Πού πηγαίνουν τα χρήματα των φτωχών;
(Μέρος 2)
Συνέχεια από το προηγούμενο:
Μα πού πηγαίνουν τα χρήματα των φτωχών;
Ας δούμε λίγο αλλιώς το θέμα αυτό με ένα άλλο κλασικό έργο της αμερικανικής αστικής κοινωνιολογίας: το Street Corner Society. Σε αυτήν τη μελέτη μιας λαϊκής ιταλο-αμερικανικής γειτονιάς στη δεκαετία του 1930, ο William Foote Whyte αφιερώνει μερικές σελίδες στον διαφορετικό τρόπο με τον οποίοι πορεύονται κοινωνικά δύο από τους ερωτηθέντες του, ο Chick και ο Doc. Ο Chick ενσαρκώνει την ομάδα "φοιτητών" που ανελίσσεται κοινωνικά μέσα από τις πανεπιστημιακές σπουδές, ο Doc είναι ο τύπος των "street guys" που παραμένουν συνδεδεμένοι με την γειτονιά και εγκλωβισμένοι στις λαϊκές τάξεις. Η σχέση με το χρήμα διαφοροποιεί πολύ έντονα τις δύο ομάδες:
Ο καλύτερος τρόπος για να κατανοήσουμε την κοινωνική κινητικότητα στο Cornerville [η συνοικία που μελετήθηκε, στην ουσία το North End της Βοστώνης] είναι να τη συγκρίνουμε με τη συμπεριφορά του "street guy". Οι δύο ομάδες, μεταξύ άλλων, ξεχωρίζουν περισσότερο από τον τρόπο μ τον οποίον ξοδεύουν τα χρήματά τους. Οι φοιτητές υιοθετούν μία οικονομία αποταμίευσης και επένδυσης. Τα παιδιά του δρόμου ζουν μέσα σε μία οικονομία της δαπάνης. Ο φοιτητής πρέπει να εξοικονομήσει χρήματα για να πληρώσει τις σπουδές του και να μπορέσει αργότερα να ξεκινήσει μία επιχείρηση ή την καριέρα του. Επομένως, θα καλλιεργήσει τις αποταμιευτικές αρετές των μεσαίων τάξεων. Για να μπορέσει να έχει συμμετοχή στις δραστηριότητες της ομάδας του, ο "street guy" πρέπει να μοιραστεί τα χρήματά του με τους άλλους. Εάν έχει αυτός χρήματα ενώ ο φίλος του δεν έχει, θα πρέπει κανονικά να πληρώσει και γι' αυτόν. Μπορείς να παραμείνεις μέλος μιας συμμορίας εξοικονομώντας χρήματα, αλλά δεν μπορείς ταυτόχρονα να βάζεις χρήματα στην άκρη και να έχεις ένα σημαντικό στάτους στη συμμορία. Το γόητρο και η επιρροή συνδέονται εν μέρει με την ικανότητα του να μπορείς να ξοδεύεις χωρίς να υπολογίζεις. Συνήθως, ένας "street guy" δεν ξοδεύει συνειδητά για να επηρεάσει τους φίλους του. Προσαρμόζεται στο πρότυπο συμπεριφοράς της ομάδας του και η συμπεριφορά του αυξάνει την επιρροή του (σελ. 145).
