«Είμαι η Φιλουμένα» λέει, αντικρίζοντας από το βάθος της άδειας σκηνής ένα πλήθος που στέκει όρθιο, κοιτάζοντάς την με τις πλάτες γυρισμένες στο κοινό. Και η ιστορία της Φιλουμένα Μαρτουράνο ξεκινάει, ακολουθώντας την με σχεδόν φρενήρεις ρυθμούς από τις φτωχογειτονιές της Νάπολης, όπου οι πολυμελείς οικογένειες στοιβάζονταν μέσα σε υγρές και ανήλιαγες παράγκες και ρακένδυτα παιδάκια έψαχναν στις αλάνες να βρουν κονσερβοκούτια να παίξουν μπάλα, στα μπουρδέλα, όπου κατέληγαν τα κορίτσια για να απαλλάξουν τους γονείς τους από το πιάτο φαγητό που δεν περίσσευε γι' αυτές, και στους βομβαρδισμούς των Συμμάχων στον πόλεμο. Και από εκεί, στο σπίτι του νοικοκυραίου Ντομένικο Σοριάνο.
Έχω προστατέψει τη λαϊκότητά μου, χωρίς να είμαι λαϊκίστρια. Οι καταβολές μου, ο τρόπος που κατανοώ τον κόσμο, έχει λιγότερο εγκέφαλο απ' όσο ψυχή.
Το διασημότερο έργο του Ναπολιτάνου θεατρανθρώπου Εντουάρντο ντε Φιλίππο, γραμμένο το 1946, είναι από τα πιο πολυπαιγμένα ιταλικά έργα, ενώ η κινηματογραφική του εκδοχή, Γάμος αλά ιταλικά, του Βιτόριο ντε Σίκα με τη Σοφία Λόρεν και τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι έφτασε το 1964 μέχρι τα Όσκαρ. Στην ελληνική σκηνή έχει ανέβει 11 φορές, με τις δύο πιο πετυχημένες να είναι οι παραστάσεις της Έλλης Λαμπέτη και της Αλίκης Βουγιουκλάκη.
Η Ελένη Ράντου πρωταγωνιστεί αυτό τον καιρό σε μια δικής της διασκευή του περίφημου αυτού έργου στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή. Πρόκειται για μια άκρως συγκινητική και απολαυστική παράσταση με κινηματογραφικούς ρυθμούς, όπου το κωμικό εναλλάσσεται διαρκώς με το δραματικό, προκαλώντας γέλιο αλλά και πολλή συγκίνηση. Η Φιλουμένα, σπιτωμένη πρώην πόρνη, μετά από 20 χρόνια συμβίωσης και εκδούλευσης σκαρφίζεται έναν πονηρό τρόπο για να παντρευτεί τον εραστή της και μπον-βιβέρ Ντουμί, προσποιούμενη την ετοιμοθάνατη. Όταν εκείνος το ανακαλύπτει, προκαλεί την ακύρωση του γάμου μέχρι που μαθαίνει ότι εκείνη έχει τρία παιδιά και ένα από αυτά είναι δικό του.
Συνάντησα τη Ράντου πριν από την απογευματινή παράσταση της Κυριακής των Βαΐων. Αγουροξυπνημένη, μου λέει πως ανυπομονεί για τις διακοπές του Πάσχα, αλλά κυρίως για το ότι δεν θα βάλει μακιγιάζ για τις επόμενες δέκα ημέρες. Η παράσταση είναι sold-out και παρόλο που πολύς κόσμος ξέρει το έργο, το ενδιαφέρον παραμένει αμείωτο – τόσο εκ μέρους των γυναικών όσο και των αντρών κάθε ηλικίας. Μια παράσταση στην οποία τα δεινά και οι χαρές αποτελούν ένα μωσαϊκό ζωής όπου ο καθένας αναγνωρίζει κομμάτια της κοινωνίας και των ηθών της. Ξεκινάω την κουβέντα μας ρωτώντας την καταρχάς γιατί επέλεξε να βασίσει τη διασκευή της κυρίως στην ταινία του Ντε Σίκα. Μου εξηγεί: «Στο αυθεντικό κείμενο η Φιλουμένα και ο Ντομένικο είναι πια 60άρηδες και πραγματεύονται όλη τους τη ζωή βγάζοντας τη χολή που κρατούσαν ο ένας για τον άλλον. Η δική μας παράσταση, αντί να αφηγείται, βάζει τα πράγματα να συμβαίνουν. Η ταινία του Ντε Σίκα έχει δώσει πολλές έξυπνες δραματουργικές λύσεις, που εκείνη την εποχή θεατρικά δεν μπορούσαν να γίνουν. Τώρα, που έχουμε τα μέσα, είναι πολύ ενδιαφέρον να τις δεις πάνω στη σκηνή, να δείξεις έναν έρωτα την ώρα που εξελίσσεται και όχι ως ανάμνηση. Το θέατρο πια έχει τα μέσα να σε ταξιδέψει πέρα από τον λόγο. Εν προκειμένω, είναι μια ματιά, που, εφόσον δεν προδίδει την ουσία του έργου, τη θεωρώ θεμιτή. Αυτό που προσλαμβάνω εδώ και δύο εβδομάδες, πάντως, δεν είναι ένα κοινό εντυπωσιασμένο από την παραγωγή αλλά ένας κόσμος βαθιά συγκινημένος!».
