Ένα τυπικό καφενείo ελληνικής επαρχίας, όπως το έχουμε οι περισσότεροι στο μυαλό μας. Έπιπλα παλιοκαιρισμένα. Στο κέντρο καίει μια μαντεμένια σόμπα και στο τζάμι κρέμεται ένα φθαρμένο πορτρέτο του Κολοκοτρωνη. Ένα τσαρούχι και κάποια γοβάκια πεταμένα σε μια άκρη, ένας χάρτης να χτίζει προσδοκίες, στολές που δημιουργούν αυτόματους συνειρμούς και βήματα συγχρονισμένα που πατούν με πυγμή στο χθες. Ατμόσφαιρα που μυρίζει φθορά, εγκατάλειψη και θλίψη αποτέλεσμα μιας γνώριμης απαξίωσης.
Οι πρωταγωνιστές, όμως, δεν συμμερίζονται την παρακμή. Τα σώματα τους «διατυπώνουν» την ειλημμένη απόφαση, οι φωνές τους απαιτούν ξεσηκωμό, η ύπαρξή τους είναι έτοιμη να περάσει στην αιωνιότητα.
Το σκηνικό μοιάζει με μισοτελειωμένος πίνακας ζωγραφικής πάνω στον οποίο το σήφμερα θα επιχειρήσει να συναντήσει το παρελθόν. Ο Κολοκοτρώνης, ο Μπότσαρης, ο Κιουταχής, οι Σουλιώτες, ο Μαυροκορδάτος, ο Καραϊσκάκης, η μάχη του Πέτα, η πολιορκία του Μεσολογγίου, ο Μαυροκορδάτος, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, οι ιστορικές τοποθεσίες, οι στίχοι του Σολωμού, η περηφάνια για τους θριαμβευτές, ο θρήνος για όσους θυσιάστηκαν, η συμβολή των γυναικών μπαινοβγαίνουν με καταιγιστικό τρόπο στο καφενείο και τη μνήμη μας.
Όλα ζητούν απελευθέρωση, αλλά το σύνθημα θα το δώσουν οι δύο στρατηγοί: ο Μιχάηλ Μαρμαρινός που περιφέρεται με τσαρούχια και μάσκα που γράφει «I love Greece» κι ο Ακύλλας Καραζήσης που φορά μπλε φέσι και μπλε κάπα. Από το ταμπλό λείπουν μόνο οι ζωντανοί συμμετέχοντες, δηλαδή οι θεατές, αλλά αυτή η απώλεια, που χρωστάμε στην πανδημία, θα είναι μια προσωρινή συνθήκη.
Σε αυτό το χάνι, σε αυτό τον χώρο μνήμης και συγκέντρωσης όπου μια τζαμαρία σχεδόν σε όλο το μήκος της σκηνής διαχωρίζει το χθες με το σήμερα, την ανάμνηση από την φαντασία, τους νεκρούς από τους ζωντανούς, έξι κάμερες καταγράφουν την κινηματογραφική εκδοχή του έργου.
Το τσουνάμι του κορωνοϊού δυστυχώς σάρωσε μία από τις πλέον αναμενόμενες παραγωγές/αναθέσεις της Εναλλακτικής Σκηνής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στους δύο σκηνοθέτες. Ο Μιχάηλ Μαρμαρινός και ο Ακύλλας Καραζήσης φιλοδοξούσαν να προσθέσουν τις ανησυχίες τους στην καλλιτεχνική ζύμωση γύρω από το σύγχρονο και διαχρονικό νόημα της επετείου του 1821, αλλά τελικά θα χρειαστεί να περιμένουμε για να δούμε ζωντανά την παράσταση με τον παιγνιώδη τίτλο: «Ο Κολοκοτρώνης ατενίζει το μέλλον. Γυναίκες προετοιμάζονται για την επανάσταση κι εγώ, κάτι θα σκέφτομαι».
Ωστόσο, εκεί στα μέσα Μαρτίου η παράσταση κινηματογραφήθηκε κι έτσι άμεσα (από τις 18 Ιουνίου έως τις 18 Ιουλίου) θα μπορούμε να την παρακολουθήσουμε διαδικτυακά στην GNO TV. Μαζί με τους δύο σκηνοθέτες και το ποληπληθές συνεργείο κινηματογράφησης, πήραμε θέση κι εμείς πίσω από τις κάμερες για να δούμε επιτέλους πώς είναι να σκηνοθετεί κανείς τη θεατρική εικόνα; Πώς κινηματογραφηθήκαν όλες αυτές οι παραστάσεις που κράτησαν ζωντανή τη σχέση μας με την τέχνη εδώ κι ενάμιση χρόνο; Πώς μεταβολίζεται το αφήγημα μέσα από την κάμερα; Και πόσο εύκολο είναι να κατευθύνεις το μάτι του θεατή από το σπίτι πάνω σε μια θεατρική σκηνή;
«Δεν υπάρχει απεικονιστική μεταφορά, ο ηρωισμός εδώ συμβαίνει μέσα στο κεφάλι του θεατή, μέσα από την σύνδεση των επιμέρους γεγονότων. Πιστεύω βαθιά ότι την Ελληνική Επανάσταση και ιστορία δεν τις ξέρουμε διότι έχει συνειδητά ή βλακωδώς αποκρυφτεί από την επίσημη αφήγηση της ιστορίας. Κάνοντας ζουμ στην ιστορία βλέπει κανείς την αντίφαση των γεγονότων. Η ιστορία λάμπει μέσα από τις αντιφάσεις και όχι από τη μεγαλοποιημένη εικόνα, όπως παραδίδεται στους απογόνους από την ιδεολογική καθαρότητα των αποφάσεων. Από αυτό που με μία λέξη ονομάζουμε εθνικό αφήγημα» λέει ο Μιχάηλ Μαρμαρινός.