Ο Chick και ο Doc συμπεριφέρονται ανάλογα: ο πρώτος αρνείται να δανείσει χρήματα στον οποιονδήποτε ή ακόμη και να πληρώσει οτιδήποτε, ο δεύτερος, ως αρχηγός συμμορίας, ξοδεύει χωρίς να υπολογίζει ώστε οι φίλοι του να μπορούν να παρακολουθούν τις δραστηριότητες της ομάδας (μπόουλινγκ, χοροί, κ.λπ.) ακόμη και όταν δεν έχουν χρήματα. Αλλά δεν πρόκειται για ένα ζήτημα προσωπικότητας, και ακόμη λιγότερο κουλτούρας. Ο Chick, όπως μαθαίνουμε από την αφήγηση του Whyte, απέκτησε γρήγορα μία πολύ ειδική θέση στη γειτονιά όπου ζει: στη σχολή, ανήκει σε μια μικρή ξεχωριστή ομάδα, κάθεται στην πρώτη σειρά και κρατιέται σε απόσταση από τους άλλους. Έφτασε από την Ιταλία σε ηλικία οκτώ ετών και βίωσε την κοροϊδία για την προφορά του και τους τρόπους του. Γιος ενός πολιτικού από τη Νάπολη που έγινε μανάβης στη Βοστώνη, δεν ανήκει ακριβώς στον ίδιο κόσμο με τους άλλους: οι ταξικές θέσεις μεταδίδονται μέσω της μετανάστευσης, αν και με πολύπλοκο τρόπο. Επομένως, δεν χρειάζεται να παίρνει μέρος σε φιλικές ανταλλαγές με κάθε κόστος και μπορεί εύκολα να αρνηθεί να δανείσει σ' όποιον τύχει και του το ζητήσει. Αντιθέτως, ο Doc είναι πολύ πιο ενσωματωμένος: απολαμβάνει το υψηλό στάτους του αρχηγού συμμορίας, ένα στάτους που βασίζεται εξ ολοκλήρου σε αυτήν την "οικονομία της δαπάνης". 'Ετσι μπορεί συνέχεια να αξιοποιεί τις φιλίες του. Χάρη στη φήμη που απέκτησε με αυτόν τον τρόπο μπόρεσε, για παράδειγμα, να βγει στην πολιτική, μια στιγμή της ζωής του που αποκαλύπτει τα παράδοξα της θέσης του: "Εάν, κατά τη διάρκεια της εκλογικής εκστρατείας του καλοκαιριού του 1938, ο Doc είχε διακόσια δολάρια στην άκρη, δεν θα είχε αναγκαστεί να αποσυρθεί από τον αγώνα. Αλλά αν ήθελε να εξοικονομήσει αυτά τα διακόσια δολάρια, θα είχε αποξενωθεί από όλους τους φίλους του και θα είχε χάσει τους οπαδούς του "(σελ. 145 -146).
Τα έξοδα του Doc δεν είναι πιο παράλογα, κι ούτε μπορούν να αποφευχθούν περισσότερο από εκείνα του Chick. Εάν ο πρώτος είναι αναγκασμένος και όχι ο δεύτερος, αυτό οφείλεται στη θέση τους απέναντι στη γειτονιά και όχι στην διαφορετική προσωπικότητά τους. Για τον Doc, το να κεράσει ένα ποτό σε φίλο του είναι μια επένδυση σε ένα λαϊκό κοινωνικό κεφάλαιο, ένα αυτόχθονο κεφάλαιο (έννοιες, παρεμπιπτόντως, που δεν χρησιμοποιεί ο Whyte: εγώ τις αναδιατυπώνω), που είναι και το κύριο στηριγμά του. Αν δεν το έκανε θα συνεπαγόταν γι' αυτόν τεράστιο κόστος. Ο Chick, από την άλλη πλευρά, βρίσκεται σε πιο αποστασιοποιημένη θέση και δεν επωφελείται από κέρδη που συνδέονται με μια υψηλή τοπική θέση. Είναι λοιπόν ευκολότερο γι' αυτόν να παραιτηθεί απ' αυτά και να αναζητήσει την επιτυχία αλλού.
Οι παρατηρήσεις του William Foote Whyte στην καρδιά της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του 1930 εξακολουθούν να είναι σήμερα επίκαιρες για τις λαϊκές συνοικίες; Η δύναμη επανάκλησης που ασκούν οι λαϊκές συνοικίες είναι καλά τεκμηριωμένη, ιδίως μέσα από το έργο του Stéphane Beaud: το βιβλίο του 80% στο μπακαλορεά ... και μετά; μπορεί να διαβαστεί ως ένα καλό παράδειγμα της δυσκολίας που έχουν τα παιδιά των λαϊκών τάξεων προκειμένου να ξεκόψουν από τις πολλές ανταλλαγές και τις μορφές κοινωνικότητας της γειτονιάς. Οι συγκεκριμένες μορφές λαϊκών πόρων έχουν επίσης καλά αναλυθεί. Γενικότερα, η κατανάλωση καπνού από άτομα σε επισφαλείς καταστάσεις ανταποκρίνεται σε μεγάλο βαθμό σε αυτήν τη λογική, σύμφωνα με την ανάλυση των Jeanne Constance και Patrick Peretti-Wattel:
Για τους καπνιστές που ρωτήθηκαν, τα τσιγάρα είναι το μέσο με το οποία υπενθυμίζουμε στους εαυτούς μας και τους άλλους τους βασικούς κανόνες μιας κοινωνικότητας που συχνά απειλείται. Το υψηλό κόστος αυτού του αγαθού, η στέρηση που προκαλεί όταν δυσκολεύεσαι να το αποκτήσεις, το καθιστούν έναν κύριο άξονα μέσω του οποίου γίνεται δυνατή η ανασυγκρότηση των κανόνων ενός ιδιαίτερα λεπτού κοινωνικού δεσμού για τους πιο επισφαλείς ανθρώπους. Χάρη στον καπνό, μπορούν έτσι να προσπαθήσουν να επανενταχθούν σε μια κοινωνία που τείνει να τους αποκλείσει. Καταλαβαίνουμε λοιπόν γιατί είναι τόσο δύσκολο για τους καπνιστές αυτούς να σταματήσουν. Κατά κάποιον τρόπο, ο εθισμός τους στον καπνό δεν είναι μόνο σωματικός ή ψυχολογικός, αλλά και κοινωνικός.
Να λοιπόν ένα δεύτερο στοιχείο απάντησης στην ερώτηση "τι κάνουν οι φτωχοί με τα χρήματά τους;": τα χρησιμοποιούν εν μέρει για να διατηρούν δεσμούς με τους άλλους, για να εξασφαλίζουν μία ελάχιστη ένταξη, για να ενεργοποιούν μορφές αλληλεγγύης ... οι οποίες είναι συχνά στρατηγικές για τη διατήρηση της κατάστασής τους, όταν δεν πρόκειται απλά για ένα ζήτημα επιβίωσης, τόσο κοινωνικής όσο και φυσικής. Η κοινωνικότητα, για τους φτωχότερους, στοιχίζει - στην περίπτωση των τσιγάρων, το κόστος αυτό είναι μία επιβάρυνση τόσο οικονομική όσο και από άποψη υγείας ... Και όμως, είναι αναπόφευκτο: η έξοδος από τη φτώχεια φαίνεται απίθανη, ο καρκίνος του πνεύμονα είναι μια μακρινή απειλή στο χρόνο, αλλά η απομόνωση ή η απόρριψη είναι άμεσες πραγματικότητες.
Αυτά όσον αφορά τις δαπάνες των φτωχότερων που πάντοτε κινούν υποψίες ανηθικότητας. Με μια πιο προσεκτική ματιά, ίσως να μην δικαιολογούμε, αλλά τουλάχιστον καταλαβαίνουμε τι συμβαίνει - και ίσως να μπορέσουμε να επιστρατεύσουμε άλλες ενέργειες. ... Αλλά υπάρχουν και άλλα έξοδα που μπορούν επίσης να μας κάνουν να προεκτείνουμε το συλλογισμό μας... Στην έρευνά της για τα νοικοκυριά των λαϊκών τάξεων, η Ana Perrin Héredia εξετάζει κάτα πόσο επηρεάζουν τον προϋπολογισμό τους οι προσφορές ορισμένων πωλητών κατ' οίκον: συνδρομές στο Διαδίκτυο που πωλούνται σε νοικοκυριά χωρίς υπολογιστή, στρώματα ή κρεβάτια κακής ποιότητας που πωλούνται πανάκριβα, κ.λπ. Απόδειξη κι εδώ ότι οι φτωχοί δεν ξέρουν να διαχειρίζονται τα χρήματά τους; Η κοινωνιολόγος επισημαίνει αντίθετα το θέμα της κυριαρχίας:
Ο τρόπος με τον οποίο οι ερωτηθέντες αντιδρούν σε καταστάσεις άμεσης αντιπαράθεσης με πωλητές φανερώνει τις επιπτώσεις της κοινωνικής σχέσης πάνω στην εμπορική σχέση και υπενθυμίζει τι σημαίνει "επιλογή" σε αυτές τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Οι συνεντεύξεις κατέδειξαν έτσι το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια ορισμένων εμπορικών συναλλαγών, ο ασκητισμός και οι κανόνες οικονομικής σύνεσης που συνήθως ακολουθούσαν ορισμένοι ερωτηθέντες φαινόταν να εξαφανίζονται και να αντικαθίστανται από συμπεριφορές που είχαν να κάνουν περισσότερο με τον "ηδονισμό", κάνοντας ίσως φανερό ότι, έστω και προσωρινά, οι καταναλωτές αυτοί είχαν υποκύψει στον πειρασμό της "καλοπέρασης". Σε πολλές περιπτώσεις, αυτές οι αλλαγές στη συμπεριφορά πραγματοποιήθηκαν ως αποτέλεσμα της έντονης επιμονής των πολλών πλασιέ που επισκέπτονται τις γειτονιές.
