ζωή με νόημα και χαρά.  

Αν οι τρεις άνδρες της οικογένειας μιλούν με λόγια δανεικά και στίχους «ξένους», η Μαίρη Ταϊρόν είναι η μόνη που αρθρώνει τον απόλυτα δικό της λόγο: όσο παραληρηματικός, παράξενος και σχεδόν παρανοϊκός μπορεί να ακούγεται, είναι όμως πρωτότυπος. Η «τρελή» Μαίρη είναι η πραγματική καλλιτέχνις του έργου¹ και η θέαση αυτή συνιστά μια σπουδαία πράξη ανασκευής του παρελθόντος, μια μετουσιωτική κίνηση αναπαράστασης κι ένα λυτρωτικό άλμα αγάπης και συγχώρεσης από έναν γιο προς μια μητέρα. 

Η οικογένεια και ο χρόνος ως καταστροφικοί εθισμοί Facebook Twitter
Τα σκηνικά της Ελένης Μανωλοπούλου, τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη και οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου ενώνονται εδώ σε ένα αρμονικό, αξεδιάλυτο όλον, βαρύ, μελαγχολικό και αθεράπευτα φθαρμένο. Φωτ.: Γκέλυ Καλαμπάκα

Πιστεύω πως δύο πράγματα θα μου μείνουν περισσότερο στη μνήμη από την παράσταση που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Καραντζάς. Το πρώτο είναι η ατμόσφαιρα: η αίσθηση ότι έχουμε βρεθεί κάτω από την επιφάνεια της γης, σε ένα ξεχασμένο ορυχείο, σε κάποιο ασυνήθιστο εργοτάξιο, όπου διαμένουν τέσσερις άνθρωποι, με λειψό οξυγόνο κι έναν γλόμπο να τους φωτίζει.

Τέσσερις άνθρωποι που δεν φεύγουν ποτέ, ακόμη κι όταν ισχυρίζονται ότι πάνε κάπου αλλού, τέσσερις άνθρωποι φυτεμένοι στο χώμα, σαν ήρωες του Μπέκετ, που όχι μόνο δεν καταφέρνουν –όσα λαγούμια κι αν σκάψουν στο πέρασμα των χρόνων– να φτάσουν στην «αρχή», στην πρωταρχική αιτία του «κακού», να το δουν και να το ξορκίσουν, αλλά αναδύονται πάντοτε στο ίδιο σημείο ενοχής, αγανάκτησης και μεταμέλειας, εκτελώντας αδιαλείπτως το ίδιο μακρύ ταξίδι της μέρας μέσα στη νύχτα, αγνοώντας αν θα ξανάρθει η μέρα ή αν θα τελειώσει η νύχτα.

Τα σκηνικά της Ελένης Μανωλοπούλου, τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη και οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου ενώνονται εδώ σε ένα αρμονικό, αξεδιάλυτο όλον, βαρύ, μελαγχολικό και αθεράπευτα φθαρμένο: δεν είναι μόνον η οικογένεια που λειτουργεί ως καταστροφικός εθισμός αλλά και ο χρόνος: «Το παρελθόν είναι το παρόν, έτσι δεν είναι; Είναι και το μέλλον, επίσης», λέει η Μαίρη Ταϊρόν.

Βαθιά συγκινητικές, επίσης, αποδείχθηκαν δύο από τις σκηνές της παράστασης: και παρόλο που ήταν οι μόνες, θα έλεγα ότι έδωσαν πολλά και συμπυκνωμένα. Γιατί, ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαμε αγγίξει το όριο της απελπισίας –η συμβατική προσέγγιση του κειμένου το έκανε να φαντάζει «παλιό», γερασμένο, κουραστικό, ξεκομμένο από την εποχή μας–, μετά από αυτές τις σκηνές το αισθανθήκαμε να ζωντανεύει και να μας αφορά.

