Η Βάιολετ Βέναμπλ θα κάνει το παν για να υπερασπιστεί τη μνήμη του γιου της. Σε καμία περίπτωση δεν θα επιτρέψει στην ανιψιά της Κάθριν να σπιλώσει το όνομά του.
Η Κάθριν είναι η μόνη που βρισκόταν στο πλευρό του ξάδερφού της Σεμπάστιαν όταν ο τελευταίος πέθανε μυστηριωδώς πέρσι το καλοκαίρι, κατά τη διάρκεια των διακοπών τους στην Καμπέθα ντε Λόμπο. Η Κάθριν είναι η μόνη που ξέρει την αλήθεια, αλλά αυτή η αλήθεια δεν φαίνεται να ικανοποιεί τη μητέρα του αποθανόντος. Για την ακρίβεια, την εξοργίζει σε τέτοιον βαθμό ώστε ετοιμάζεται να υποβάλει την ανιψιά της σε λοβοτομή. Μόνον έτσι θα βεβαιωθεί πως η νεαρή γυναίκα θα σταματήσει να διαδίδει τα «ψέματά» της.
Ποια είναι αυτή η ιστορία που απειλεί, σύμφωνα με τη Βάιολετ, την υστεροφημία του Σεμπάστιαν; Τι ακριβώς συνέβη πέρσι το καλοκαίρι και πόσο σοκαριστικό ήταν;
Είναι πραγματικά συναρπαστικός ο τρόπος με τον οποίο ο Τένεσι Ουίλιαμς εντείνει το σασπένς. Όσο περισσότερο εναντιώνονται οι ήρωες στην αποκάλυψη των πραγματικών γεγονότων που οδήγησαν στον θάνατο του Σεμπάστιαν –εκτός από τη Βάιολετ, η μητέρα και ο αδελφός της Κάθριν τής ζητούν επίσης να «λογικευτεί», για να μη χάσουν το επίδομα από την πλούσια θεία–, τόσο περισσότερο η φαντασία μας γεμίζει τα κενά, οργιάζοντας.
Ουδέποτε αντιλαμβανόμαστε τις ζωτικές διαστάσεις, την πολυπλοκότητα, τον απύθμενο πλούτο του: το έργο συρρικνώνεται εδώ σε μια καχεκτική εκδοχή του εαυτού του, μια εξωτερική απόδοση της πλοκής, πασπαλισμένης με χαριτωμένα ευρήματα που ουδόλως κατορθώνουν να χώσουν το μαχαίρι στο κόκαλο και να μεταφέρουν την ανατριχιαστική μυστικιστική γοητεία του κειμένου.
Η αντιπαράθεση αυτή οικοδομείται σε πολλαπλά επίπεδα. Εκ πρώτης όψεως έχουμε ένα μελόδραμα, όπου η αδίστακτη και πάμπλουτη αριστοκράτισσα της Νέας Ορλεάνης φυλακίζει και βασανίζει την όμορφη και φτωχή ανιψιά της για να της κλείσει το στόμα. Υπόνοιες ενός σεξουαλικού σκανδάλου δυναμιτίζουν την ατμόσφαιρα και το ενδιαφέρον του θεατή. Η σύγκρουση αυτή, όμως, έχει επιπροσθέτως έντονη πολιτική διάσταση. Η λογοκρισία που ασκούν η εξουσία και η κοινωνία διαμέσου των ισχυρών εκπροσώπων τους στις ασθενέστερες ομάδες παρουσιάζεται σε όλο το φρικτό μεγαλείο της, ενώ η ετικέτα του «ομοφυλόφιλου», στην ίδια αυτή κοινωνία, αντιμετωπίζεται ως το μεγαλύτερο μίασμα, ικανή να καταστρέψει το όνομα και την τιμή μιας ολόκληρης οικογένειας.
Παράλληλα, στο πλαίσιο της αγωνιώδους αυτής σύγκρουσης, όπου ένας επιστήμονας, ο δρ. Κούκροβιτς, καλείται να παίξει τον ρόλο του «διαιτητή», αναδύονται κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με τη φύση της αλήθειας: Πώς αποδεικνύεται; Ποιος είναι ο αυθεντικός φορέας της; Ποιος έχει τη δικαιοδοσία να την κρίνει και ποιος επιλέγει τον κριτή; Και το σημαντικότερο: πόσες αλήθειες υπάρχουν σε κάθε ιστορία και σε κάθε πρόσωπο; Ποια ήταν τελικά η αλήθεια του Σεμπάστιαν Βέναμπλ και γιατί οδηγήθηκε στον θάνατο;
Εδώ είναι που ο Ουίλιαμς μεγαλουργεί. Με την αποκάλυψη της αλήθειας όλα αλλάζουν. Αφού περάσει η επήρεια του σοκ που προκαλεί η ανατριχιαστική περιγραφή του θανάτου του Σεμπάστιαν, συνειδητοποιούμε σταδιακά ότι τα πράγματα είναι πολύ πιο πολύπλοκα απ' όσο νομίζαμε.
Η Βάιολετ, παρά τον ολέθριο συντηρητισμό της, αποδεικνύεται πως έπαιζε καθοριστικό ρόλο στη ζωή του ποιητή Σεμπάστιαν: ήταν η ίδια η πηγή της δημιουργικότητάς του. Όταν ο γιος αποφάσισε να κόψει τον ομφάλιο λώρο, στάθηκε ανίκανος να συνθέσει το ετήσιο ποίημά του. Και οδηγήθηκε στον θάνατο. Όπως τα χελωνάκια που τρέχουν απεγνωσμένα προς τη θάλασσα για να προλάβουν να χωθούν στο νερό προτού τα κατασπαράξουν τα όρνεα, έτσι και ο Σεμπάστιαν σπαράχτηκε, ως άλλος Πενθέας, από ένα σμήνος πεινασμένων παιδιών που ξέσκισαν τις σάρκες του σε έναν πυρακτωμένο λόφο της Καμπέθα ντε Λόμπο.