Η Melanie, για παράδειγμα, απέκτησε μέσω αυτών που περιγράφει ως "κυρίους που εμφανίζονται με άσπρη μπλούζα", ένα στρώμα που γρήγορα "βούλιαξε εντελώς". Η εγγύησή του ήταν για δέκα χρόνια, ωστόσο το αντικατέστησε μετά από πέντε χρόνια χρήσης όταν ο ίδιος πωλητής επέστρεψε για να της προτείνει μία "ανταλλαγή", η οποία της κόστισε άλλα 480 ευρώ παρόλο που δεν είχε προγραμματίσει ένα τέτοιο έξοδο . Ωστόσο, για αυτόν τον τύπο αγοράς, που έχει και μεγαλύτερο κόστος, και σε αντίθεση με τις περίπλοκες τεχνικές που συνήθως μπορεί να επιστρατεύει, η Mélanie δεν συνέκρινε τις τιμές ούτε προσπάθησε να παζαρέψει, αλλά άφησε τον εαυτό της, για μια φορά, να πειστεί από την επίδειξη ("ω ναι, ναι, με έπεισε, αυτό είναι σίγουρο!"). Οι "επαγγελματίες αερολόγοι", όπως τους αποκαλεί ο Hoggart, ξέρουν πώς να χρησιμοποιούν στερεοτυπικές εικόνες και αξίες που βγάζουν νόημα στον λαϊκό κόσμο. Αλλά η αναμφισβήτητη δύναμη πειθούς τους μπορεί να μην εξηγεί από μόνη της γιατί οι πελάτες τους αποκλίνουν από τη συνηθισμένη γραμμή τους.
Επαγγελματίες της κοινωνικής αλληλεπίδρασης, όπως οι κράχτες των πανηγυριών που μελετάει ο Ronan Le Velly, οι κατ' οίκον πωλητές δεν κάνουν ποτέ τίποτε άλλο από το να εκμεταλλεύονται τη φτώχεια των άλλων. Εάν αναρωτιόμαστε πού πηγαίνουν τα χρήματα των φτωχότερων, ίσως θα πρέπει να αναρωτηθούμε σε ποιούς ανήκουν οι τσέπες όπου καταλήγουν: στην προκειμένη περίπτωση στις μεσαίες τάξεις και τις μεγάλες εταιρείες, που είναι πολύ ευχαριστημένες που βρίσκουν έναν πληθυσμό πάνω στον οποίο μπορούν να ασκήσουν ορισμένες μορφές κυριαρχίας - το κόλπο με τη λευκή μπλούζα είναι γνωστό από τον Milgram. Αλλά συχνά αρκεί να διατηρείς πολύ απλά μία αοριστία γύρω από συμβάσεις που δεν επιζητάς κιόλας να διαβαστούν... ειδικά από έναν πληθυσμό για τον οποίο, όπως υποψιαζόμαστε, η πρόσβαση στο νόμο και στη δικαιοσύνη δεν είναι το απλούστερο πράγμα στον κόσμο.
