Βαθιά στην αχαρτογράφητη, άγρια φύση της Αμερικής, o κυνηγός Χιου Γκλας βρίσκεται βαριά τραυματισμένος και εγκαταλελειμμένος από ένα μέλος της ομάδας του, τον προδότη Τζον Φιτζέραλντ. Με ακλόνητη θέληση ως μοναδικό όπλο απέναντι στους κινδύνους, ο Γκλας περιπλανιέται σε ένα φοβερά εχθρικό περιβάλλον, σε μια αδιάκοπη περιπέτεια αναζήτησης και επιβίωσης με στόχο του την εκδίκηση.
Αντί να περιοριστεί σε μια εντυπωσιακή ιστορία επιβίωσης και εκδίκησης, ο Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου μετατρέπει την Επιστροφή σε μια υπερβατική περιπέτεια αναγέννησης και λύτρωσης, που προκαλεί ανάταση και δεν σταματά να επιτάσσει το ενδιαφέρον, με τη δύναμη των εικόνων και την αγριάδα των χαρακτήρων – ένα πανόραμα της αμερικανικής Δύσης, χωρίς να είναι γουέστερν, και ταυτόχρονα αιχμηρό σχόλιο στον βιασμό της φύσης και των ανθρώπων, την ανηθικότητα και την αξιοπρέπεια. Βασίζεται εν μέρει στην αληθινή ιστορία του ιχνηλάτη και παγιδευτή ζώων Χιου Γκλας, ο οποίος εμπορεύεται γούνες με μια ομάδα κυνηγών στα δάση και τις πεδιάδες της αφιλόξενης και επικίνδυνης Αμερικής των αρχών του 19ου αιώνα.
Ο Γκλας διχάζεται ανάμεσα στη «λευκή» καταγωγή του και στην επίδραση που δέχτηκε από την κουλτούρα των Ινδιάνων Pawnee, έχοντας παντρευτεί μια γυναίκα της φυλής, η οποία δολοφονήθηκε. Τον συνοδεύει πάντα ο γιος του και οι δυο τους μιλάνε σπάνια αγγλικά, σε μια μορφή οικογενειακής συνωμοτικότητας που τους ξεχωρίζει αυτόματα από το γκρουπ των βλοσυρών κυνηγών.
Αμέσως μετά το ξεκίνημα της ταινίας και την τεχνικά βιρουόζικη σεκάνς της επίθεσης των Ινδιάνων (όπου η κάμερα πετάγεται από πρόσωπο σε πρόσωπο, εξαπολύοντας μια άνευ προηγουμένου visual σκυταλοδρομία, κατά την οποία τα βέλη σφυρίζουν και καρφώνονται σε σάρκες, ενώ η άτακτη φυγή προκαλεί σύγχυση), αρχίζει η ύστατη δοκιμασία του Γκλας: δέχεται επίθεση από μια αρκούδα και μένει αιμόφυρτος κι ετοιμοθάνατος και, καθηλωμένος σε ένα αυτοσχέδιο φορείο, γίνεται τραγικός μάρτυρας της αναίτιας δολοφονίας του γιου του, όντας ανήμπορος να αντιδράσει, από τον προδότη της παρέας, τον σκληροτράχηλο και καχύποπτο Τζον Φιτζέραλντ, χάνοντας έτσι τον μοναδικό δεσμό με το παρελθόν του και μαζί την ελπίδα και την προοπτική του.
Από κει και πέρα, παρατημένος ως περιττό φορτίο, ξεκινάει ένα νέο ταξίδι, μια οδύσσεια που ξεπερνά τα στενά όρια της ατομικής επιβίωσης και συνορεύει με τη συνειδητοποίηση, ως επανεκκίνηση, ενός μακάβριου και ποιητικού χορού ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο. Κουβαλώντας στην πλάτη του δύο αντιδιαμετρικά αντίθετους πολιτισμούς, τον δυτικό της υλικής αποζημίωσης (ο κλασικός frontiersman προς άγραν πόρων) και τη φιλοσοφία των πνευμάτων που διακρίνει τους ξεριζωμένους γηγενείς, περιπλανιέται σε έναν κόσμο που περιβάλλεται από ένα τοπίο που κόβει την ανάσα και απειλεί κάθε λεπτό, με τις καιρικές συνθήκες σταθερά πολικές και τη φύση να αντιστέκεται σθεναρά, περνώντας από τα στάδια του πένθους, της οργής, της εκδίκησης, του υπολογισμού και, τέλος, του δέους.
