Αρχικά, οφείλουμε μια προειδοποίηση απαραίτητη και δυστυχώς απούσα από το προωθητικό υλικό της ταινίας. Αν έχετε ιστορικό επιληπτικών κρίσεων, ίσως θα ήταν φρονιμότερο να αποφύγετε την προβολή του Samsara στις αίθουσες. Κατά δεύτερον, είναι αδύνατο να μιλήσουμε για την ταινία χωρίς να αναφερθούμε στη μεταβατική σεκάνς ανάμεσα στα δύο μέρη που την απαρτίζουν, αν και λειτουργεί αποτελεσματικότερα αν δεν γνωρίζετε τίποτα γι’ αυτή. Συνεπώς, από εδώ και κάτω διαβάζετε μόνο αν θέλετε να ξέρετε περισσότερα για την επίμαχη σεκάνς πριν από την προβολή– αν δεν σας ενοχλούν τα spoilers, κοινώς.
Το πρώτο μέρος της ταινίας μάς τοποθετεί σε έναν βουδιστικό ναό στο Λάος, όπου νεαρός μαθητής διαβάζει καθημερινά σε ηλικιωμένη γυναίκα ένα ιερό κείμενο σχετικό με το επέκεινα και, συγκεκριμένα, με το ταξίδι μιας ψυχής από το ένα σώμα στο άλλο κατά το στάδιο της μετενσάρκωσης. Όταν η γυναίκα πεθάνει, ακολουθεί μια απρόσμενη, ιδιαίτερη σεκάνς. Ο σκηνοθέτης Λόις Πατίνιο μας καλεί να κλείσουμε τα μάτια μας για να ακολουθήσουμε την ψυχή στη διαδρομή της προς το επόμενο σώμα.
Σε πολλούς μπορεί να ακούγεται ως γουντιαλενικό ανέκδοτο, σε κάποιους ως ορισμός φεστιβαλικής απάτης: «σκηνοθέτης γύρισε ταινία την οποία βλέπεις με τα μάτια κλειστά». Μακριά από μας ανάλογοι αφορισμοί, δεν διαγνώσαμε πρόθεση φθηνού εντυπωσιασμού, άλλωστε η ταινία γνωρίζει ότι απευθύνεται όχι απλώς σε φεστιβαλικό κοινό αλλά σε μια μικρή μερίδα του που δεν θα την βρει εξίσου δύστροπη με τους περισσότερους θεατές εκεί έξω. Κατά τα λεπτά που διαρκεί αυτή η σεκάνς, φώτα αναβοσβήνουν, τεχνητοί και φυσικοί ήχοι διαπλέκονται κι εσύ καλείσαι να φανταστείς ότι βρίσκεσαι σε αυτό το μεσαίο στάδιο, το επονομαζόμενο Bardo. Και ακολουθώντας τις οδηγίες του σκηνοθέτη και κρατώντας τα μάτια κλειστά ώσπου να σταματήσει κάθε ήχος, συμμετέχεις πιο ενεργά στην προβολή.
Περισσότερο από το εύρημα και το φορμαλιστικό παιχνίδι που συνεπάγεται είναι η διάρκεια αυτής της μεταβατικής ενότητας που επιδρά σε όσα ακολουθούν στο δεύτερο μέρος, πάντα για τον θεατή που συμμορφώθηκε πλήρως με τους όρους της, που ασπάστηκε το πνεύμα της. Κακά τα ψέματα, με την εξαίρεση κάποιων «ονειρικών» διπλοτυπιών και ενός ασκητικού ρυθμού, η γραφή του Πατίνιο παραπέμπει περισσότερο σε σινεμά παρατήρησης παρά σε πνευματική εμπειρία. Ακριβώς, όμως, λόγω του διαλογισμού που προηγήθηκε κατά τη διάρκεια της μεταβατικής σεκάνς, του επακόλουθου ερεθισμού των αισθήσεων αλλά και όσων ειπώθηκαν στο πρώτο μέρος σχετικά με τη μετενσάρκωση και την άλλη ζωή, η σχέση μας με τις εικόνες του δεύτερου μέρους και, πιο συγκεκριμένα, με το νέο «δοχείο» της ψυχής έχει επαναπροσδιοριστεί, έχει αποκτήσει μια δεύτερη διάσταση ίσως, έστω κι αν οι αισθητικές διαφορές ανάμεσα στα μέρη δεν είναι τόσο μεγάλες.
Σίγουρα πρόκειται για ενδιαφέρον πείραμα, μα η πνευματικότητά του προκύπτει μέσω τεχνάσματος εγγύτερου στη video art, κομίζεται περισσότερο με τον τρόπο ενός εικαστικού και λιγότερο με εκείνον ενός πνευματικά ανήσυχου κινηματογραφικού δημιουργού. Στο σινεμά του Μάλικ, για παράδειγμα, ο φακός του Λουμπέζκι αφήνει αχτίδες φωτός να παρεισφρήσουν στο πλάνο, αναζητώντας, θαρρείς, εκείνη που θα τρυπήσει την οθόνη και θα φανερώσει μια βαθύτερη πνευματική αλήθεια. Έστω κι έτσι, οι φίλοι του σκληροπυρηνικού arthouse σινεμά αξίζει να δοκιμάσουν την τύχη τους στο Samsara, ακόμα κι αν το μοναδικό του αποτύπωμα στη μνήμη μετά από καιρό θα είναι εκείνο της ταινίας που «μας ζητούσε να κλείσουμε τα μάτια μας».
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0