“ΟΙ ΕΡΩΤΙΚΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ της Αρχαιότητας έγραφαν σε μια γλώσσα σπαρταριστά ζωντανή, όχι τόσο για να θαυμαστούν από τους φιλολόγους όσο για να διαβαστούν από τους φυσικούς πελάτες κάθε ερωτικής ποίησης, τους νέους και τους ερωτευμένους” γράφει ο Σπύρος Καρυδάκης στην εισαγωγή του βιβλίου του με “Καυτό μέλι-Αρχαία Ελληνικά ερωτικά ποιήματα από άντρες για άντρες & ερωτολογικός σχολιασμός”, το οποίο περιλαμβάνει ερωτικά ποιήματα και αποσπάσματα μεγάλων δημιουργών όπως ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, αλλά και ανώνυμοι και ελάσσονες. Από τον Όμηρο και την αρχαική εποχή,τον Σόλωνα, τον Αλκαίο, τον Ίβυκο, τον Θέογνι μέχρι τον 4ο μΧ. Το ύφος των αποσπασμάτων ποικίλλει και άλλοτε είναι γλυκόπικρο, άλλοτε εξομολογητικό και άλλοτε σκωπτικό-ο συγγραφέας ευτυχώς δεν φοβάται να αποδώσει με θάρρος αυτούσιες τις έννοιες, ακόμα και αν, κάποιες φορές, τους σύγχρονους φαντάζουν απρεπείς. “Αποδυθήκαμε σ'αυτή την αναβάπτιση στις πηγές με σκοπό να παρουσιάσουμε μια πιο αντικειμενική αλλά και πιο ζωντανή έποψη των αρχαιοελληνικών ομοερωτικών αντιλήψεων με τη σφύζουσα από τη ζωή, αγωνία για τη γνώση και αυτοκριτικό χιούμορ φωνή των ίδιων των Ελλήνων” γράφει χαρακτηριστικά στην εισαγωγή του. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ευρασία/Στιγμός με τα αποσπάσματα να παρατίθενται τόσο στην πρωτότυπη γλώσσα όσο και τη σύγχρονη απόδοσή τους.
Επιλογή αποσπασμάτων: Τίνα Μανδηλαρά
Έπεσα στην παγίδα του Έρωτα, εγώ που μήτε στ’ όνειρο
δεν ήξερα φλόγα αρσενική να βόσκω στην ψυχή μου.
Έπεσα στην παγίδα. Κι όχι η λαγνεία για πράγματα κακά,
μα ένα βλέμμα ντροπαλό, δίχως να φταίξω, με απανθράκωσε.
Ας μαλακώσει, λοιπόν, των Μουσών ο πολύς κόπος· ο νους μου
ρίχνεται τώρα στη φωτιά με άχθος γλυκιάς οδύνης.
— Ελλ. ανθ. 12, 99
Ολόιδια όπως σ’ ανοιξιάτικο μπουρίνι, Διόδωρε,
κινδυνεύει ο έρωτάς μου στ’ απρόβλεπτο σου πέλαγος.
Και πότε φέρνεις την πολλή βροχή κι άλλοτε πάλι
αίθριος, τρυφερά χαμογελώντας, προβάλλεις μπρος στα μάτια μου.
Τυφλά περδινινίζομαι σαν ναυαγός στο φουσκονέρι,
τα κύματα μετρώντας αβοήθητος μες στη μεγάλη καταιγίδα.
Πες μου επιτέλους τον σκοπό σου, αγάπη ή μίσος;
Να δούμε σε τι κύμα κολυμπάω!
— Ελλ. ανθ. 12, 156
Δεν βλέπω τον ωραίο Διονύση. Μην τον άρπαξες,
Δία μου, να κερνάει κι αυτός τους Αθανάτους;
Αητέ μου, τ’ ομορφόπαιδο φτεροκοπώντας πώς κουβάλησες;
Μπας κι έχει πουθενά γρατζουνιστεί απ’ τα νύχια σου;
— Ελλ. ανθ. 12, 67
Θρασύβουλε, ο έρωτας των αγοριών σ’ έχει ψαρέψει,
φυσομανάς σαν το δελφίνι, που πεταμένο στη στεριά
το κύμα λαχταράει. Κι ούτε το ξίφος του Περσέα
δεν θ’ αρκούσε για να ξεσκίσει το δίχτυ που σε δένει.
— Ελλ. ανθ. 11, 52
...Και για τα τρυφερά τ’ αγόρια, τραγούδι πες μελένιο
(γιατί πρέπει να ξέρεις πως) <...>
όσοι άνθρωποι γεννιούνται δεν μπορούν να ξεφύγουν του θανάτου,
αν είσαι σοφός κι έχεις βαθύ μυαλό.
Ανόητοι! ούτε τρίχα δεν πέφτει χωρίς να θέλει η μοίρα.
Γι’ αυτό, ξέροντας πως οι θλίψεις όλο αυξάνουν, ας πίνουμε κρασί
παρέα, αγόρι μου, προτού περάσουμε τον βαθυρρέματο Αχέροντα.
— Αλκαίος, P. Oxy. x. 1233, fr. 8
Διόνυσε, που ο δαμαστής Έρωτας
και οι σκοτεινομάτες Νύμφες
και η ρόδινη Αφροδίτη
παίζουν μαζί σου και χορεύετε
στις ψηλές κορφές, στα όρη,
στα πόδια σου πέφτω, δείξε μου εύνοια,
έλα ν’ ακούσεις την ευχή μου
που έφτιαξα να σου χαρίσω·
στον Κλεόβουλο γίνε σύμβουλος
αγαθός, για να δεχτεί,
βασιλιά, τον έρωτά μου.
— Ανακρέων, απ. 12
Στείλε, προσκάλεσέ τον! όλα έτοιμα! όμως αν έρθει
τι θα κάνεις; Αυτομέδων, ομολόγησέ το στον εαυτό σου!
Αυτή που την είχες ντούρα, τώρα πιο μαλακή από χόρτο
νεκροζώντανη κρύφτηκε ανάμεσα στα μπούτια.
Πολλοί θε να γελάσουνε με σένα αν βάλεις πλώρη
ξυλάρμενος, δίχως κουπί για να κωπηλατήσεις!
— Αυτομέδων, Ελλ. ανθ. 11, 30
Σου ’δωσα φτερά για να πετάξεις πάνω από τ’ απέραντο
πέλαγο και να υψωθείς ανάλαφρα απ’ τη γη,
σε γιορτές και σε τραπέζια να βρεθείς,
σε στόματα πολλά που θα λεν για σένα επαίνους,
και με λυγερόφωνους αυλούς νεαροί άντρες,
φρόνιμα ερωτιάρηδες, τραγούδια θα λεν για σε
όμορφα και γλυκά. Κι όταν θα μπεις στο μαύρο χώμα,
στ’ ανάκτορα του Άδη που βουίζουν απ’ τους θρήνους,
δεν θα χάσεις τη δόξα, ούτε και τότε που θα ’σαι πεθαμένος,
μα θα σε τραγουδούν οι άνθρωποι και θα ’χεις όνομα αθάνατο,
Κύρνε, σ’ όλη την Ελλάδα θ’ αντηχεί και στα νησιά,
πάνω απ' την ατέλειωτη θάλασσα με τα πολλά της ψάρια
ταξιδεύοντας όχι σε σέλα αλόγου μα στα φτερά
που θα σου δίνουν τα δώρα μου των Μουσών
των στεφανωμένων με γιούλια· και οι κατοπινοί το ίδιο
θα τραγουδούν για σένα, όσο θα υπάρχουν Γη και Ήλιος.
Και για όλα τούτα, ούτε που μου δείχνεις λιγάκι σεβασμό,
μα σαν μικρό παιδί με κοροϊδεύεις με τα ψέματά σου!
— Θέογνις, 237–254