Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου (ομάδα The Helter Skelter Company) είναι για μένα η «ανακάλυψη» της χρονιάς. Δεν είχα δει την πρώτη παράστασή του (Άμλετ, ο πρίγκιπας της Δανίας στο Ίδρυμα Κακογιάννη) και ήταν πολύ ευχάριστη η έκπληξη που ένιωσα από τη δεύτερη με τίτλο «Venison», που παρουσιάζεται και πάλι στο Ίδρυμα Κακογιάννη.
Οι ενδοιασμοί μου, που εκκινούν από το εμπράκτως διαπιστωμένο συμπέρασμα ότι οι παραστάσεις στις οποίες ο συγγραφέας είναι και σκηνοθέτης και ερμηνευτής χάνονται στην πολυδιάσπαση, στην αυταρέσκεια και στην κοινοτοπία, ακυρώθηκαν από την πρώτη κιόλας σκηνή.
Επιτέλους, να ένας σκηνοθέτης διαβασμένος, συγκροτημένος, που έχει τη σύνεση να δοκιμάζεται στα πρώτα του βήματα όχι με τις λειψές μνήμες, εμπειρίες κι αναγνώσεις του, αλλά με έργα που αποτελούν τον σκελετό και τη βαθιά ύπαρξη της τέχνης του θεάτρου: πέρσι με Άμλετ, φέτος με την αρχαία ελληνική τραγωδία (Ορέστεια, Ορέστης). Και είναι σύνεση και όχι άμετρη φιλοδοξία, γιατί, επιλέγοντας ως αντικείμενο και πηγή έμπνευσης ένα κορυφαίο κείμενο, το υλικό που αποσπά με τη μία ή την άλλη μορφή και η ώθηση που παίρνει ο νέος δημιουργός είναι τέτοιας ποιότητας ώστε, αν έχει πράγματι ταλέντο, το αποτέλεσμα της προσπάθειάς του θα είναι ενός επιπέδου και πάνω.
Το Venison (Κρέας από κυνήγι) είναι μια παράσταση που εκκινεί από το μύθο των Ατρειδών, και δη από τη μητροκτονία του Ορέστη, ως συνέπεια του φόνου του πατέρα. Ο φόνος δεν ενδιαφέρει ως γεγονός αλλά ως φαντασιωτική κατάσταση που έχει να κάνει με την ενηλικίωση. Αν η εξάρτηση από τους γονείς είναι δυσαρμονική και η ψυχική/συναισθηματική ισορροπία υπονομευμένη, το βασικό πεδίο αναφοράς δυναμιτίζεται. Οι δρόμοι κλείνουν, ο κόσμος μοιάζει περισσότερο τρομακτικός απ’ ό,τι είναι, η νεύρωση και οι εμμονές καραδοκούν. Διαφυγή δεν υπάρχει, τουλάχιστον για τον «ήρωα» του Venison.
O άνδρας (που ερμηνεύει ο ίδιος ο Θάνος Παπακωνσταντίνου) παραπαίει, καθηλωμένος σ’ ένα angst που εμπεριέχει το δίλημμα του Ορέστη, του Άμλετ, του Φάουστ, του Κίρκεγκορ, του Φρόιντ (όχι μόνο του οιδιπόδειου, αλλά και της δυσφορίας «μέσα στον πολιτισμό») του Κάφκα, του σύγχρονου μετα-νεωτερικού ανθρώπου.
Στην παράσταση του Θάνου Παπακωνσταντίνου η μακρινή διαδρομή που ξεκινά από τους αρχαίους τραγικούς και φτάνει στον Χέλντερλιν, τον Χάινερ Μίλερ, τη Σάρα Κέιν έχει μεταγραφεί σ’ έναν λόγο προσωπικό, που δεν αυτοπεριορίζεται στη δομή του σκηνικού λόγου αλλά φυσιολογικά (για έναν καλλιτέχνη της γενιάς του) εγγράφεται στο στήσιμο της σκηνικής πράξης. Ο άνδρας αναμετριέται με τον Δαίμονά του, με τον κόσμο (το νοσοκομείο, το θέατρο, το σπίτι), με το διχασμένο Εγώ του (άνθρωπος και Θεός, άρρεν και θήλυ, ζωώδες και έλλογο, Έρως και Θάνατος).
Ο Δαίμονας είναι διαρκώς τριγύρω, οι pin-up νοσοκόμες δεν προσφέρουν φροντίδα και γιατρειά - αντιθέτως, μεταμορφώνονται σε αλεπούδες που κυνηγούν μέχρι εξοντώσεως τον λαγό-ήρωα σ’ έναν μακάβριο Χορό του Έρωτα και του Θανάτου.
Πλήρης η δομή στη σύλληψής της. Η εισαγωγική και η τελική σκηνή, σαν σε μπουρλέσκ θέαμα, και οι τρεις σκηνές όπου ο άνδρας με κεφάλι λαγού αντιμετωπίζει τις γυναίκες με τα κεφάλια αλεπούδων, οι βωβές σκηνές που ανακαλούν κατακτήσεις του χοροθεάτρου και του visual theatre των τελευταίων δεκαετιών, αποδεικνύουν τη σύνθετη, πολυεπίπεδη σκηνοθετική ευφυΐα του Θάνου Παπακωνσταντίνου. Η εξαιρετική σκηνογραφική πρόταση (τέσσερα σκηνικά σετ!) της Δήμητρας Λιάκουρα μεταμόρφωσε τον κρύο, ανοικονόμητο χώρο του υπόγειου πάρκινγκ του Ιδρύματος Κακογιάννη σε θεατρικό χώρο πολλαπλών δυνατοτήτων. Η επίμονη ηλεκτρική ηχητική σύνθεση (του Αντώνη Μόρα) συμπληρώνει οργανικά τον λόγο, ενισχύοντας το αίσθημα της (ψυχικής) δυσφορίας του ήρωα.
Αδυναμίες δεν υπάρχουν στο Venison; Υπάρχουν, και αφορούν τη σκηνή με τη μητέρα στην τηλεόραση (που, κατά τη γνώμη μου, είναι εντελώς περιττή ή, έστω, «τοποθετημένη» σε λάθος σημείο) και την επίμονη επανάληψη ίδιων φράσεων και (παραλλαγών) σκηνών, που υιοθετείται προφανώς για να εντείνει την αίσθηση της νεύρωσης. Αν έλειπαν, η οικονομία της πράξης και η ροή της θα ήταν όσο σφιχτή χρειάζεται για να κρατήσει το κοινό απολύτως απορροφημένο - νομίζω ότι 70, και όχι 90, λεπτά θα ήταν η ιδανική διάρκεια της παράστασης.
Η εντύπωση, ωστόσο, δεν αλλάζει: ο Θάνος Παπακωνσταντίνου και οι υπόλοιποι ηθοποιοί του Venison (η Λένα Δροσάκη, η Ιωάννα Μιχαλά, η Ελένη Μολέσκη και ο Μάριος Παναγιώτου) ανήκουν στους εκπροσώπους της νέας γενιάς του ελληνικού θεάτρου που έχει πολλά να πει. Και ν’ αναμετρηθεί επί ίσοις όροις με ξένους καλλιτέχνες που «τρέχουμε» να δούμε στο Φεστιβάλ Αθηνών ή σε άλλες ευρωπαϊκές διοργανώσεις.
σχόλια