Έναν διαφωτιστικό οδηγό για την ποιητική τέχνη του Κωστή Παλαμά (1859-1943), μέσα από τη ματιά ομοτέχνων του, αλλά και ακαδημαϊκών που εξειδικεύονται στο έργο του, αποτελεί η νέα έκδοση των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης, «Εισαγωγή στην ποίηση του Παλαμά-Επιλογή κριτικών κειμένων» σε επιμέλεια του καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Ευριπίδη Γαραντούδη. Η εισαγωγή και επιμέλεια του Γαραντούδη εστιάζει στην ποιητική ιδιότητα του Παλαμά, ενώ το ογκωδέστατο συγγραφικό έργο του ποιητή, το οποίο κυριάρχησε στην ελληνική πνευματική ζωή επί σχεδόν πενήντα χρόνια (1880-1930), περιλαμβάνει μεταφράσεις, διηγήματα, θεατρικά, κριτική λογοτεχνίας, δοκίμια, δημοσιογραφικά κείμενα και επιστολές.
Το 1960 δημιουργήθηκε το «Ίδρυμα Κωστή Παλαμά» χάρη στην πρωτοβουλία και γενναιοδωρία του Γιώργου Κ. Κατσίμπαλη (πρωταγωνιστική μορφή στον «Κολοσσό του Αμαρουσίου» του φιλέλληνα Χένρι Μίλλερ). Ο Κατσίμπαλης, ισόβιος πρόεδρος του ιδρύματος (1899-1978), υπήρξε ο βασικότερος μελετητής και συντάκτης του έργου του Παλαμά. Έτσι, οι περίπου 9.000 σελίδες των Απάντων του Παλαμά είδαν το φως μέσα από την εκδοτική σειρά του Ιδρύματος. Όμως, μια φιλολογικά επιμελημένη, με σύγχρονους όρους, νέα έκδοση των Απάντων παραμένει το κρισιμότερο αίτημα των παλαμικών σπουδών στις μέρες μας.
Μια πληροφορία που πραγματικά εντυπωσιάζει είναι το γεγονός ότι το μικρό βιβλίο του Γιάννη Ψυχάρη (1854-1929) «Κωστής Παλαμάς» απεδείχθη ένα ξεκάθαρο συντροφικό μαχαίρωμα, καθώς γράφτηκε από τον Ψυχάρη το 1926 για να εκδικηθεί τον Παλαμά, επειδή το 1925 βρέθηκαν και οι δύο αντιμέτωποι στη διεκδίκηση του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Στη συγκεκριμένη έκδοσηο μη ειδικός αναγνώστης μπορεί να εντρυφήσει στην παλαμική, αλλά και αντιπαλαμική κριτική των
συγχρόνων του ποιητή, καθώς και την πρόσληψη του ποιητικού έργου του από τους μεταπολεμικούς και μεταπολιτευτικούς μελετητές. Μια πληροφορία που πραγματικά εντυπωσιάζει είναι το γεγονός ότι το μικρό βιβλίο του Γιάννη Ψυχάρη (1854-1929) «Κωστής Παλαμάς» απεδείχθη ένα ξεκάθαρο συντροφικό μαχαίρωμα, καθώς γράφτηκε από τον Ψυχάρη το 1926 για να εκδικηθεί τον Παλαμά, επειδή το 1925 βρέθηκαν και οι δύο αντιμέτωποι στη διεκδίκηση του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο Ψυχάρης πίστευε ότι ο Παλαμάς είχε υπονομεύσει την υποψηφιότητά του! Το κείμενο του Ψυχάρη («Κωστής Παλαμάς», απόσπασμα, σελ. 49-59), στο ύφος και γλώσσα (και ορθογραφία!) του Ψυχάρη, απέχει πολύ από μια νηφάλια κριτική προς τον συνάδελφο δημοτικιστή: «Τί να σας κάμω τώρα που εμένα το σκανταλιάρη, όσο πιο πολί σοβαρέβεται ο Παλαμάς, τόσο πιο πολί μου έρχεται όρεξη να γελάσω.» (σελ.54)