Βέβαια, μιλάμε για ένα δημοφιλές έργο που, όπου κι αν έχει παιχτεί, έχει κάνει διεθνώς επιτυχία, χτυπώντας κατευθείαν στο θυμικό και στο μητρικό ένστικτο. Μου λέει: «Πρόκειται για μια σπουδαία ιστορία που ακόμα και στις μέρες μας, που το δίλημμα ποιανού είναι το παιδί δεν υφίσταται, κάθε βράδυ, όταν λέω "έχω τρία παιδιά, ο ένας είναι γιος σου", ακούω από κάτω ένα "Αααα!". Και η άλλη στιγμή που μου κάνει εντύπωση είναι εκεί που λέει πως τη φώναξε ο πατέρας της να της πει στα 13 της ότι δεν υπάρχει πια φαΐ για εκείνη. Εκεί ακούω πάντα να κόβεται η ανάσα του κοινού».
Καθώς έχει χορηγούς και δανειστές, η Φιλουμένα, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, είναι λίγο ταυτισμένη με την Ελλάδα. Παρόλο που σαφέστατα είναι ένα έργο που έχει περάσει –και θα έμοιαζε ύβρη αν λέγαμε ότι δεν είναι– ως ένα έργο για τη μητρότητα, με άγγιξε πολύ περισσότερο η πλευρά ενός ανθρώπου που κάνει έναν αγώνα ζωής.
Εξηγώ στη Ράντου ότι η επιμονή στο θέμα της μητρότητας δεν θα έπρεπε να κυριαρχεί, ότι θεωρώ πως αυτό δεν είναι παρά το εύρημα του συγγραφέα και ότι στην ουσία πρόκειται για ένα έργο για την αδικία – ο αδικημένος απέναντι στον δυνάστη του. Συμφωνεί: «Αυτή ήταν και η δική μου ματιά. Επειδή είναι πολύ προφανές ότι μιλάει για μητρότητα, ήθελα να σκαλίσω και να βρω τι υπάρχει κάτω από αυτό. Αν δεις, λοιπόν, όλη την πορεία της, όλες τις αφηγήσεις, είναι η αγωνία ενός ανθρώπου φτιαγμένου μέσα σε ένα περιβάλλον που τον συνθλίβει. Καθώς είναι και η συγκυρία που ζούμε αυτήν τη στιγμή ως κοινωνία, με κέρδισε πιο πολύ από τη μητρότητα. Ήταν ο άξονας της διασκευής και αυτό το μήνυμα παίρνω. Ο αγώνας επιβίωσης που κάνει. Έτσι, δίνει και μια ελπίδα το έργο, ότι κάποιος μπορεί να πέσει, αλλά μπορεί και να σηκωθεί. Είναι η ιστορία κάθε εξαρτώμενου, όπως και η ηρωίδα – όπως και η χώρα μας. Η κοινωνική συνθήκη δεν την αφήνει να είναι ανεξάρτητη. Καθώς έχει χορηγούς και δανειστές, η Φιλουμένα, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, είναι λίγο ταυτισμένη με την Ελλάδα. Παρόλο που σαφέστατα είναι ένα έργο που έχει περάσει –και θα έμοιαζε ύβρη αν λέγαμε ότι δεν είναι– ως ένα έργο για τη μητρότητα, με άγγιξε πολύ περισσότερο η πλευρά ενός ανθρώπου που κάνει έναν αγώνα ζωής. Υπάρχει μια επιτακτική ανάγκη γι' αυτό. Κι εκεί γίνεται το πολύ ενδιαφέρον γύρισμα. Υποτίθεται ότι η Φιλουμένα είναι ο άνθρωπος που δεν έχει τίποτα να χάσει και να κλάψει γι' αυτό, ενώ ο Ντομένικο τα έχει όλα και κάποια στιγμή οι ρόλοι αντιστρέφονται εντελώς. Εκείνος βρίσκεται με έναν γάμο, που στην τότε καθολική Ιταλία δεν μπορούσες να πάρεις πίσω. Δεν έδιναν διαζύγιο, το