Aπό πέρσι σχεδίαζαν η Ρούλα Πατεράκη και ο Άκις Βλουτής να ανεβάσουν το τελευταίο έργο του Χένρικ Ίψεν Το ξύπνημα των νεκρών (1899), έχοντας τη φιλοδοξία να λειτουργήσει συμπληρωματικά (και ίσως να προκαλέσει διάλογο) προς τους Εξόριστους του Τζέιμς Τζόις (1914). Όχι μόνο γιατί ο τελευταίος εκτιμούσε τα έργα του Ίψεν αλλά και γιατί οι Εξόριστοι είναι κατά έναν τρόπο η συνέχεια ή η απάντηση του Τζόις στο Ξύπνημα των νεκρών και στα μείζονα ζητήματα που θέτει σχετικά με τη σχέση του καλλιτέχνη με τους ανθρώπους και τον κόσμο. Γιατί αν ο δημιουργός παρατηρεί γύρω του, προσπαθώντας ν’ αποτυπώσει το μυστήριο της ζωής σ’ ένα καλλιτεχνικό έργο, αν από τη φύση της εργασίας του είναι ένα medium, ένα στοιχείο ανάμεσα στο απτό/υλικό και στο φανταστικό/διανοητικό, τότε όντας ο ίδιος ατελής ως άνθρωπος, δύσκολα μπορεί να εξασφαλίσει την ισορροπία του διττού της ύπαρξής του, της διττότητας του ρόλου του. Ο καλλιτέχνης μοιάζει ως προς τούτο με τον εξόριστο, μ’ αυτόν που ζει μακριά από τη γενέθλια χώρα και τους ανθρώπους του, ξένος και νοσταλγός, χωρίς το αίσθημα του ανήκειν, προσβλέποντας σε μια επιστροφή που de facto -ακόμη και αν συμβεί- τελεί εν αμφιβόλω.
Ο Ίψεν αφήνει πίσω του τον ρεαλισμό του αστικού δράματος που υιοθέτησε, για να τον υπονομεύσει εντέχνως με τα όπλα του συμβολισμού. Στο τελευταίο έργο του βαθύς συμβολισμός χαρακτηρίζει δομή, πρόσωπα, λόγο. Οι τρεις πράξεις εξελίσσονται σε διαφορετικούς ανοιχτούς χώρους, καθένας εκ των οποίων λειτουργεί ως αναβαθμός που εξασφαλίζει την άνοδο προς το επόμενο, ανώτερο επίπεδο αυτοσυνείδησης, απομάκρυνσης και απελευθέρωσης από την κοινωνία των ανθρώπων και τις συμβάσεις που διέπουν τη λειτουργία της.
Τα τέσσερα βασικά πρόσωπα -ο γλύπτης Ρούμπεκ και ο κόμης-κυνηγός Ουλφχάιμ, η Ειρήνη (κάποτε η μούσα του γλύπτη) και η Μάγια (νεαρή σύζυγος του γλύπτη)- λειτουργούν ως αρνητικά το ένα του άλλου. Οι δύο που θα διαπιστώσουν ότι η τέχνη δεν απαντά στο δράμα της ύπαρξης ούτε και το «θεραπεύει» θα βρουν τη λύτρωση σε μια «πρωτόγονη» αναμέτρηση με την ανυπέρβλητη αλήθεια της φύσης. Εκεί, στα ψηλά βουνά, θα ατενίσουν το «Θαύμα του κόσμου» και θα χαθούν παρασυρμένοι από τη χιονοστιβάδα που θα προκαλέσει ένας κεραυνός. «Pax vobis» («ειρήνη υμίν») είναι η τελευταία φράση του έργου.