Χωρίς τη μυθοπλαστική ελευθερία παλαιότερων παραστάσεών του (όπως η «Mεταπολίτευση», για παράδειγμα), χωρίς να μπορεί να αυθαιρετήσει πολύ σχετικά με τα ιστορικά γεγονότα, αλλά με ολοφάνερη διάθεση να αμφισβητήσει και γιατί όχι να συγκρουστεί με το εθνικό αφήγημα, ο Μιχάηλ Μαρμαρινός γέμισε τη σκηνή της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ με θραύσματα ιστορίας, απενοχοποιημένες μαρτυρίες και «φέτες ζωής» που έρχονται από το χθες και εκπροσωπούνται στο σκηνικό παρόν.
Σε αυτό το χάνι, σε αυτό τον χώρο μνήμης και συγκέντρωσης όπου μια τζαμαρία σχεδόν σε όλο το μήκος της σκηνής διαχωρίζει το χθες με το σήμερα, την ανάμνηση από την φαντασία, τους νεκρούς από τους ζωντανούς, έξι κάμερες καταγράφουν την κινηματογραφική εκδοχή του έργου.
Οι μισές θέσεις της Εναλλακτικής είναι μαζεμένες ώστε η αίθουσα να παραδοθεί στα γυρίσματα, τα μικρόφωνα είναι παντού, στο πίσω μέρος είναι κρεμασμένα τα δεκάδες παραδοσιακά κοστούμια, στο πλάι βρίσκεται ένα γραφείο με βιβλία, γκραβούρες και σημειώσεις με ιστορικές αναφορές, ενώ τα μόνιτορ είναι το σημείο όπου σπεύδουν όλοι για διορθώσεις μετά τα περάσματα των σκηνών. Κάτι σαν θεατρικό VAR που θα κρίνει αν ξεκίνησε στον σωστό χρόνο η αφήγηση και το τραγούδι (τις μουσικές συνέθεσε ο Αντώνης Ανισέγκο), αν ο χορός τήρησε τις αποστάσεις, αν τα πρόσωπα και τα σώματα έχουν απαθανατιστεί από τις σωστές γωνίες, ποιο πλάνο θα βγει με σταθερή κάμερα και ποιο χρειάζεται κινούμενη και ανθρώπινο χέρι.
Η παραγωγή των Μιχαήλ Μαρμαρινού και Ακύλλα Καραζήση επιδιώκει, μέσα από μια θεατρική γλώσσα και χρησιμοποιώντας με ιδιαίτερο τρόπο εικόνα και ήχο, να προσεγγίσει την Ελληνική Επανάσταση ως ένα πολυσχιδές πεδίο διαρκούς κριτικής και αυτοκριτικής και να προτείνει μια σκηνική ανάγνωση που διαπραγματεύεται το θέμα με παιγνιώδη, ποιητικό αλλά και ιστορικά τεκμηριωμένο τρόπο.
Έρχονται, λοιπόν, έτοιμοι να συγκρουστούν με το εθνικό αφήγημα;
«Ας πούμε ότι μένουμε έκθαμβοι απέναντι στα γεγονότα της ιστορίας και αυτή την έκπληξη τη μοιραζόμαστε με το κοινό. Είναι σαν να μην τολμάμε να αντικρίσουμε ο,τι στο πέρασμα των χρόνων μπήκε κάτω από το χαλί. Τίποτα από όσα αναφέρουμε δεν είναι αυθαίρετο. Το πόσο είμαστε έτοιμοι να τα δεχτούμε είναι άλλο ζήτημα. Προφανώς και δεν παραδίδουμε μάθημα ιστορίας. Όπως και στο αρχαίο δράμα, έτσι κι εδώ η παράδοση είναι έμμεση, υποδόρια και τη δίνουν τα γεγονότα. Εμείς είμαστε εδώ, ζουμάρουμε στα γεγονότα και κυρίως τολμάμε να πούμε πράγματα που δεν έχουμε παραδεχτεί ποτέ. Η ιστορία κερδίζεται όταν την αντικρίζει κάνεις με γενναιότητα, χωρίς καμία διάθεση ηρωοποίησης και ωραιοποίησης. Τότε μόνο μας αποκαλύπτεται πραγματικά, με όλες τις αντιφάσεις, που ενδεχομένως όταν τις δούμε για πρώτη φορά δεν χωράνε καν στο μυαλό μας».
Έτσι, όταν η μουσική ξεκινά, οι ήρωες, άλλοτε σε κυκλικούς χορούς, σαν διονυσιακό δρώμενο, άλλοτε σε ζευγάρια, μεταφέρουν στη σκηνή βιώματα πεθαμένων, επιμέρους ιστορίες, συνομιλίες με ήρωες, λεπτομέρειες από τις κορυφαίες στιγμές αυτής της παράλογης Επανάστασης.
«Ο ξεσηκωμός των Ελλήνων ήταν όντως μία πράξη παράλογη, αν σκεφτείς τα δεδομένα της εποχής. Αυτό αποδεικνύει ότι στη ζωή δεν δικαιώνονται μόνο τα λογικά, αλλά πολύ συχνά και τα παράλογα. Πόσο μάλλον στην τέχνη. Υπό αυτή την έννοια θα έλεγα ότι η Επανάσταση συγγενεύει περισσότερο με καλλιτεχνικό γεγονός παρά με λογικό».
Τελικά ο Κολοκοτρώνης τι βλέπει ατενίζοντας το μέλλον;
«Βλέπει ό,τι και ο καθένας από μας. Η παράσταση έχει ίχνη ζωγραφικής ή αλλιώς θυμίζει ημιτελή ανολοκλήρωτο πίνακα, την ολοκλήρωση του οποίου καλείται να επιτελέσει ο θεατής. Ένας πίνακας σού επιτρέπει να φανταστείς την εικόνα και να επικοινωνήσεις με μία στιγμή με την οποία δυστυχώς δεν έχεις καμία σχέση».
Κι εμείς, ως λαός, τι δεν έχουμε κάνει 200 χρόνια μετά την Επανάσταση;
«Την επανάσταση θα τη γιορτάζουμε κάθε χρόνο ανήμπορα. Είναι αυτό που λέμε συνεχώς ότι θα έχουμε απ’ αυτήν ρέστα διότι κανείς ποτέ δεν θα ικανοποιείται από αυτήν τη γιορτή. Αν υπάρχει μια ευκαιρία που μας δίνει αυτή η επέτειος, είναι να αντικρίσουμε κατάματα την ιστορία γιατί το ηρωικό κρύβεται στην αλήθεια του. Και πιστεύω ότι κανείς θα συγκινηθεί ακόμα περισσότερο όταν καταρρίψει τις βουάλ κουρτίνες του μυθικού ηρωισμού και αντικρίσει τον πραγματικό. Αυτό παραθέτουμε: αληθινή ιστορία μέσα από ένα βλέμμα θαρραλέο και τίμιο».
Σύμφωνοι. Αλλά μπορεί αυτό το βλέμμα, η ενέργεια, το ταξίδι στο χρόνο, η απενοχοποίηση, η περηφάνια να μας ηλεκτρίσει μόνο μέσα από την οθόνη; «Δεν είναι άδικο να μη νιώσουν όλοι από κοντά και ζωντανά αυτό το άγγιγμα της ιστορίας που έζησα εγώ όλη μέρα στο γύρισμα;» τον ρωτάω καθώς χωριζόμαστε έξω από την αίθουσα της Εναλλακτικής Σκηνής. «Κι εγώ κάτι –τέτοιο– σκέφτομαι», μου απαντά και μου κλείνει το μάτι, σαν να μου εξηγεί την τρίτη φράση του τίτλου και να ανανεώνουμε το ραντεβού μας για το φθινόπωρο στις αίθουσες.
Ο Κολοκοτρώνης ατενίζει το μέλλον. Γυναίκες προετοιμάζονται για την επανάσταση κι εγώ, κάτι θα σκέφτομαι
Πρώτη παρουσίαση / Ανάθεση της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ
Στο πλαίσιο του εορτασμού των 200 ετών από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης
Στο nationalopera.gr/GNOTV από τις 18 Ιουνίου έως τις 18 Ιουλίου 2021
Εισιτήρια των 5 ευρώ προπωλούνται στην ticket services & στα public
Συντελεστές
Σκηνοθεσία, δραματουργία: Μιχαήλ Μαρμαρινός, Ακύλλας Καραζήσης
Μουσική: Αντώνης Ανισέγκος
Σκηνικό: Κέννυ ΜακΛέλλαν
Κοστούμια: Κάτριν Κρούμπαϊν
Σχεδιασμός φωτισμών: Αλέκος Αναστασίου
Ερμηνεύουν: Λάμπρος Γραμματικός, Ακύλλας Καραζήσης, Ευαγγελία Καρακατσάνη, Έκτορας Λυγίζος, Ηλέκτρα Νικολούζου, Μάριος Σαραντίδης, Μαρία Σκουλά
Guest: Μιχαήλ Μαρμαρινός
Συμμετέχει η Μαίρη Καραζήση
Πιάνο, ηλεκτρονικά: Αντώνης Ανισέγκος