Η ουσιαστική συνάντηση πατέρα - γιου (Αλέξανδρος Μυλωνάς -  Βασίλης Μαγουλιώτης) στην τελευταία πράξη άπλωσε ενώπιόν μας όλες τις μύχιες αποχρώσεις αυτής της τόσο βασανισμένης σχέσης, βυθίζοντάς μας σε ένα κλίμα σπάνιας οικειότητας και τρυφερότητας που γεννάται μόνον όταν δύο άνθρωποι φανερώνονται ειλικρινά και ανεπιτήδευτα ο ένας στον άλλον. 

Η οικογένεια και ο χρόνος ως καταστροφικοί εθισμοί Facebook Twitter
Φωτ.: Γκέλυ Καλαμπάκα

Η επόμενη σκηνή, μεταξύ των δύο αδελφών, ήταν και η πιο ριζοσπαστική: οι βουτιές του Αινεία Τσαμάτη (εξαιρετικός εδώ ο ηθοποιός) μέσα στο σκάμμα του σκηνικού αλλά και της αδελφικής αγάπης γκρέμισαν την εδραιωμένη στατικότητα με τις δονήσεις τους, ενώ ταυτόχρονα αποκάλυψαν τι μπορεί να συμβεί όταν ένας ταλαντούχος σκηνοθέτης αφήνεται ελεύθερος και τολμά: εν προκειμένω να εξερευνήσει τον ασυνείδητο ερωτισμό ανάμεσα στον Τζέιμι και τον Έντμουντ, επιτελώντας έτσι μια απρόσμενη queer στροφή ψυχαναλυτικής ερμηνείας, πέρα από τις συνήθεις αναπαραστάσεις της (και πόσο ενδιαφέρον θα είχε, αν έκανε το ίδιο και με τη σχέση μάνας - γιου!).

Η Μπέττυ Αρβανίτη, τέλος, έχοντας κατακτήσει, πολλά χρόνια τώρα, μια αξιοζήλευτη υποκριτική ωριμότητα και δεξιοτεχνία, εδώ δυστυχώς παραήταν «καλή μαθήτρια»: έπαιξε by the book, τα έκανε όλα «σωστά» και ίσως γι’ αυτό αισθανθήκαμε στερημένοι από την ηδονή που μόνο η εντελώς προσωπική επιλογή και έκπληξη μπορούν να μας χαρίσουν. 

1. «Long day’s journey into night: Modernism, post-modernism and maternal loss» της Gerardine Meaney, 1991

Η Παράσταση ανεβαίνει για δεύτερη χρονιά με αλλαγές στη διανομή. Δείτε εδώ μέρες και ώρες παραστάσεων

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Επιστροφή στο σπίτι της γιαγιάς: Ένα θεατρικό τσουνάμι αναμνήσεων

Θέατρο / Επιστροφή στο σπίτι της γιαγιάς: Ένα θεατρικό τσουνάμι αναμνήσεων

Ο νεαρός σκηνοθέτης Δημήτρης Χαραλαμπόπουλος ανεβάζει στην Πειραματική του Εθνικού το «ΜΑ ΓΚΡΑΝ'ΜΑ», μια ευαίσθητη σκηνική σύνθεση, αφιερωμένη στη σιωπηλή ηρωίδα της οικογενειακής ιστορίας μας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Ματαρόα στον ορίζοντα»: Φέρνοντας ένα θρυλικό ταξίδι στη σημερινή του διάσταση

Θέατρο / «Ματαρόα στον ορίζοντα»: Ένα θρυλικό ταξίδι στη σημερινή του διάσταση

Στην πολυεπίπεδη νέα παραγωγή της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ, λόγος, μουσική και σκηνική δράση συνυπάρχουν ισάξια και συνεισφέρουν από κοινού στην αφήγηση των επίδοξων ταξιδιωτών ενός ουτοπικού πλοίου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το video art στο ελληνικό θέατρο

Θέατρο / Video art στο ελληνικό θέατρο: Έχει αντικαταστήσει τη σκηνογραφία;