Σε αυτή την αποστολή βουβής, κυρίως, υπαρξιακής αναζήτησης, ο Ινιάριτου ταυτίζεται ιδιότυπα, αλλά όχι ανεξήγητα με τον ήρωα, στις οραματικές επισκέψεις που διαδραματίζονται στην ψυχή του και φανερώνονται στα μάτια του, στην οριακή κατάσταση της επαναφοράς του στη ζωή, στο μετέωρο βήμα ανάμεσα στο Θείο και τη Γη. Από τη μια, ο Γκλας συνδέεται περισσότερο με τη θρησκευτική διάσταση της φύσης, και αποκτά με κόπο και κίνδυνο τον σεβασμό που τόσα χρόνια αναιρούσε καταπατώντας την, αναγκαστικά. Βλέπει τη νεκρή γυναίκα του και το παιδί του σε μια γκρεμισμένη εκκλησία, ένα τέμπλο στη μέση του πουθενά, ως υπενθύμιση της χαμένης του ισορροπίας. Ως άθεος, όπως δηλώνει ο ίδιος, με χριστιανική ανατροφή, ο Μεξικανός Ινιάριτου δηλώνει τη σύγκρουση ανάμεσα στη θεωρία και στην πράξη, στην πραγματική τιμή και υποχρέωση ενός ανθρώπου σε αντίθεση με την άσφαιρη, κληρονομημένη διδαχή, όντας ένας οραματιστής που παλεύει, με πολυτέλεια ομολογουμένως, αλλά φαντάζομαι και προσωπικό κόστος, να εφαρμόσει τις ιδέες του σε μια άλλη χώρα. Χρησιμοποιεί το συντακτικό του Τέρενς Μάλικ (ας μην ξεχνάμε πως οι δύο σκηνοθέτες μοιράζονται τον ίδιο οπερατέρ, τον μάγο του φυσικού φωτός με την αέναη κάμερα Εμάνιουελ Λουμπέτσκι αλλά και τον διευθυντή παραγωγής Τζακ Φισκ), αλλά δεν παραδίδεται σε ασύντακτες, αυθαίρετες σκηνές, ακολουθώντας μια δεινή, προσαρμοσμένη στα μέτρα της εποχής και του θέματος, αφήγηση, με πλοκή και σασπένς, επικαλούμενος νοερά την υπερμεγέθη κλίμακα των ταινιών του Βέρνερ Χέρτσογκ, χωρίς ωστόσο κάποιον με τη μεγαλομανία ή την τρέλα των Αγκίρε και Φιτζκαράλντο.
Μετά τις τρεις πρώτες, αξέχαστες σεκάνς, τη ζαλιστική μάχη, την επίθεση με την αρκούδα και τη δολοφονία του γιου, εμπιστεύεται τον πλήρως αφοσιωμένο Λεονάρντο ΝτιΚάπριο για να σηκώσει ένα αβάσταχτο βάρος, ψυχικό και σωματικό, και ο Αμερικανός παραδίδει την καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του, συνδυάζοντας απόλυτα την απέλπιδα προσπάθεια, το φλερτ με τον θάνατο, την έξοδο από την παραζάλη του σκότους και την υπεράνθρωπη αποφασιστικότητα – σπάνια πλέον ένας χαρακτήρας καλείται να μιλήσει τόσο δυνατά χωρίς λόγια, και η ευκαιρία που δόθηκε στον ΝτιΚάπριο με τον Γκλας είναι σπάνια και απολύτως κερδισμένη. Στον αντίποδά του, ο Τομ Χάρντι, που βρυχάται χαμηλόφωνα σαν να έχει βώλους στο στόμα, τροφοδοτεί την κίνηση προς τα μπρος του Γκλας, με την αντίστασή του προς οποιαδήποτε αξία. Κανείς από τους δύο δεν έχει τίποτε να χάσουν, αλλά η νοοτροπία τους είναι έκδηλα διαφορετική, γι' αυτό και ποτέ δεν μπερδεύονται στο μωσαϊκό τυχαιότητας και ματαιότητας που χαρακτήριζε τους καταπατητές εκείνης της περιόδου. Αλλά για να μη συγκρίνουμε δύο άνισης διάρκειας και σπουδαιότητας ρόλους, η ταινία ανήκει στον Ντι Κάπριο που καυτηριάζει πληγή με αυτοσχέδιο μπαρούτι, κοιμάται σε σχεδόν ζωντανό κουφάρι ζώου και, μεταξύ αστείου και σοβαρού, τρώει το ξύλο της αρκούδας!
Παρόμοιας θεματικής με τον Τζερεμία Τζόνσον, ο Αλύγιστος του Σίντνεϊ Πόλακ και περισσότερο με το Man in the Wilderness του Ρίτσαρντ Σαράφιαν, αλλά άλλης αισθητικής, η Επιστροφή είναι ένα πανάκριβο, ενήλικο έπος που πραγματεύεται από άλλη αφετηρία την κατάκτηση της Δύσης, μακριά από ηρωισμούς, λογύδρια, μελοδραματικά ξεσπάσματα, ερωτικές παρεμβολές και συμφωνικές μουσικές – το σκορ του Ριούτσι Σακαμότο, που ενανέρχεται έπειτα από πολύ καιρό, φέρνει στον νου κάποιες διακοπτόμενες μουσικές φράσεις από το Τσάι στη Σαχάρα.
Την τελευταία φορά που είδαμε έναν ήρωα να χάνεται στη φύση για να διεκδικήσει το δικαίωμα στην ελευθερία του ήταν στο Into the Wild του Σον Πεν, όπου ο Εμίλ Χερς, ως αγνός libertarian, αντέτασσε τον ατομισμό του στον συστημικό κομφορμισμό, πολλά χρόνια μετά την ασύδοτα άνομη πρώιμη Αμερική των καθόλου ιδεαλιστών πιονιέρων. Οι εικόνες του Πεν εστιάζονταν στην επιβίωση και το κρυφτό ενός προηγμένου ανένταχτου, ενώ ο Ινιάριτου επιχειρεί το αντίθετο, τη μετάβαση του ανθρώπινου αγριμιού στον συλλογικό πολιτισμό. Κι όμως, παρά τον πεισματάρικο ρεαλισμό, την αταλάντευτη τραχύτητα, το όνειρο ενός καλύτερου κόσμου παραμένει ζωντανό. Μόνο, ωστόσο, με θυσία, καθώς ξεκινάει με σφαγή ζώων και τελειώνει με ανθρώπινο αίμα.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0