Διάγει μέρες δόξας η κινηματογραφική μουσική βιογραφία, ανάλογη εκείνης των μέσων των ’00s που οδήγησαν στην τρελή παρωδία του Walk Hard: The Dewey Cox Story. Αν υπάρχει ένα κοινό στοιχείο ανάμεσα στις πρόσφατες παραγωγές του υπο-είδους, τις μεγάλες και τις μικρές, τις εισπρακτικά επιτυχημένες και τις αποτυχίες, είναι ο ατομοκεντρισμός τους. Οι δημιουργοί πιάνουν τη ζωή του εκάστοτε καλλιτέχνη, εστιάζουν σε όσα λογαριάζουν για σημαντικά της σημεία και αφηγούνται μια ιστορία ανόδου, συχνά και πτώσης, ενίοτε και επανόδου, που πάντοτε εξαντλείται στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία ή/και στην προσωπική τους ζωή.

 

Το Κneecap είναι μια εντελώς διαφορετική περίπτωση όχι μόνο επειδή ασχολείται με ένα μουσικό γκρουπ αντί για ένα μεμονωμένο καλλιτέχνη – τέτοιο ήταν και το Bohemian Rhapsody άλλωστε. Αφορά, όπως σωστά μπορεί να μαντέψατε, τους Kneecap, μια χιπ-χοπ τριπλέτα Ιρλανδών που κάνει θραύση ραπάροντας στην ιρλανδική γλώσσα. Οι συναυλίες τους μετατρέπονται σε σωστό διονυσιακό δρώμενο, με τους ίδιους να μην παίρνουν τον εαυτό τους στα σοβαρά αλλά να επιμένουν πολιτικά. Η μουσική τους βιογραφία, που είναι στο μεγαλύτερο ποσοστό της προϊόν φαντασίας και υπόδειγμα παλαβομάρας, έχει το βλέμμα στραμμένο στην ευρύτερη εικόνα, εστιάζοντας στον αγώνα της Βόρειας Ιρλανδίας να αναγνωριστεί η ιρλανδική ως επίσημη γλώσσα από τους Βρετανούς, δίχως ποτέ να υποκύπτει σε εθνικιστικές κορόνες και φέρνοντας ένα λυτρωτικό μήνυμα αφοπλισμού στον επίλογό της. Δίνει χώρο στο γενικότερο περιβάλλον και στους ανθρώπους διαφορετικών παρατάξεων και καταβολών που το απαρτίζουν και υπογραμμίζει τη συνδρομή του συγκροτήματος στην τόνωση της δημοφιλίας αυτής της τόσο παλιάς γλώσσας, δίχως να προσδίδει ηρωικά χαρακτηριστικά στα μέλη του.

 

Με όσα γράψαμε ως τώρα, θα περίμενε κανείς ένα φιλμ με πολύ σοβαρό τόνο. Τουνταντίον, πρόκειται για κωμωδία με σπιντάτη αισθητική, μετριοπαθή στάση απέναντι στα ναρκωτικά και αμπαλαρισμένη μουσικά όχι μόνο με hits του συγκροτήματος αλλά και με dance ήχους των ’90s – πόσους μουσικούς μπορείτε να σκεφτείτε που θα καταδέχονταν το biopic τους να χρησιμοποιήσει τόσο πολλά κομμάτια άλλων καλλιτεχνών; Τα παραπάνω έκαναν πολλούς να παραλληλίσουν την ταινία με το Trainspotting του Ντάνι Μπόιλ, εδώ, όμως, το θέαμα δεν αφήνει ποτέ πικρή γεύση στον ουρανίσκο. Σφύζει από ευφορική διάθεση και επινοεί διαρκώς νέα κωμικά ευρήματα προς τέρψη και ευχαρίστησή μας.

 

Την τριάδα υποδύονται τα ίδια τα μέλη του συγκροτήματος, δικαιώνοντας τον σκηνοθέτη Ριτς Πέπιατ και τους υπεύθυνους του casting κατά τα 2/3. Mπορεί ο Mόγκλε Μπαπ να έχει την εκφραστικότητα μιας χρυσής καδένας και το υποκριτικό ταλέντο ενός hoodie και να σώζει την παρτίδα λόγω φάτσας και μόνο, όμως ο Μο Κάρα διεκδικεί με αξιώσεις ρόλο στην επόμενη ταινία του Γκάι Ρίτσι και ο DJ Πρόβεϊ σε εκείνη του Έντγκαρ Ράιτ, με τον κωμικό χρονισμό τους να μην έχει να ζηλέψει τίποτα από εκείνον πιο πεπειραμένων συμπρωταγωνιστών τους. 

 

Με ασταμάτητη ενέργεια, ανεξάντλητα τρικ και πεισματικά ανεβαστική διάθεση το Kneecap κερδίζει με το σπαθί του τον τίτλο του υπέρτατου crowdpleaser του φετινού φθινοπώρου και απευθύνεται τόσο σε φίλους της συγκεκριμένης μουσικής σκηνής όσο και σε ανθρώπους που νομίζουν ότι το χιπ-χοπ είναι εκείνη η πλαστική στεφάνη που περιστρέφεται γύρω από το σώμα και έκανε τον Τιμ Ρόμπινς πλούσιο στο Hudsucker Proxy.