Ο πρώην απαισιότατος, σωφρονισμένος πλέον Γκρου τσακώνει στα πράσα τον πάντα απαίσιο, μεγαλοπιασμένο Λεμάλ, τον κλείνει σε φυλακή όχι και τόσο ύψιστης ασφαλείας, εκείνος αποδρά, και ο Γκρου μαζεύει τη σύζυγο, τις τρεις κόρες, μερικά μίνιονς και τον μπόμπιρα που δεν τον πολυσυμπαθεί για να μετακομίσουν απρόθυμα στο σπίτι-καταφύγιο που τους παρέχει η υπηρεσία του, σε μια καλοβαλμένη, βαρετή πόλη, με ψηλομύτες γείτονες, η κόρη των οποίων τον αναγνωρίζει και τον εκβιάζει για να εκπληρώσει τον κρυφό της πόθο, να κλέψει κάτι από το παλιό του σχολείο. 

 

Η υπόθεση του τέταρτου κινηματογραφικού επεισοδίου του Εγώ ο Απαισιότατος δεν αντέχει σε κριτική: παραφορτωμένη και χάρτινη, πάσχει κυρίως από το κλισέ της ελάχιστα απειλητικής νεμέσεως του Λεμάλ, παρέα με την αναίσθητη Βαλεντίνα, και κινείται γρήγορα και μηχανικά ανάμεσα στα σκετς που οδηγούν σε αυτό που όλοι φαντάζονται και σίγουρα εύχονται.

 

Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο παραμένει η εμβόλιμη, ανατρεπτικά παράλογη παρουσία των μικρών κίτρινων, κοστουμαρισμένων, χαριτωμένων, υπερκινητικών τεράτων. Με το που έκαναν την εμφάνισή τους στο σύμπαν του Απαισιότατου, αιχμαλώτισαν την καρδιά της GenZ, εκφράζοντας μια εργατική στρατιά αλλοπρόσαλλων παιδιών που μιλούν με ακατανόητες, κυρίως μονοσύλλαβες ατάκες πολυγλωσσικής προέλευσης και τα κάνουν λίμπα διασκεδάζοντας την υπαλληλική τους σχέση με την αγέλαστη υπηρεσία που υποτίθεται πως τα κυβερνά – μια fun αλληγορία για τον καπιταλισμό με τη μορφή memes. Εδώ υπερβαίνουν την παραδοσιακή τους διάσταση, με πέντε από αυτά να αποκτούν υπερηρωϊκές ιδιότητες, ραμμένες στα γκαφατζίδικα μέτρα τους. Έχοντας πλέον δικές τους ταινίες, με τον τρόπο τους εκδικούνται τον μπαμπά τους, τον Γκρου, που αν δεν τα συμπεριλάμβανε στο δικό του story, ίσως και να κατέληγε σε τηλεοπτικό φορμάτ.