Οι επικριτές του Παλαμά έβλεπαν το «πολύτροπο» (όρος που χρησιμοποιούσε ο ποιητής) της ποίησής του ως επιφανειακότητα, βερμπαλισμό, αντιφατικότητα και σύγχιση ιδεών. Η πατριδολατρία, η αρχαιολατρία και η γλωσσική ιδέα, θέματα με τα οποία καταπιανόταν ο Παλαμάς, άλλωτε ξένιζαν και άλλωτε συγκινούσαν τους αναγνώστες του. Ο ποιητής Νικόλας Κάλας, καταβαραθρώνει τους «Σκληρούς και Δειλούς Στίχους» (1933) λέγοντας: «Στολίδι, ποίηση εξωτερική μανιέρα. Τίποτε άλλο. Αυτό είναι ο Παλαμάς» και συμπληρώνει χαρακτηρισμούς όπως «ηχηρές και κακόγουστες ρίμες», τα «γελοία» και «μικρά» ελληνικά «όνειρα της Μεγάλης Ιδέας», ο «χιμαιρικός» ελληνικός πατριωτισμός, για να ανακεφαλαιώσει σαρκαστικά στο τέλος της κριτικής του: «Στην πολιτική: δημοκοπία, στην ποίηση: βερμπαλισμός, ο κούφιος πατριωτισμός, η φτωχή φιλεργατικότητα, ο ανόητος λυρισμός, ο Παλαμάς» (σελ. 89-90).
Διαβάζοντας λοιπόν τις κριτικές, ιδιαίτερα των ποιητών, αποκομίζουμε την έμφυτη τάση τους να συμπορευθούν ή μη με την «παλαμική δημιουργία», την έκφραση δηλαδή «μιας βαθιάς διαλεκτικής συνείδησης που συλλαμβάνει τα πάντα του κόσμου ετούτου ως σύζευξη αντιθέσεων», κατά την Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού (σελ. xvii, υποσημείωση 12). Πιο κοντά στην ερμηνεία αυτή, κατά τη γνώμη μου, στέκει το κείμενο του Άγγελου Σικελιανού με τίτλο «Ο Παλαμάς ασκητής και μύστης» (1936). Ο Σικελιανός υπερβαίνει τη δυσκολία του δίπολου λυρισμός / επική ποίηση ή ποίηση των «μεγάλων οραμάτων», συνεπαίρνοντας τον αναγνώστη με μια βαθύτερη τομή στην ψυχολογία του Παλαμά. Για τον Σικελιανό ο μόχθος του ποιητή είναι ένας «εσώτερος αγώνας», η θετική και ζωντανή πορεία «του Ποιητή ως Ασκητή, προς τη γαλήνια και την ύψιστη ολοκλήρωσή του ως Μύστη» (σελ. 109). Ο «εθνικός ποιητής» δεν υφίσταται πλέον, αλλά ο ποιητής «άγιος», καθώς είναι «ανάγκη ν'ανασυνδεθεί με κάποιο υπέρτατο κριτήριο που να μας φέρνει κι από μόνο του στη σκέψη την ανάμνηση του πρώτου-πρώτου ρίγους που αισθανθήκαμε ίσως μπρος στην Ποίηση, ως την Αρχή της πιο βαθιάς και πιο πηγαίας αξιολόγησης ολόκληρης της ζωής» (σελ.117-119).