Ο Ίψεν πετυχαίνει το εξής παράδοξο: φαινομενικά ρεαλιστικοί, τόσο οι διάλογοι όσο και η δράση λειτουργούν σε συμβολικό επίπεδο και απαιτούν από τους θεατές μια ετοιμότητα «συνδέσεων» ανάλογη μ’ αυτήν που είναι αναγκαία στην ανάγνωση της ποίησης. Ειδικά στην τελική πράξη, οι ήρωες χάνουν τα ατομικά χαρακτηριστικά τους (γίνονται κάτι σαν τις μορφές της τραγωδίας) και δρουν σ’ ένα πλαίσιο σχεδόν μυθολογικό (σαν τον Καύκασο στον Προμηθέα Δεσμώτη). Επιπλέον, οι διάλογοι κατά σημεία επαναλαμβάνονται από πράξη σε πράξη, με τον τρόπο που στον ποιητικό λόγο η επανάληψη είναι μείζον χαρακτηριστικό της δομής και του ρυθμού. Η επανάληψη και η κυκλικότητα, άλλωστε, δεν χαρακτηρίζουν την ίδια τη ροή της ζωής;
Σύμφωνοι, αλλά πώς μπορεί ν’ αποδοθεί στη σκηνή ένα έργο με αυτά τα χαρακτηριστικά; Το Ξύπνημα των νεκρών μπορώ να το φανταστώ καλύτερα σαν όπερα (με μουσική, λ.χ., του Ντεμπισί) παρά σαν θεατρικό έργο. Οπωσδήποτε δεν ανήκει στα έργα που παίρνεις το κείμενό τους και το ανεβάζεις οπουδήποτε - θέλει ερμηνευτική πρόταση, θέλει σκηνοθετική παρέμβαση και σκηνή που με το μέγεθός της να μπορεί ν’ ανταποκριθεί στα οντο/κοσμο-λογικά ζητήματα που θίγει. Ο Μπομπ Γουίλσον, π.χ., είχε βασιστεί για την παράστασή του (1991) στη τεχνολογία. Είχε κόψει το μισό κείμενο κι έστησε έναν κόσμο παγωμένης, αλπικής τεχνολογικής φαντασίας, όπου οι άνθρωποι κινούνται σαν ρομπότ (είναι νεκροί γιατί παραδόθηκαν στη μηχανική προοπτική του κόσμου) και κάθονται σε αυτοκινούμενες καρέκλες.
Γι’ αυτό και νομίζω ότι ήταν λάθος επιλογή να ανεβεί το Ξύπνημα των νεκρών στο Από Μηχανής Θέατρο. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της Λιλής Πεζανού στη σκηνογραφία (με 3 επιφάνειες που μισάνοιγαν ή διαμόρφωναν είσοδο από το σκοτεινό πίσω μέρος της σκηνής, μια μικρή κλίμακα που ανεβοκατέβαινε, μεγάλες επιφάνειες που αρχικά είναι προσαρμοσμένες στο πάτωμα αλλά στην τελική σκηνή σηκώνονται κάθετες για να θυμίζουν βουνοκορφές κ.ο.κ.), η δράση ασφυκτιούσε στη μικρή γκρι σκηνή - το Ξύπνημα δεν μπορείς να το δεις ως έργο δωματίου. Η παράσταση ήταν πολύ κατώτερη των προσδοκιών που είχε προκαλέσει, μια και είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζεται στη χώρα μας. Να ’φταιξε η υποκριτική γραμμή που ακολουθήθηκε; Μα, δεν υπήρξε γραμμή. Οι ηθοποιοί πάλευαν με μια ωσεί ρεαλιστική υποκριτική που «εμπλουτιζόταν» με τις εξπρεσιονιστικές φωνητικές κορυφώσεις της Ρούλας Πατεράκη στον ρόλο της πάλαι ποτέ μούσας του γλύπτη αλλά και μ’ έναν φορμαλισμό στην (αργήήή) κίνησή της - και στην παρουσία της μοναχής που ανέλαβε η Τασία Σοφιανίδου. Σαφώς την καλύτερη ερμηνεία δίνει ο Άκις Βλουτής στον ρόλο του Ρούμπεκ, αλλά κι αυτή βυθίζεται από την έλλειψη ακόμη και ίχνους χημείας (δεσίματος) ανάμεσα στους ηθοποιούς. Συμβαίνουν και αυτά. Pax vobis.
σχόλια