Λειτουργεί το βίντεο ανταγωνιστικά με τη σκηνογραφία και τη σκηνική δράση ή αποτελεί προέκταση του εθισμού μας στην οθόνη των κινητών μας; Οι γιγαντοοθόνες είναι θεμιτές στην Επίδαυρο ή καταργούν τον λόγο και τον ηθοποιό; Πώς φτάσαμε από τη video art στα stage LED screens; Τρεις video artists, τρεις σκηνοθέτες και ένας σκηνογράφος καταθέτουν τις εμπειρίες τους.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Κωνσταντίνος Ρήγος

Οι Αθηναίοι / «Έχω αισθανθεί να απειλούμαι τη μέρα, όχι δουλεύοντας τη νύχτα»

Οκτάνα, Επίδαυρος, ΚΘΒΕ, Πέγκυ Ζήνα, Εθνικό, Λυρική, «Brokeback Mountain» και «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Ως χορογράφος και σκηνοθέτης, ο Κωνσταντίνος Ρήγος έχει κάνει τα πάντα. Και παρότι έχει αρκετούς haters, νιώθει ότι αυτοί που τον καταλαβαίνουν είναι πολύ περισσότεροι.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Οσιέλ Γκουνεό: «Είμαι πρώτα χορευτής και μετά μαύρος»

Χορός / «Δεν βλέπω τον εαυτό μου ως έναν μαύρο χορευτή μπαλέτου αλλά ως έναν χορευτή καταρχάς»

Λίγο πριν εμφανιστεί ως Μπαζίλιο στον «Δον Κιχώτη» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ο κορυφαίος κουβανικής καταγωγής χορευτής Οσιέλ Γκουνεό –έχει λάβει πολλά βραβεία, έχει επίσης εμφανιστεί στο Θέατρο Μπολσόι της Μόσχας, στην Όπερα του Παρισιού, στο Λίνκολν Σέντερ της Νέας Υόρκης και στο Ελίζιουμ του Λονδίνου– μιλά για την προσωπική του πορεία στον χορό και τις εμπειρίες που αποκόμισε, ενώ δηλώνει λάτρης της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Οι Αθηναίοι / Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Ηθοποιός, σκηνοθέτις, ακατάτακτη και αγαπημένη του κοινού, η Σμαράγδα Καρύδη θυμάται πως ανέκαθεν ήθελε το σύμπαν, χωρίς να περιορίζεται. Στον απολογισμό της μέχρι τώρα πορείας της, ως η Αθηναία της εβδομάδας, καταλήγει πως, ούτως ή άλλως, «στο τέλος ανήκεις εκεί που μπορείς να φτάσεις», ενώ δηλώνει πως πάντα θα επιλέγει συνειδητά να συντάσσεται με τη χαρά.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το ανάπηρο σώμα που αντιστέκεται

Θέατρο / Το ανάπηρο σώμα που αντιστέκεται

Πώς διαβάζουμε σήμερα τον «Γυάλινο Κόσμο» του Τενεσί Oυίλιαμς; Στην παράσταση του Θεάτρου Τέχνης ο Antonio Latella προσφέρει μια «άλλη» Λόρα που ορθώνει το ανάστημά της ενάντια στο κυρίαρχο αφήγημα περί επαγγελματικής ανέλιξης, πλουτισμού και γαμήλιας ευτυχίας.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Παραστάσεις για κάθε γούστο που θα συγκινήσουν, θα διασκεδάσουν και θα προβληματίσουν

Θέατρο / Πού οφείλεται τόση δίψα για το θέατρο;

Το θέατρο εξακολουθεί να προκαλεί debates και ζωηρές συζητήσεις, παρά τις κρίσεις και τις οικονομικές περικοπές που έχει υποστεί, και φέτος ανεβαίνουν στην Αθήνα παραστάσεις για κάθε γούστο που θα συγκινήσουν, θα διασκεδάσουν και θα προβληματίσουν.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