Μια βασικά ρεαλιστική ταινία από τον παραγωγό του Χορού των Τεράτων και σκηνοθέτη του Iced Λι Ντάνιελς, με μικρά ιντερλούδια χορού, χαράς και τραγουδιού, που αποτελούν ονειρικό διάλειμμα στην τραγική ζωή μιας αναλφάβητης, παχύσαρκης 16χρονης που είναι έγκυος στο δεύτερο παιδί της από τον περαστικό πατέρα της και ζει με την τερατώδη μητέρα της σε ένα διαμερισματάκι στο Χάρλεμ. Ο Ντάνιελς φαλτσάρει όποτε προσπαθεί να εξηγήσει με σοσιαλιστικούς όρους το περιβάλλον της Κλαρίς Τζόουνς, η οποία κοτσάρει το χαϊδευτικό Precious, για να αισθανθεί και η ίδια Πολύτιμη, έστω και μόνο στις φαντασιώσεις της.

Η απαρχή για την παρακμή του Χάρλεμ, η οικονομική εξαθλίωση και η γενικευμένη ανεργία καθώς και η μαζική παραγωγή γυναικών που γεννούσαν παιδιά και ζούσαν απομυζώντας τους φόρους των πολιτών μέσω της Κοινωνικής Πρόνοιας είναι το φόντο που δεν εξετάζεται σε βάθος. Αντί να φέρει το κοινό αντιμέτωπο με τις συνθήκες, ο Ντάνιελς θέλει να χαϊδέψει τις τύψεις του θεατή και να τον σοκάρει με μια σειρά από βίαιες σκηνές, όπου η μάνα εκτοξεύει στην κόρη της ό,τι βρει στο σπίτι, συνεργεί στον βιασμό της, δεν κάνει τίποτε για να βοηθήσει το πρώτο της παιδί που πάσχει από σύνδρομο Down ή να διευκολύνει τη δεύτερη εγκυμοσύνη της (της εκσφενδονίζει τηλεόραση την ώρα που κρατάει το νεογέννητο και κουτρουβαλιάζεται από τις σκάλες), αδιαφορεί για τη μόρφωση και τη υγεία της (κολλάει τον ιό του AIDS).

Η Πολύτιμη θα ήταν μια πραγματικά χονδροειδής ανεξάρτητη ταινία αν δεν σωζόταν με πάθος και γούστο από το ίδιο το έμψυχο υλικό που εκτίθεται σε μια χολιγουντιανή οπερέτα που φτιάχτηκε αποκλειστικά από μαύρους (η μετριότατη Μαράια Κάρεϊ έχει την πιο παλ επιδερμίδα) για να γητεύσει λευκούς που βρίσκονται μίλια μακριά από τη σκληρή πραγματικότητα των γκέτο. Η Μονίκ είναι σχεδόν διασκεδαστική παίζοντας το κτήνος και απογειώνει μια σπουδαία σκηνή στο φινάλε, στην οποία αποκαλύπτει την υποκρισία της με κροκοδείλια δάκρυα, πνίγοντας τα υπολείμματα ανθρωπιάς που τόσο χρόνια ναρκώνει μπροστά από την τηλεόραση. Και η Σιντίμπε, στον πρώτο της επαγγελματικό της ρόλο που τη φέρνει στην πεντάδα των υποψηφιοτήτων για Όσκαρ, παλεύει με χάρη ανάμεσα στον υπερ-όγκο της και τη διάθεσή της για ένα καλύτερο αύριο. Αλλά να ταυτίζεται με τη Σοφία Λόρεν και να φαντάζεται εκείνη και τη μάνα της παρακολουθώντας τις Δυο Γυναίκες του Ντε Σίκα στην τηλεόραση; Μιλάμε για αχαλίνωτη φαντασία!