Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ, η συγκρότηση και οι βηματισμοί του νέου ελληνικού κράτους θα συνεχίσουν να γεννούν ερευνητικά ερωτήματα. Δεν είναι πια μόνο οι ιστορικοί που χειρίζονται αυτό το κεφάλαιο αλλά και κόσμος που προέρχεται από άλλες κοινωνικές επιστήμες και ακόμα άνθρωποι που, αν και δεν διαθέτουν τυπικούς τίτλους, δείχνουν ενδιαφέρον κυρίως για τοπικές, αρχειακές πηγές και, φυσικά, για τις εμβληματικές ή τις αποσιωπημένες προσωπικότητες του Αγώνα. Αυτά όλα γίνονται από χρόνια και ας φαίνονται σε κάποιους εφέ της συγκυρίας, όπου απλώς πύκνωσαν πολύ οι δημοσιεύσεις και οι εκδηλώσεις για να συμπέσουν με την επέτειο των 200 χρόνων.
Όμως, ας μην έχουμε αυταπάτες. Όλο αυτό το υλικό και ιδίως η σχέση μεταξύ της Επανάστασης και του μετέπειτα κράτους είναι και μια ιδεολογική πρόκληση. Γύρω από τον τοκετό της Επανάστασης και της ελληνικής ανεξαρτησίας παίζεται ένα παιχνίδι όπου μιλάμε για διαφορετικά πράγματα και όχι πια για τον αγώνα της ανεξαρτησίας ή τις συνθήκες που διαμόρφωσαν τη νέα ελληνική κοινωνία.
Η σκηνή της Επανάστασης γίνεται αφορμή και σημείο αφετηρίας που συχνά χάνεται πίσω από τις υστεροβουλίες του παρόντος. Πίσω από τα πρόσωπα και τα θέματα της Επανάστασης βλέπουμε να προβάλλει μια συζήτηση για τη δημοκρατία, τον λαό, τις ελίτ. Ποιοι έκαναν την Επανάσταση και ποιοι κέρδισαν; Είναι το ελληνικό κράτος, που οικοδομήθηκε στη συνέχεια, μια προδοσία, μια διαστρέβλωση ή άρνηση των αρχών του ’21 και των λαϊκών ενεργειών που αποδεσμεύτηκαν τότε;
Φυσικά, τα ίδια θέματα είχαν απασχολήσει πολύ την αριστερά του Μεσοπολέμου, από τον Κορδάτο μέχρι τον Γιάννη Ζέβγο και άλλους, που με τους όρους εκείνης της εποχής έβλεπαν μια ολιγαρχία «αστοτσιφλικάδων» απέναντι στον λαό των φτωχών αγροτών που έκαναν ουσιαστικά την Επανάσταση. Τέτοια λεξιλόγια θεωρούνται πια απαγορευτικά, αλλά πολλές αναλύσεις καταλήγουν περίπου στα ίδια συμπεράσματα.
Η πολιτική δυναμική που έφερε στη ζωή τους ελληνικούς συνταγματικούς και δημοκρατικούς θεσμούς είχε εξαρχής διπλή υπόσταση, έναν καταστατικό διχασμό: συνύφανε θερμά και ψυχρά ρεύματα, λαϊκές μαχητικές στιγμές με την προσπάθεια για οικοδόμηση θεσμών, διοίκησης και μηχανισμών διακυβέρνησης. Ποτέ δεν ήταν αποκλειστικά είτε μόνο το ένα είτε μόνο το άλλο.
Η σύγχρονη, όμως, κοινότητα των ιστορικών, παρά τις αντιθέσεις που εξακολουθούν να τη διαπερνούν, φαίνεται πως έχει προσπεράσει από καιρό τα απλοϊκά δίπολα, ανιχνεύοντας επί μέρους παράγοντες και πραγματικότητες. Λόγου χάρη, την περιπλοκή των φιλελληνισμών, τα οικονομικά της Επανάστασης, τις σύνθετες συμμαχίες που δεν κατασκεύαζαν στρατόπεδα αλλά καιροσκοπικούς σχηματισμούς με ρευστές φιλίες/αντιπαλότητες. Άλλο, φυσικά, οι ιστορικοί ως πρόσωπα με προτιμήσεις, φιλίες και αντιπαλότητες πολιτικές. Μιλάμε για τα έργα και τις ερμηνείες τους.
Είναι, λοιπόν, περισσότερο ο ακραίος κομματικός ανταγωνισμός του καιρού που ξαναστήνει στα πόδια τους παλιά σχήματα, παρά η ιστορική γνώση και έρευνα. Σαν κάποιος να ξαναθυμάται τους βασιλιάδες και τον αντιδραστικό τους ρόλο στην Ευρώπη της Ιεράς Συμμαχίας επειδή είδε τον Κάρολο προσκεκλημένο του Μητσοτάκη ή να αναθεματίζει τις ελίτ επειδή διάβασε το μενού του σεφ Λαζάρου και διαπίστωσε την απόσταση που το χωρίζει από τον μπακαλιάρο του ελληνικού σπιτιού της 25ης Μαρτίου.
Έτσι, η επιστροφή σε θέματα και πρόσωπα του αγώνα του Εικοσιένα διαλύεται μέσα σε κάτι διαφορετικό: σε έναν πολιτισμικό πόλεμο, αυτήν τη φορά γύρω από «συστημικά» ή «αντισυστημικά» σύμβολα και εκδοχές όπου επικρατούν αυθαίρετες συσχετίσεις σημερινών εικόνων με τα χρόνια της Επανάστασης. Έχουμε ήδη ένα φιλελεύθερο συνταγματικό, ένα συντηρητικό-χριστιανικό και ένα χειραφετητικό και περίπου αντιιμπεριαλιστικό Εικοσιένα, όχι με τους όρους που είχαν οι ιδέες της εποχής εκείνης αλλά ως προβολές σημερινών αξιώσεων και φιλοδοξιών.
Ως προς αυτό, οι καινούργιες εκδόσεις, οι επανεκδόσεις κλασικών έργων και η ροή ενημερωμένου δημόσιου λόγου φαίνεται πως δεν μπορούν να κάνουν πολλά. Η μάχη ταυτοτήτων εξοφλεί λογαριασμούς των μνημονιακών χρόνων ή και της τελευταίας εξαετίας.
Όμως έτσι δεν θα συνέβαινε ούτως ή άλλως; Σε έναν βαθμό ναι, έτσι θα συνέβαινε, όπως είχε γίνει και με τα 200 χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης, με τη διαμάχη φιλελεύθερων και ιακωβινικών-ριζοσπαστικών προσεγγίσεων. Δεν υπήρξε, ούτε θα μπορούσε να υπάρξει ενιαία και ομόθυμα αποδεκτή αφήγηση της Ελληνικής Επανάστασης, πόσο μάλλον των όσων ακολούθησαν με την ίδρυση του ελληνικού κράτους.
Ωστόσο, αυτό που βλέπουμε τώρα χαρακτηρίζεται από ένα ηχηρό παράδοξο: ενώ οι επεξεργασμένες εκδοχές από αριστερούς, φιλελεύθερους ή πιο συντηρητικούς ιστορικούς συνομιλούν περισσότερο μεταξύ τους, συνθέτοντας μια ευρύχωρη κατανόηση της Επανάστασης και των όσων ακολούθησαν, τα ακροατήρια δεν ακολουθούν. Οι καταναλωτές της δημόσιας Ιστορίας αντιστέκονται σθεναρά, ζητώντας περισσότερο μια αποστομωτική ιδεολογική χρήση της Ιστορίας προς ικανοποίηση των άμεσων αναγκών τους.
Πρώτον, επιζεί και χαίρει ακόμα άκρας υγείας η κλασική, ηρωολατρική, αποθεωτική εκδοχή, που την είδαμε και στο κείμενο περί «έρωτος ελευθερίας» του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά. Θα την έλεγε κανείς έναν δεξιό ιδεαλισμό της βούλησης που στέκεται σε ένα ακάματο εθνικό φρόνημα, πέρα και πάνω από κοινωνικές συνθήκες ή διεθνείς συγκυρίες. Αυτή η πιο παραδοσιακή προσέγγιση, που μοιάζει ξεσηκωμένη από τις σχολικές γιορτές και τη ρητορική της παρέλασης, παραμένει πιθανότατα πλειοψηφική και πιο λαϊκή. Όμως δεν έχει πια προσβάσεις στον λόγο των ειδικών, των δημόσιων διανοουμένων ή των «μεσολαβητών» στα social media.