«Χωρίς εμένα, πέρσι το καλοκαίρι, πέθανε, κι αυτό ήταν το ποίημά του για κείνη τη χρονιά» λέει η Βάιολετ στον Κούκροβιτς στην αρχή του έργου, τότε όμως εκλαμβάνουμε τη φράση της ως απλή καυχησιά μιας ευνουχιστικής και μάνας νάρκισσου. Μόνο στο τέλος καταλαβαίνουμε ότι η ύστατη καλλιτεχνική πράξη του Σεμπάστιαν ήταν ακριβώς αυτή: το ματωμένο σώμα του πεταμένο πάνω στον λευκό τοίχο, όπου δέχτηκε τη μοιραία επίθεση¹.
Ο ποιητής προσφέρει τον εαυτό του «σαν μπουκέτο κόκκινα τριαντάφυλλα τυλιγμένα σε άσπρο χαρτί, που το έσκισαν, το πέταξαν, το ποδοπάτησαν...». Μέσα από την τέχνη, το άσχημο, το επώδυνο και το αδιανόητο μετατρέπονται σε χειρονομίες αισθητικής και μυστικιστικής ανάτασης. Η τέχνη είναι, άλλωστε, η μοναδική θρησκεία του Τένεσι Ουίλιαμς.
Χρειάζεται, βέβαια, πολύ σκάψιμο προκειμένου όλα αυτά τα επίπεδα (το πολιτικό, το φιλοσοφικό, το ψυχαναλυτικό, το αισθητικό) όχι μόνο να γίνουν αντιληπτά αλλά και να ενσαρκωθούν σκηνικά, να ενορχηστρωθούν ενώπιόν μας με θεατρικούς κώδικες, έτσι ώστε να μπορέσουμε να συλλάβουμε το μεγαλείο του έργου. Χωρίς τη βοήθεια του σκηνοθέτη, ο θεατής δεν θα καταφέρει να εισπράξει τα υψηλά μεγέθη που διακυβεύονται στο Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι, όπως γίνεται γρήγορα αντιληπτό στη συγκεκριμένη παράσταση που φιλοξενείται στο Θέατρο του Νέου Κόσμου.
Δυστυχώς, εδώ παρατηρούμε μόνο κάποιες σπασμωδικές προσπάθειες να αποδοθεί το πολιτικό σκέλος (η βία που ασκείται επάνω στην Κάθριν) και το αισθητικό (το παιχνίδι με τις σκιές στον τοίχο), επί της ουσίας όμως το έργο μένει ανεξερεύνητο. Ουδέποτε αντιλαμβανόμαστε τις ζωτικές διαστάσεις, την πολυπλοκότητα, τον απύθμενο πλούτο του: το έργο συρρικνώνεται εδώ σε μια καχεκτική εκδοχή του εαυτού του, μια εξωτερική απόδοση της πλοκής, πασπαλισμένης με χαριτωμένα ευρήματα που ουδόλως κατορθώνουν να χώσουν το μαχαίρι στο κόκαλο και να μεταφέρουν την ανατριχιαστική μυστικιστική γοητεία του κειμένου. Δεν αρκούν τα κόλπα με το λαμπατέρ (πόσες χρήσεις πια για το δόλιο αντικείμενο;) ή τα κομμάτια πειραγμένης μουσικής του αμερικανικού Νότου για να αποδώσουν το σύμπλεγμα των εννοιών που ηλεκτρίζουν τον πυρήνα του Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι.
Καταφεύγοντας σε οικείους της κώδικες, η Θέμις Μπαζάκα, ως Βάιολετ Βέναμπλ, είναι μισή καρικατούρα, μισή «κανονική»: το αποτέλεσμα διαγράφεται ημιτελές, τυποποιημένο και αδούλευτο.
Η Μαίρη Μηνά ως Κάθριν βάζει τα δυνατά της και μάχεται φιλότιμα, η αφήγηση της ιστορίας της, όμως, δεν κινητοποιεί το θυμικό μας. Τίποτα δεν κινητοποιεί το θυμικό μας, εν τέλει, εφόσον οι βαθύτερες κινητήριες δυνάμεις του κειμένου μένουν παραμελημένες, παραγκωνισμένες και ανενεργές.
Η μοναδική εύγλωττη σκηνή της παράστασης έρχεται στο τέλος, όταν η συντετριμμένη Βάιολετ-Μπαζάκα προσπαθεί τρεμάμενη να βάλει στη θέση τους τα σκορπισμένα αντικείμενα του νεκρού. Μια απελπισμένη απόπειρα τακτοποίησης του χάους που κατοικεί στην καρδιά του ποιητή.
Τένεσι Ουίλιαμς
Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι
Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος
Σκηνοθεσία - Δραματουργική επεξεργασία: Γιώργος Παπαγεωργίου
Σκηνικά: Ευαγγελία Θεριανού
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Μουσική: Φώτης Σιώτας
Πρωταγωνιστούν: Θέμις Μπαζάκα, Μαίρη Μηνά, Παναγιώτης Εξαρχέας, Αθηνά Αλεξοπούλου, Γιάννης Λατουσάκης
Θέατρο του Νέου Κόσμου, Αντισθένους 7 & Θαρύπου, Φιξ, 210 9212900
1: Βλέπε το εξαιρετικό «Consuming Hart: Sublimity and gay poetics in "Suddenly last summer"» του R. F. Gross.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια