«Όταν ανεβαίνω, βιώνω ένα αίσθημα ηρεμίας, η στιγμή γίνεται χαρμόσυνη και σοβαρή ταυτόχρονα. Σκαλί- σκαλί, όσο ο ορίζοντας ανεβαίνει, μοιάζει ο νους να προβάλλεται σε ευρύτερες τροχιές, όταν όλα γίνονται χωρικά πιο ευρεία, όταν οι πνεύμονές σου αναπνέουν πιο ορμητικά, το πνεύμα κινείται με ταχεία ενεργητικότητα, κυριαρχεί η αισιοδοξία». Στα τέλη της δεκαετίας του ’40, η ανέγερση της Unité d’Habitation, γνωστής ως Πολυκατοικία της Μασσαλίας, ανατίθεται στον Λε Κορμπιζιέ.
Σε μια περίοδο μεγάλης στεγαστικής κρίσης, ο πρωτόπορος μοντερνιστής αρχιτέκτονας που πιστεύει στη δυναμική της κατακόρυφης πόλης βλέπει αυτή την κοινωνική κατοικία των 337 διαμερισμάτων και των 1.600 κατοίκων ως μια ευκαιρία να δημιουργήσει ένα υπέργειο σημείο συγκέντρωσης της ζωής, ένα μέρος συστηματικής χρήσης και διεξόδου για τους κατοίκους. Έχοντας οραματιστεί το δώμα ως μια μεγάλη βεράντα, ως το σημείο της πολυκατοικίας που μπορεί να αντικαταστήσει ακόμα κι ένα ταξίδι με υπερωκεάνιο, ο Ελβετός αρχιτέκτονας φτιάχνει με εμφανές μπετόν εγκαταστάσεις που φέρνουν σε υπερμεγέθη γλυπτά, οργανώνει χώρους για σωματική άσκηση, για παιχνίδι, φτιάχνει μια ρηχή πισίνα και στρέφει το βλέμμα από το αστικό τοπίο προς τη θάλασσα και τις γύρω βουνοκορφές.
Tο φαινόμενο της εγκαταλελειμμένης ταράτσας, που χαρακτηρίζει το αθηναϊκό τοπίο, παραμένει ένα μεγάλο αναπάντητο ερώτημα και την ίδια στιγμή ένα τεράστιο ανεκμετάλλευτο χωρικό δυναμικό, του οποίου η αναβάθμιση μπορεί να συμβάλει αισθητά στην καλύτερη αστική ζωή.
Ο Ελβετός αρχιτέκτονας έβλεπε το δώμα ως το μέρος των κτιρίων που θα μας φέρει σε επαφή με το φυσικό φως, τον ουρανό και τον αέρα, που μας αναζωογονεί και συμβάλλει στην πνευματική διαύγεια, που μας βοηθάει να επιστρέψουμε στη γη που καλύπτουν με τα θεμέλιά τους οι πολυκατοικίες.
«Η εικόνα της πόλης από ψηλά είναι ένα πυκνό χαλί από αμέτρητες άδειες ταράτσες. Αυτό το φαινόμενο της εγκαταλελειμμένης ταράτσας, που χαρακτηρίζει το αθηναϊκό τοπίο, παραμένει ένα μεγάλο αναπάντητο ερώτημα και την ίδια στιγμή ένα τεράστιο ανεκμετάλλευτο χωρικό δυναμικό, του οποίου η αναβάθμιση μπορεί να συμβάλει αισθητά στην καλύτερη αστική ζωή», κατά τους en-route-architecture, το αρχιτεκτονικό γραφείο που δραστηριοποιείται στην Αθήνα του σήμερα.
Το γεγονός ότι είμαστε μια χώρα που παρουσιάζει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά ιδιοκτησίας στον κόσμο μεταφράζεται στη συμπεριφορά μας, στη σχέση μας με τους κοινόχρηστους χώρους είτε της πολυκατοικίας είτε της πόλης, όπως παρατηρούν οι αρχιτέκτονες. «Η Αθήνα αναπτύχθηκε δίνοντας προτεραιότητα στον ιδιωτικό χώρο. Το αποτέλεσμα είναι οι κοινόχρηστοι και δημόσιοι χώροι να μην έχουν κάποια ξεκάθαρη ταυτότητα και κανόνες χρήσης, οδηγώντας σε μια εικόνα εγκατάλειψης».