Στην άλλη πλευρά διακινείται η άποψη ότι το δημοκρατικό και κοινωνικό νόημα του Αγώνα θάφτηκε κάτω από τους φρακοφορεμένους μιας διεφθαρμένης ελίτ. Το ίδιο σχήμα που εμπνέει επί δεκαετίες και όσους αντιδυτικούς διανοούμενους βλέπουν την ήττα του κοινοτικού ελληνισμού στην ίδρυση του κακέκτυπου «ελλαδικού κρατιδίου» επιστρέφει σαν διαμάχη για τη δημοκρατία και την Επανάσταση. Κινείται συνεχώς με έναν διαχωρισμό: βλέπει από τη μια τη λαϊκή ενέργεια και βούληση και από την άλλη τους αιώνιους Μαυροκορδάτους που «παζαρεύουν», «προδίδουν», ξεχνούν τις υποσχέσεις τους ή υποτάσσονται στους ξένους, για να διαιωνίσουν την κυριαρχία τους και να αποκλείσουν τον λαϊκό παράγοντα.
Όσο περισσότερο εκλεπτύνεται η κριτική κατανόηση της νέας ελληνικής πορείας και συμφιλιώνεται με την πολυπλοκότητα που έχουν οι σχέσεις εξουσίας και οι ιδέες στα ιδρυτικά της νεωτερικότητας χρόνια, τόσο πιο έξαλλος και ανερμάτιστος γίνεται ο ιδεολογικός πόλεμος. Εκτρέπεται ήδη σε πολιτισμική απέχθεια για πραγματικές ή φανταστικές αντίπαλες ταυτότητες. Γίνεται αλλεργική αντίδραση αντί για «αναστοχασμός».
Αρκεί να δει κανείς πως πολλοί επικαλούνται ακόμα έναν εχθρικό εκσυγχρονισμό, ο οποίος όμως, ως συλλογισμός, έχει βάλει πολύ νερό στο κρασί του και δεν εμφανίζεται πια με τους όρους των προηγούμενων δεκαετιών. Όσο πιο πολλά μοιράζονται όμως οι σοβαρές ερμηνείες, τόσο πιο απόλυτο εμφανίζεται το ρήγμα μεταξύ ασπόνδυλων «συστημικών» και «αντισυστημικών» λόγων. Κι αυτό βέβαια δεν είναι χωρίς συνέπειες. Υπονομεύει ανοιχτά ό,τι ο Γιάννης Βούλγαρης ονομάζει αναστοχασμό που υπερβαίνει την αυτοαποθέωση και το εθνικό αυτομαστίγωμα. Κι αυτό γιατί η ίδια η σκέψη για την Επανάσταση και τη συγκρότηση του εθνικού κράτους δεν χρειάζεται πια ούτε τον συμβατικό αντιλαϊκισμό, που άλλωστε έχει εγκαταλειφθεί σε μεγάλο βαθμό, ούτε τη δαιμονοποίηση των ελίτ.
Η πολιτική δυναμική που έφερε στη ζωή τους ελληνικούς συνταγματικούς και δημοκρατικούς θεσμούς είχε εξαρχής διπλή υπόσταση, έναν καταστατικό διχασμό: συνύφανε θερμά και ψυχρά ρεύματα, λαϊκές μαχητικές στιγμές με την προσπάθεια για οικοδόμηση θεσμών, διοίκησης και μηχανισμών διακυβέρνησης. Ποτέ δεν ήταν αποκλειστικά είτε μόνο το ένα είτε μόνο το άλλο αλλά ένας εύθραυστος συμβιβασμός που άλλοτε οδηγήθηκε σε τραγικά αδιέξοδα με δικτατορίες και εκρήξεις πολιτικής βίας και άλλοτε σε πιο επιτυχημένες συνθέσεις.
Δεν περιμένει κανείς, φυσικά, να τερματιστούν οι ιστοριογραφικές ή πολιτικές διαμάχες. Δεν θα ήταν μόνο αδύνατο αλλά και ανεπιθύμητο και σημάδι παρακμής. Μια συζήτηση, όμως, που χρησιμοποιεί το παρελθόν μόνο και μόνο για την ιδεολογική του χρήση δεν έχει να προσφέρει πολλά ούτε στη γνώση ούτε στην πολιτική. Και αν ένας κίνδυνος αυτής της επετείου –που συζητήθηκε πολύ‒ ήταν, και είναι ακόμα, ο κορεσμός της επισημότητας και ένας πληθωρισμός ευκαιριακών και συχνά ασύνδετων δρώμενων, ο άλλος κίνδυνος είναι πάντα η νεκρανάσταση φθαρμένων ιδεολογημάτων. Έστω, με καινούργιες συσκευασίες.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.