Όπως αναφέρει ο Γαραντούδης στην εισαγωγή, η κριτική μέχρι τα τέλη του 1920 δεν ήταν θετική για τον Παλαμά. Στο «Ελεύθερο πνεύμα» (1929) ο Γιώργος Θεοτοκάς τονίζει ότι η συγκρουσιακή πρόσληψη του έργου του ποιητή δημιουργείται λόγω «επιπόλαιης άρνησης», αλλά και «επιπόλαιου θαυμασμού». Τα πράγματα αλλάζουν όταν το περιοδικό «Νέα Γράμματα» του Ανδρέα Καραντώνη με εκτενές αφιέρωμά του το 1936 προβάλλει και καταξιώνει τον Κωστή Παλαμά μέσα από την πολυπρισματική θεώρηση των Τέλλου Άγρα (ποιητής-κριτικός), Άγγελου Σικελιανού (ποιητής-δοκιμιογράφος), Ιωάννη Συκουτρή (φιλόλογος) και Γιώργου Θεοτοκά (πεζογράφος-κριτικός). Στην μεταπολεμική εποχή οι ποιητές Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Ανδρέας Εμπειρίκος βρίσκουν τη δική τους προσωπική φωνή, αφού προηγουμένως σπουδάσουν τον «παλαμικό βηματισμό», σύμφωνα με παρατήρηση του νεοελληνιστή Π. Δ. Μαστροδημήτρη σε αφιέρωμα για τον Παλαμά του περιοδικού «Εκηβόλος» (1986). Πάντως, όπως καταλήγει ο Γαραντούδης, ο Καβάφης και όχι ο Παλαμάς φαίνεται να κυριαρχεί ως εστία διαλόγου με τους νεότερους ποιητές, αν συγκρίνει κανείς τα δεκάδες αναφερόμενα στον Καβάφη ή καβαφογενή ποιήματα, με τα μοναδικά έξι γραμμένα για τον Παλαμά.
Στην εποχή της μεταπολίτευσηςκυριαρχεί περισσότερο η φιλολογική παρά η λογοτεχνική κριτική της ποίησης του Παλαμά. Με προτροπή των Νάσου Βαγενά, Διονύση Καψάλη και Ηλία Λάγιου, ο αναγνώστης που θέλει να αξιολογήσει το συμβολικό, μουσικό και στιχουργικό στοιχείο στην παλαμική ποίηση πρέπει να ξεκινήσει διαβάζοντας το αριστουργηματικό μικρό λυρικό ποίημα «Φοινικιά». Ο Καψάλης προτείνει να δούμε τον Παλαμά ως «μείζονα» λυρικό ποιητή, καθώς τα λυρικά ποιήματά του είχαν υποβληθεί σε «ακαδημαϊκή νάρκωση» επί δεκαετίες (σελ. 302). Η ανάγνωση της «Φοινικιάς» από τον Κωνσταντίνο Τσάτσο το 1936 ανθολογείται από τον Γαραντούδη επίσης, για να φανεί η απήχηση του λυρικού πάθους και της ποιητικής ειλικρίνειας που εννοεί ο Σικελιανός, ή ο Βαγενάς, ο ένας ποιητής του μεσοπολέμου, ο άλλος φιλόλογος της μεταπολίτευσης.
Η «Εισαγωγή στην ποίηση του Παλαμά» μέσα από αντιπροσωπευτικά δείγματα διαφόρων τάσεων της κριτικής για την παλαμική ποίηση στη διάρκεια ενός σχεδόν αιώνα, προωθεί τη συνανάγνωση λογοτεχνικής και ακαδημαϊκής κριτικής. Ο Διονύσης Καψάλης εξάλλου στο κείμενό του «Ο ελάσσων Παλαμάς» (1993, σελ. 295-307) ταυτίζει την κριτική με την «τέχνη της ανάγνωσης», τη φιλολογία δηλαδή που όχι μόνο κατέχει τη γνώση, αλλά αναγνωρίζει την αξία του κειμένου. Tα λόγια του ίδιου του Παλαμά εκφράζουν με πίκρα την άγνοια μιας τέτοιου είδους τέχνης από τους λογής «φίλους» κριτικούς (βλέπε Ψυχάρη): «Το διάβασμα στην αρχαία μας γλώσσα λέγεται ανάγνωσις. Το δεύτερο συνθετικό της λέξης είναι η γνώσις. Ανάγνωσις μάλιστα σημαίνει και τούτο: καλό γνώρισμα. Και μιαν άλλη εκδοχή έχει: Αναγνώρισις. Θα μπορούσα να πω πώς οι καλοί μου φίλοι-τους φαντάζομαι τέτοιους, γιατί τους άλλους, που μιλούνε, σαν από προμελέτη, αδιάντροπα ή ανόητα για μένα, δεν καταδέχομαι να τους λογαριάσω-, θα μπορούσα να πω πως οι καλοί μου φίλοι φαίνεται σα να μη με διάβασαν ή σα να με διάβασαν, ξεχνώντας να φορέσουν τα κριτικά τους ματογυάλια».