Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ κινηματογραφεί με αξιοπρέπεια και ενσυναίσθηση την πολιτική επιλογή της ευθανασίας, σαν ελεγειακό αποχαιρετισμό δυο ώριμων γυναικών, και κατακτά τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας.
Οι Δουβλινέζοι, το κύκνειο άσμα του Τζον Χιούστον στο σινεμά, και το μυθιστόρημα What are you going through αποτελούν τη βάση του The room next door. Το βιβλίο της Σίγκριντ Νούνεζ χρησιμεύει ως θέμα, ενώ το υπέροχο The Dead, κι αυτό με τη σειρά του μεταφορά του αριστουργήματος του Τζέιμς Τζόις, δίνει το ποιητικό έναυσμα για το τέλος, απαλό σαν το χιόνι που σκεπάζει ζωντανούς και νεκρούς. Το Διπλανό Δωμάτιο είναι το χρονικό της αναθέρμανσης μιας παλιάς φιλίας μεταξύ της επιτυχημένης συγγραφέα Ίνγκριντ και της Μάρθα με αφορμή τη δυσάρεστη είδηση της ανίατης ασθένειας της δεύτερης. Ανταποκρίτρια πολέμου και αποξενωμένη μητέρα μιας ενήλικης κόρης που την έβλεπε περισσότερο ως πατρικό πρότυπο ελλείψει του βιολογικού της πατέρα, η Μάρθα ζητά από την Ίνγκριντ να της συμπαρασταθεί στις τελευταίες της στιγμές. Έχοντας αγοράσει από τη μαύρη αγορά ένα χάπι ευθανασίας, αδύναμη από τις χημειοθεραπείες και απογοητευμένη από την αποτυχία μιας σύντομης πειραματικής θεραπείας, μετακομίζει από το διαμέρισμά της, νοικιάζει ένα σπίτι στην εξοχή της Νέας Υόρκης, στα λιβάδια του Γούντστοκ, και παρακαλεί τη θερμή και διακριτική της φίλη να μείνει στο «διπλανό δωμάτιο», αν και εκείνη τελικά προτιμά τον κάτω όροφο, λόγω μεγαλύτερου χώρου. Οι αμφιβολίες της Ίνγκριντ για τη δύναμή της να αντεπεξέλθει είναι εύλογες και σταδιακά παραμερίζει το εγώ και τις φοβίες της για να στηρίξει την αμετακίνητη απόφαση μιας ετοιμοθάνατης, κάτι που δεν φανταζόταν πως θα μπορούσε να της συμβεί.
Χωρίς να είναι ακριβώς το flip side της πολυκύμαντης ανδρικής φιλίας του Pain and Glory, το Room next door προσφέρει δυο αξιοσημείωτους γυναικείους ρόλους σε δυο σπουδαίες ηθοποιούς, στη θερμή και γεμάτη ενσυναίσθηση Τζουλιάν Μουρ ως Ίνγκριντ, και στη δωρική όσο ποτέ, ατσάλινη και συνάμα τόσο ευάλωτη στον τρόπο που εξαϋλώνεται αθόρυβα μπροστά στα μάτια μας Τίλντα Σουίντον. Ταυτόχρονα, χειρίζεται με ωριμότητα και δραματική αξιοπρέπεια το δικαίωμα στην ευθανασία, απερίστροφα και έξυπνα, με τη σωματικά αδύναμη ηρωίδα να επιλέγει εκείνη να προλάβει τον καρκίνο προτού την αιφνιδιάσει εκείνος. Πεισματικά αντι-μελό, αν και πιστή στη χρωματική του παλέτα και στις γνώριμες σκηνογραφικές φόρμες, η πρώτη αγγλόφωνη μεγάλου μήκους ταινία του Αλμοδόβαρ παίρνει ξεκάθαρη θέση, τοποθετώντας δυο αντίρροπους περιφερειακούς πόλους: έναν κοινό φίλο, που πασχίζει να συγκρατήσει την απαισιοδοξία του για τα ευρύτερα οικολογικά ζητήματα στο πλαίσιο του ακαδημαϊκού ακτιβισμού, και έναν φανατικό θρησκευόμενο αστυνομικό, που φυσικά εξισώνει την ύστατη επιλογή της ανθρώπινης ανακούφισης από τον πόνο με τη στυγνή αμαρτία της αυτοκτονίας – δεν λειτουργούν πάντα, αλλά έχουν τις στιγμές τους. Αν και σφιχτά αγκαλιασμένο με τη ζοφερή προοπτική του θανάτου, το Διπλανό Δωμάτιο, όσο ξεμακραίνει από μια αρχική αμηχανία στην περιγραφή των χαρακτήρων, ατενίζει με πραότητα τον ορίζοντα και παινεύει τη ζωή, ενθαρρύνοντας τις πρωταγωνίστριες να αποκτήσουν εμπιστοσύνη στις επιλογές τους. Η κάμερα του Αλμοδόβαρ κινείται πιο σίγουρα (και πιο «λίγο») από ποτέ.
Κι αν κάποιοι παραπονέθηκαν πως η Τίλντα Σουίντον παίζει κάπως ξύλινα, τότε μάλλον δεν διάβασαν σωστά τον χαρακτήρα της Μάρθα και σίγουρα δεν διέκριναν την ευγενή πάλη μιας γυναίκας που τακτοποιεί τις τύψεις της, ενώ την εγκαταλείπει η μνήμη της και τη βαραίνει η ευθύνη μιας αρωγού που κι εκείνη με τη σειρά της δεν έχει περάσει παρόμοια δοκιμασία (πόσο μάλλον να διανοηθεί να μπει στη θέση μιας γυναίκας που έχει να δει χρόνια)··κι αν παραπονέθηκαν πως οι αγγλικοί διάλογοι ανάμεσα στις δυο φίλες ακούγονται περίεργοι, προφανώς δεν θυμούνται πως στις ισπανόφωνες ταινίες του μεγάλου auteur πουθενά και κανείς δεν μίλησε νατουραλιστικά ή «καθημερινά».
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0