Το σημείο αυτό τόνισε ακόμη περισσότερο ο Matthew Desmond. Δεν περιορίστηκε σε μία έρευνα για τους ενοικιαστές που υπήρξαν θύματα έξωσης: ακολουθώντας την καλή παλιά αρχή της έρευνας "ακολούθησε τα χρήματα", στράφηκε και στους ιδιοκτήτες. Αξίζει να δούμε πως τους σκιαγράφησε στην πόλη του Milwaukee. Πρώτον, αντίθετα από την εικόνα ενός Ντόναλντ Τραμπ που πλούτισε χάρη σε μεγάλες αγοραπωλησίες ακινήτων, αποκαλύπτει την ύπαρξη ενός τμήματος των μεσαίων τάξεων που ζει από την ενοικίαση σαθρών ακινήτων σε άτομα που αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες. Μία από τους ιδιοκτήτες που παρουσιάζει στο βιβλίο του, η Sherrena, είναι πρώην καθηγήτρια σε σχολείο που μεταστράφηκε στα ακίνητα. Διευθύνει την επιχείρησή της με σιδερένια πυγμή, διώχνοντας αμείλικτα όσους και όσες καθυστερούν λίγο να πληρώνουν, που έχουν παιδιά που δημιουργούν προβλήματα, ή που απαιτούν επισκευές που η ίδια δεν βιάζεται απαραίτητα να κάνει.
Αλλά ο Desmond σημειώνει ακόμη παραπέρα ότι είναι πράγματι η φτώχεια που κάνει την Sherrena να πλουτίζει. Το πιο ερειπωμένο σπίτι της είναι επίσης το πιο κερδοφόρο. Τα ενοίκια που ζητάει είναι μεγάλα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι επωφελείται, πολύ συγκεκριμένα, από έναν πληθυσμό που δεν μπορεί να βρει στέγη αλλού, όχι τόσο επειδή δεν έχει τα μέσα να το κάνει, όσο επειδή δεν το αφήνουν να πάει αλλού:
Όταν οι πολυκατοικίες άρχισαν να εμφανίζονται στη Νέα Υόρκη στα μέσα του 19ου αιώνα, τα ενοίκια στο χειρότερο γκέτο ήταν 30% υψηλότερα από ό, τι στις καλές συνοικίες. Τη δεκαετία του 1920 και του 1930, τα ενοίκια για τα ετοιμόρροπα σπίτια στα μαύρα γκέτο του Milwaukee, της Philadelphia και των άλλων πόλεων του Βορρά ήταν υψηλότερα από αυτά που ήταν σε ισχύ σε καλύτερες κατοικίες στις γειτονιές των λευκών. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, τα ενοίκια στις πιο μεγάλες πόλεις ήταν υψηλότερα για τους μαύρους από ό, τι για τους λευκούς για αντίστοιχες συνθήκες στέγασης. Οι φτωχοί δεν είναι συγκεντρωμένοι σε φτωχές γειτονιές, επειδή τα ενοίκια είναι χαμηλότερα εκεί. Βρίσκονται εκεί - και αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους φτωχούς μαύρους - γιατί τους επιτρέπεται να βρίσκονται μόνο εκεί. Οι ιδιοκτήτες σπιτιών της χαμηλότερης αγοράς δεν μειώνουν γενικά τις τιμές για να καλύψουν τη ζήτηση και να αποφύγουν το κόστος της μη καταβολής του ενοικίου και των εξώσεων. 'Εχει κόστος η αποφυγή αυτού του κόστου. Για πολλούς ιδιοκτήτες, συμφέρει περισσότερο μία έξωση από το να επισκευάζουν το ακινητό τους. Είναι δυνατή η εξοικονόμηση του κόστους συντήρησης άν οι ενοικιαστές έχουν συνέχεια καθυστερημένα ενοίκια (were perpetually behind). Και πολλοί ενοικιαστές έχουν συνέχεια καθυστερημένα ενοίκια επειδή το ενοίκιό τους είναι πολύ υψηλό (σελ. 75).