Οι ταράτσες, όμως, είναι ένας χώρος εκτός των ορίων της προσωπικής μας ιδιοκτησίας. «Ενώ η Αθήνα είναι μια πόλη με μεγάλη ανάγκη από κοινόχρηστους χώρους και παρόλο που το κλίμα ευνοεί τη χρήση των εξωτερικών χώρων για μεγάλο μέρος του χρόνου, η αμηχανία της διαπραγμάτευσης ενός χώρου που δεν είναι αποκλειστικά δικός μας αποτελεί έναν μεγάλο, αποτρεπτικό παράγοντα όσον αφορά τη χρήση των ταρατσών».
Οι ίδιοι ανακαίνισαν και εκσυγχρόνισαν ένα τυπικό κτίριο πολλαπλών διαμερισμάτων που βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας. Η πενταώροφη πολυκατοικία υποβλήθηκε σε πλήρη μεταμόρφωση προκειμένου να προσαρμοστεί στον σύγχρονο τρόπο ζωής και παράλληλα να έχει συνοχή με την υπάρχουσα δομή και το άμεσο αστικό περιβάλλον.
Το κτίριο είναι γωνιακό και στέκεται μεταξύ του λόφου του Λυκαβηττού και της Νεάπολης. Σχεδιασμένο τη δεκαετία του 1960 από τους αρχιτέκτονες Νίνα και Νικόλα Δημητριάδου, έχει έναν δυνατό ογκοπλαστικό χαρακτήρα, χαρακτηριστικό της μπρουταλιστικής αρχιτεκτονικής της εποχής του. Οι τρεις πλευρές του είναι εκτεθειμένες στο φως του ήλιου και τη θέα. Η τοποθεσία του στον περιφερειακό δρόμο του Λυκαβηττού, στην οδό Σαρανταπήχου, επιτρέπει μια μοναδική αίσθηση στο μεταίχμιο μεταξύ φύσης και πόλης.
Η ταράτσα με την εκπληκτική θέα της Αθήνας διαμορφώθηκε πλήρως για να γίνει ένας κοινόχρηστος χώρος που θα μοιράζονταν όλοι οι κάτοικοι. Αυτός ο προηγουμένως αχρησιμοποίητος χώρος μεταμορφώθηκε σε «δημόσιο σημείο συνάντησης» του κτιρίου και έγινε η νοητή συνέχεια κάθε καθιστικού στο εσωτερικό του. Στην Αθήνα, ένας τέτοιος κοινόχρηστος χώρος σε πολυκατοικία μοιάζει να είναι μια σπάνια παρέμβαση.
Οι en-route-architecture πιστεύουν πως οι σημερινοί αρχιτέκτονες έχουν μεγάλη ευθύνη να αναγνωρίσουν αυτές τις χαμένες χωρικές ευκαιρίες, να κατανοήσουν πώς έχουν προκύψει και να προσπαθήσουν να τις ανατρέψουν μέσα από παρεμβάσεις. «Η ανάλυση συγκεκριμένων συμπεριφορών σε σχέση με κάθε χώρο, όπως και η ανάλυση των παραμέτρων που χαρακτηρίζουν αυτούς τους χώρους, είναι σημαντική για τη δημιουργία χωρικών λύσεων που θα αμβλύνουν τις δυσκολίες».