διαζύγιο ήταν ταμπού, είχες όλη την κοινωνία εναντίον σου. Όπως, λοιπόν, στο ξεκίνημα του έργου η Φιλουμένα έχει όλη την κοινωνία εναντίον της γιατί είναι πόρνη και αντισυμβατική, μια γυναίκα σπιτωμένη και ανύπαντρη μάνα, στο τέλος, στην ίδια ακριβώς θέση, βρίσκεται ο Ντουμί. Είναι ένας άνθρωπος εγκλωβισμένος σε έναν γάμο που η κοινωνική σύμβαση δεν του επιτρέπει να διαλύσει και που, συν τοις άλλοις, έγινε με πονηριά. Αυτός ο τόσο στέρεος και τόσο σίγουρος άντρας βλέπει τη γυναικεία πονηριά να του την έχει φέρει. Φαντάσου πόσο δύσκολο του είναι να δεχτεί την ήττα του». «Τελικά, η γυναίκα κατευθύνει πάντα το παιχνίδι;» ρωτάω και μου απαντάει: «Κοίταξε, αυτός που καταπιέζεται περισσότερο, γίνεται πιο ευρηματικός, πιο πολυμήχανος. Ο άλλος, που η θέση του είναι εξασφαλισμένη κοινωνικά, δεν έχει λόγους να σκαρφιστεί πράγματα. Η γυναίκα σκαρφίζεται γιατί στο DNA της έχει μια μεγάλη πορεία κατά την οποία έπρεπε πάντα να κάνει τα πράγματα πλαγίως. Δεν είχε ποτέ το δικαίωμα να τα αντιμετωπίσει μετωπικά. Το ξέρουμε όλοι ότι ένα σπίτι το κρατάει μια γυναίκα, αλλά, ακόμα και σήμερα, στο μαιευτήριο σου ζητάνε το όνομα του άντρα».
Μέσα από τον συντηρητισμό, όπως στις παλιές ελληνικές ταινίες, κι εδώ, σε ένα έργο αμιγώς λαϊκό, υπάρχει μια έντονη σεξουαλικότητα που δεν κατονομάζεται, οι προκαταλήψεις μιας σεξιστικής κοινωνίας. Η Ελένη Ράντου προσθέτει: «Η οποία (κοινωνία) κρύβει τις ανομίες της κατηγορώντας τον άλλο. Αυτό είναι φαινόμενο κάθε κοινωνίας. Μου έκανε αυτό τον καιρό εντύπωση το φαινόμενο με τη Βίκυ Σταμάτη. Μια ολόκληρη κοινωνία αποφάσισε να κάνει ό,τι δεν έκανε όταν έπρεπε, τιμωρώντας αυτήν τη γυναίκα. Αυτό είναι αντίδραση και μιας θρασύδειλης κοινωνίας. Βρίσκω έναν αδύναμο, έναν που κάποια στιγμή βρέθηκε δίπλα σε ένα μεγαλείο και ήθελε να το ζήσει, και τον τιμωρώ με τρόπο παραδειγματικό. Αυτήν τη στιγμή υπάρχει φρουρά που τη φυλάει και της απαγορεύεται να μεγαλώσει το παιδί της, ενώ έγιναν τρομερά εγκλήματα την εποχή για την οποία κατηγορείται και η ίδια. Είναι ο τρόπος που αποφασίζει η κοινωνία, κυρίως για πρόσωπα τα οποία δεν είναι εύκολο να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, να τα τιμωρήσει και να τα επιδείξει, ενώ εθελοτυφλεί σε περιπτώσεις προσώπων πραγματικά ισχυρών. Θα σου έλεγα ότι και η απόφασή μου να βασιστώ στην ταινία δεν ήταν μόνο για τις λύσεις που έδινε αλλά περισσότερο γιατί στην ταινία είδα την κοινωνία. Ως ένα σχόλιο πάνω στις προκαταλήψεις και στον τρόπο που η κοινωνία, ανάλογα με το πώς τη βολεύει, σε ανάγει σε άγιο και, από την άλλη, σε καταβαραθρώνει. Η Φιλουμένα είναι προϊόν μιας κοινωνίας».