Τα ενοίκια αντιπροσωπεύουν, είτε στις Ηνωμένες Πολιτείες, είτε στη Γαλλία, ένα από τα πιο σημαντικά κονδύλια του προϋπολογισμού, και ακόμη περισσότερο για τους φτωχότερους. Ο Matthew Desmond υποδεικνύει ότι υπάρχει κάτι εδώ που εξηγεί τη φτώχεια των πιο ευάλωτων: μια μορφή εκμετάλλευσης της επισφάλειάς τους, η οποία επιτρέπει στις ανώτερες και μεσαίες τάξεις που διαθέτουν ακίνητα να καρπώνονται ένα πολύ σημαντικό μέρος από τα εισοδήματα αυτών των κατηγοριών. Δεν είναι υπερβολικό να μιλάμε για εκμετάλλευση επειδή, όπως στην περίπτωση των πλασιέ, δεν πρόκειται για την παροχή ενός αγαθού η μιας υπηρεσίας υψηλού κόστους, αλλά για μία προσπάθεια εκμετάλλευσης μιας δύσκολης κατάστασης για να παρέχεις κάτι που ξέρεις ότι είναι χαμηλής αξίας, ή ακόμα και για να εκβιάσεις μια κάποια μορφή συγκατάθεσης. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι οι ερωτηθέντες του Desmond αντλούν κυρίως το εισόδημά τους από την πρόνοια. Μήπως είναι κι αυτός ένας τρόπος για ορισμένες κατηγορίες του πληθυσμού να καρπώνονται ένα μέρος της αναδιανομής που τους ξεφεύγει ...
Προφανώς, άλλο οι Ηνωμένες Πολιτείες, και άλλο η Γαλλία. Ίσως η εκμετάλλευση μέσω των ενοικίων είναι λιγότερο έντονη σε αυτή την πλευρά του Ατλαντικού ... 'Ενα όμως από τα επιχειρήματα που υποστηρίζει τη μείωση και, ίσως, την κατάργηση του APL είναι ότι θα οδηγήσει σε χαμηλότερα ενοίκια. Και πίσω απ' αυτό, η ιδέα ότι μια απελευθερωμένη αγορά ακινήτων θα ήταν πιο αποτελεσματική. Πολλοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν αυτήν την ιδέα: με λιγότερες ρυθμίσεις, ίσως υπάρξουν περισσότερες εξώσεις, αλλά αν οι άνθρωποι ξαναβρίσκουν μετά πιο εύκολα ένα σπίτι, δεν υπάρχει πρόβλημα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες προσφέρουν ένα τέλειο παράδειγμα αυτής της προοπτικής: η αγορά ακινήτων είναι πολύ απελευθερωμένη εκεί και η ρευστότητά της είναι σημαντική. Το βιβλίο του Matthew Desmond επισημαίνει ότι, παρά τα όσα λένε οι οικονομολόγοι, μπορεί να μην έχουν καταλάβει πλήρως πώς λειτουργεί η αγορά ακινήτων, διότι αυτή η μεγαλύτερη ρευστότητα δεν συνοδεύτηκε από λιγότερες δυσκολίες στην εύρεση κατοικιών για τους φτωχότερους, κάθε άλλο μάλιστα, και οι συνέπειες πάνω στη φτώχεια ήταν εν γένει τρομερές: τα νοικοκυριά αναγκάζονται συνεχώς να μετακινούνται, στερούνται των τοπικών πόρων τους, δεν μπορούν να επενδύσουν σε γειτονιές όπου βρίσκονται μόνο για λίγο περιμένοντας την επόμενη έξωση... Και για τη Γαλλία, θα ήταν καλό να κοιτάξουμε προς τα εκεί τι συμβαίνει για να μάθουμε τι μπορεί να μας περιμένει.
'Οπως και να έχει, για να απαντηθεί η αρχική μου ερώτηση "που πηγαίνουν τα χρήματα των φτωχών;", χωρίς να εξαντλούμε το θέμα, μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει ένα σημαντικό μέρος που πηγαίνει σε αυτούς και αυτές που ξέρουν πώς να εκμεταλλευτούν τη δυστυχία των άλλων. 'Οταν εστιάζουμε στις δαπάνες των φτωχών, δεν θα έβλαπτε απαραίτητα τη δημόσια συζήτηση αν αφήναμε κατά μέρος τις εκούσιες δαπάνες και εξετάζαμε τις αναγκαστικές δαπάνες. Υπάρχουν μερικά πολύ σοβαρά ερωτήματα. Που επιφέρουν απαντήσεις που αναμφίβολα δεν θα είναι ομόφωνες. Αλλά αξίζει να ξεκινήσει η συζήτηση.
Denis Colombi
Μτφ. Σ.Σ.