Οι αθηναϊκές ταράτσες χαρακτηρίζονται από μεγάλο όγκο αχρησιμοποίητων κεραιών και μηχανολογικών συστημάτων. Συχνά η ασφάλεια αυτών των χώρων είναι υποβαθμισμένη, με χαμηλά στηθαία και δύσκολη πρόσβαση. Επίσης, η έλλειψη προστασίας από τον αθηναϊκό ήλιο και στοιχείων που να επιτρέπουν χρήσεις είναι λόγοι που καθιστούν αυτούς τους χώρους αφιλόξενους. «Αν επενδύσουμε στη βελτίωση αυτών των παραμέτρων, μπορούμε να δημιουργήσουμε τις σωστές συνθήκες για να ξεπεραστούν οι ενδοιασμοί και να επαναφέρουμε τη ζωή τις ταράτσες, προκειμένου να τις καταστήσουμε ένα αναπόσπαστο μέρος της αστικής μας καθημερινότητας».
Γκουγκλάροντας τις λέξεις-κλειδιά «ταράτσα, Αθήνα», τα αποτελέσματα που θα δείτε να εμφανίζονται αφορούν χώρους εστίασης. Κάποια από τα δώματα του κέντρου έχουν αξιοποιηθεί ως μπαρ και εστιατόρια, κάποια άλλα, λιγότερα, έχουν μετατραπεί σε θερινά σινεμά. Μια ταράτσα στην οδό Πειραιώς με προνομιακή θέα στην Ακρόπολη έχει χρησιμοποιηθεί και με τους δύο τρόπους, ενώ πριν από μερικά χρόνια ανανεώθηκε, αποκτώντας αρχιτεκτονικό σχεδιασμό.
Στην ταράτσα του μεσοπολεμικού κτιρίου του Bios, στον χώρο όπου βρισκόταν το παλιό πλυσταριό-αποθήκη, η ομάδα του Flux office επανασχεδίασε έναν μικρό χώρο εστίασης-café bar. «Βασικό ζητούμενο στον σχεδιασμό ήταν ο νέος χώρος να μη χάσει τον αυθεντικό χαρακτήρα του», όπως τονίζουν οι αρχιτέκτονες. Έτσι, χρησιμοποιήθηκε η παλέτα των υλικών του υπάρχοντος κτιρίου: μεγάλα βιομηχανικά κουφώματα, αρτιφισιέλ στους τοίχους, μάρμαρα, μωσαϊκά, παλιοί νεροχύτες στα WC.
Ο νέος χώρος έχει κρατήσει το παλιό περίγραμμα των αρχικών βοηθητικών χώρων που φιλοξενούσε η ταράτσα, έχοντας όμως τώρα μια πιο χαλαρή σχέση μαζί της, με τα μεγάλα μεταλλικά παράθυρα και τους αρθρωτούς φεγγίτες της οροφής να δίνουν στο χώρο την αίσθηση του ημι-υπαίθριου.
Στους τοίχους, όπου αυτό ήταν εφικτό, έχει κρατηθεί το παλιό επίχρισμα, με όλες τις φθορές. Στο δάπεδο, οι νέες παρεμβάσεις είναι διακριτές και φτιάχνουν μια νέα τοπογραφία με εμφανή τα ίχνη των παλαιών τοίχων. Όλη η επίπλωση του χώρου έχει γίνει από επανάχρηση βιομηχανικών επίπλων, ενισχύοντας την αίσθηση ότι ο χώρος ήταν πάντα εδώ, ότι ο χώρος ήταν πάντα έτσι.
Για τους αρχιτέκτονες του Flux office oι ταράτσες είναι οι «αόρατες» αποθήκες των ενοίκων, «είναι οι κατοικίες των περιστεριών, των άδειων γλαστρών, των κατεστραμμένων κεραιών, των ηλιακών θερμοσίφωνων, των αυθαίρετων κατασκευών. Παράλληλα, όμως, είναι τα σημεία της πόλης που είναι πιο κοντά στον ουρανό, τα σημεία απ’ όπου μπορούμε να τη βλέπουμε από πάνω σαν πουλιά. Τους αξίζει καλύτερη τύχη, να τους δοθούν νέες ευκαιρίες. Να γίνουν οι ταράτσες οι νέες διαδρομές της πόλης που θα δώσουν αυτό το “λοξό” βλέμμα από ψηλά».
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.