Γιατί ένα «λαϊκό» έργο στο Εθνικό; «Ήταν παράκληση του Χατζάκη για ένα έργο του Ντε Φίλιππο και καθώς είναι η τάση της εποχής να προσδιοριζόμαστε μέσα από μια αναζήτηση της λαϊκής μας βάσης, βρήκα έναν κοινό τόπο, καθώς κι εγώ είναι ένας λαϊκός άνθρωπος. Η ρίζα δεν αλλάζει. Έχω προστατέψει τη λαϊκότητά μου, χωρίς να είμαι λαϊκίστρια. Οι καταβολές μου, ο τρόπος που κατανοώ τον κόσμο, έχει λιγότερο εγκέφαλο απ' όσο έχει ψυχή. Δηλαδή, περισσότερο αισθάνομαι τα πράγματα, παρά τα καταλαβαίνω. Ο λαϊκός άνθρωπος μπορεί να έχει χιλιάδες ελαττώματα, γιατί πολλές φορές δεν μπορεί να διαχειριστεί καταστάσεις με τον εγκέφαλο, αλλά το ότι πηγαίνω με την ψυχή μου έχει και τα καλά και τα κακά του. Στην τέχνη, έχει κυρίως καλά. Θεωρώ ότι λαϊκός στην ουσία του ήταν και ο Τσέχοφ. Όταν τον διαβάζω, βλέπω μια βαθιά διείσδυση στην ανθρώπινη ψυχή που την έχουν οι λαϊκοί άνθρωποι που βάζουν τα αισθήματα πάνω απ' όλα. Αν δεν υπάρχει αυτή η λαϊκότητα που είναι ένας πυρήνας δύναμης κι επιβίωσης, με όλα τα αντικρουόμενα στοιχεία της, θα σταματήσει να προχωράει ο κόσμος. Αλλά στην τέχνη το "λαϊκό" θεωρείται είδος διωκόμενο». Όταν ακουμπάει την ευτέλεια, παρατηρώ. «Σύμφωνοι. Όταν δεν την ακουμπάει όμως, το λαϊκό είναι πάρα πολύ σπουδαίο και μαγικό. Κάτι που δεν θα καταδεχτεί τα κατώτερα ένστικτά μας και θα μιλήσει επί της ουσίας, αυθεντικά λαϊκά είναι πάντα σπουδαίο. Ό,τι σπουδαίο θυμάμαι να έχω δει είχε μια ευθεία λαϊκότητα. Το λαϊκό είναι ειλικρινές. Είναι αυτό που είναι ακουμπισμένο με ειλικρίνεια, αυθεντικότητα και καρδιά, όχι με εγκεφαλικά τερτίπια και εξυπνακίστικους διανοουμενισμούς. Οι μεγαλύτεροι διανοούμενοι καταλήγουν να κάνουν λαϊκά πράγματα. Όταν κάνουν τον κύκλο τους ως διανοούμενοι παλεύουν να βρουν τον τρόπο έκφρασης ενός πολύ απλού ανθρώπου για να σου πουν την ουσία. Η ουσία είναι πάντα τι βλέπει ένας λαϊκός, σχεδόν αγράμματος άνθρωπος. Αν σου πει πώς ρέει το νερό στο ποτάμι, δεν θα σου πει θεωρίες, θα πάει κατευθείαν στην ουσία. Αυτό θεωρώ "λαϊκό", όχι λαϊκίστικο, ευτελές ή εύκολο. Γιατί το λαϊκό δεν είναι εύκολο, είναι μια ελιά που θα βγάλεις το κουκούτσι. Σε πάει στην ουσία σου, στον πυρήνα σου. Οτιδήποτε σε επιστρέφει στην ανθρωπιά σου, στην ειλικρίνειά σου, στη σχέση σου με τη φύση σου, για μένα είναι λαϊκό».
Γενικά, το χιούμορ σε ξεμπλοκάρει ώστε να πεις πολύ σκληρά πράγματα. Η αντίληψή μου για την κωμωδία είναι ότι πρόκειται για ένα θείο δώρο, μέσω του οποίου μπορείς να πεις πάρα πολύ σκληρά πράγματα, χωρίς να εξαγριώσεις τον θεατή.
Η συμφεροντολογική πλευρά της Φιλουμένα τι είναι; Συναίσθημα ή αξιοπρέπεια; «Επιβίωση είναι. Η ανθρώπινη δύναμη της επιβίωσης της φύσης μας, η οποία είναι το πιο καθολικό ένστικτο και δεν τιθασεύεται. Η Φιλουμένα είναι η φύση η ίδια. Η μάνα επιβίωση είναι, τι άλλο; Διαιωνίζει το είδος. Είναι ένα όπλο που σου δίνει η φύση για να πάει παρακάτω το είδος. Αλλιώς θα τελειώσει».
Η Φιλουμένα θεωρείται ακόμα τολμηρό ως έργο; «Όταν το ανέβασε η Λαμπέτη, ήταν κάτι πολύ προχωρημένο. Η πόρνη-μάνα στη δραματουργία ήταν τότε κάτι πολύ τολμηρό. Ακόμα και σήμερα δεν ξέρω αν έχει ξεπεραστεί το ταμπού. Σκέφτομαι ότι ο Ντε Φιλίππο τους βάζει να μιλάνε μεγάλοι για να απομακρύνει το γεγονός της πόρνης από το γεγονός της μάνας. Γιατί νομίζω πως αλλιώς δεν θα το άντεχε η εποχή του. Άλλο το να λέει μια γυναίκα "ήμουν πόρνη" και άλλο να τη βλέπεις πόρνη». Όλα αυτά που λέμε, στη δική της περίπτωση, βέβαια, καταρρίπτονται μέσω της κωμωδίας. Η Ελένη Ράντου είναι μια γήινη και κωμικοδραματική Φιλουμένα. «Η αλήθεια είναι ότι όταν έχεις εγκαταστήσει μια κατάσταση που έχει και χιούμορ, ο θεατής μαλακώνει και μπορεί να δεχτεί πολύ πιο εύκολα τη σκληρότητα. Αλλά αν ρωτήσεις τους θεατές μας ποιο συναίσθημα τους μένει, δεν είναι το χιούμορ αλλά η πίκρα. Συνεπώς, αν στη Φιλουμένα έχουμε μια βεντάλια με συναισθήματα κι έχεις βάλει και το χιούμορ, ο θεατής μπορεί να εισπράξει την πίκρα πολύ πιο χαλαρά απ' ό,τι αν του παρουσίαζες τη διαπραγμάτευση δύο ανθρώπων μέσω του μίσους. Αν το χιούμορ έχει λειάνει την κατάσταση, η πίκρα κυριαρχεί πολύ καλύτερα. Γενικά, το χιούμορ σε ξεμπλοκάρει ώστε να πεις πολύ σκληρά πράγματα. Η αντίληψή μου για την κωμωδία είναι ότι πρόκειται για ένα θείο δώρο, μέσω του οποίου μπορείς να πεις πάρα πολύ σκληρά πράγματα, χωρίς να εξαγριώσεις τον θεατή. Σημασία έχει να μην την προδώσεις την κωμωδία. Αν είναι ανθρώπινη, αποτελεί τον αντίποδα της τραγωδίας και μέσα στις τραγωδίες πάντα υπάρχει χιούμορ. Η Φιλουμένα στήνει μια ολόκληρη παράσταση και παριστάνει την πεθαμένη. Ο τρόπος που αντιδρά στην αδικία έχει απίστευτο χιούμορ. Δεν πήγε να αυτοκτονήσει, δεν τον απείλησε με μαχαίρι, δεν του έριξε βιτριόλι, έστησε μια παράσταση. Πνίγεται και λέει "ή κάνω τώρα κάτι ή ύπαρξη μου απειλείται καθολικά". Αυτή γυναίκα δεν κλαίει ποτέ και δεν επιτρέπει σε κανέναν να τη λυπηθεί. Είναι σαν να ετοιμάζει τον θρήνο της από την πρώτη σκηνή. Μέχρι το φινάλε, όλο το έργο είναι μια πορεία προς αυτό το κλάμα. Άρα, δεν μου επιτρέπεται να κοιτάξω λοξά, προς το κωμικό. Ακόμα και το γέλιο της έχει έναν λυγμό, είναι μια πορεία προς ένα κλάμα δικαίωσης, ένα κλάμα υπαρξιακό, κάθαρσης».
Φιλουμένα
Εντουάρντο ντε Φιλίππο
Σκηνοθεσία: Σταμάτης Φασουλής,
Διασκευή, απόδοση: Ελένη Ράντου
Πρωταγωνιστούν: Ελένη Ράντου, Άλκις Κούρκουλος, Βίλμα Τσακίρη, Ντίνα Αβαγιανού, Μελέτης Γεωργιάδης, Μαρία Διακοπαναγιώτου, Ντιάνα Μαρία Κωνσταντάκη
Eθνικό Θέατρο - Kτίριο Τσίλλερ, Κεντρική σκηνή, Αγ. Κωνσταντίνου 22-24, Ομόνοια, 210 5288170-171, έως 24/5, εισ.: €5-25, www.n-t.g
σχόλια