Δύο χιλιάδες χρόνια θα περιμένει μέχρις ότου ο ήλιος λιώσει την παγωνιά από τους κροτάφους του. Αλυσοδεμένος στην κορυφή ενός γυμνού βουνού, μόνος, ορθός, θεομίσητος, με το συκώτι του να σπαράζεται, το δέρμα του να φλέγεται, το βλέμμα του να σβήνει, τις αισθήσεις του να φυλλοροούν, τον λογισμό του να βουλιάζει, έχει ένα μόνο πέπλο να τον χωρίζει, σαν δίχτυ ασφαλείας, από την παράνοια: τις αναμνήσεις των ανθρώπων που τόσο ευεργέτησε και τόσο αγάπησε.
Εκεί στα ψηλά καρφωμένος, σπασμένος, εγκαταλελειμμένος, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Προμηθέας τα κατάλαβε όλα. Κατάλαβε ότι το άπειρο δεν είναι ποτέ αδρανές κι ότι αργά ή γρήγορα μας τυλίγει το μυστηριώδες τραγούδι του. Κατάλαβε ότι τα βήματα μιας ζωής που πλησιάζει την αλήθεια της, την ομορφιά της ή τον θεό της θα είναι πάντοτε διστακτικά και οδυνηρά. Κατάλαβε ότι το αληθινό τραγικό της ζωής αρχίζει, όταν οι περιπέτειες, τα χτυπήματα και τα ουρλιαχτά έχουν κοπάσει. Το αληθινό τραγικό αρχίζει όταν ο θόρυβος του όχλου σταματά.
Σκέφτηκε ν’ αγκαλιάσει σφιχτά τα βράχια μέχρις ότου γίνει ένα με αυτά. Ίσως τότε να μην τον ένοιαζε πια η αδιαφορία της βροχής. Ίσως τότε να τον ξεχνούσαν οι θεοί, να τον βαριόντουσαν οι αετοί, να τον ξέγραφε το Σύμπαν. Καθόλου δεν τον φόβιζε αυτό. Το μόνο που βασάνιζε τη σκέψη του ήταν εάν, και πότε, θα τον ξεχνούσαν οι άνθρωποι.
Βρυχηθμοί, λεονταρισμοί και μία αμείωτη ένταση φωνής που συγχέεται με υποκριτικό πάθος: αυτά ήταν, δυστυχώς, τα βασικότερα υποκριτικά γνωρίσματα της βραδιάς, ειδικότερα όσον αφορούσε τις ανδρικές ερμηνείες, που έμοιαζαν απορροφημένες σε έναν άτυπο διαγωνισμό αρρενωπότητας και τεστοστερόνης. Τι κερδίζει, άραγε, όποιος φωνάξει πιο «αντρικά»;
Τους έβλεπε συχνά, σχεδόν συνέχεια. Τους φανταζόταν να μαγειρεύουν, να τρώνε αχνιστούς ζωμούς, να χτίζουν σπίτια, να ξεθάβουν χαλκό κι ασήμι, να κάνουν θυσίες, να μελετούν τα σπλάχνα των ζώων, να ταξιδεύουν. Να ζούνε μια ζωή χωρίς φόβο. Χάρη σ’ εκείνον.
Ήξερε, βέβαια, ότι η πρόοδος δεν καταργεί τον Χρόνο, παρόλο το μεγαλείο της. «Τώρα όσο πάει και σβήνει / η αμάντευτη και ιερή φωτιά / που μ’ είχεν αναρπάσει».¹ Τώρα, κουράστηκαν τα θύματα, κουράστηκαν και οι επαναστάτες: Πόσες φορές δεν έχουν δει τη βίαιη επανάληψη των πραγμάτων, τους τυράννους να γκρεμοτσακίζονται και άλλους, νέους, να παίρνουν τη θέση τους;
Δύομισι χιλιάδες χρόνια μετά, η «αμάντευτη και ιερή φωτιά» τείνει να σβήσει. Ο κόσμος έχει ξαναπάρει την πραγματική, σκοτεινή όψη του. Ο Προμηθέας –αυτός που πολέμησε θεούς και δυνάστες με όλο του το είναι– βρίσκεται ακόμη αλυσοδεμένος. Ο αετός που του έτρωγε το συκώτι μάλλον αποκοιμήθηκε στους ήχους της μουσικής, λέει ο Κοτ. Οι θεοί δεν είναι πια θυμωμένοι. Η τραγωδία του «παράλογου αντάρτη» του Καμύ δείχνει να έχει ξεθυμάνει.
Οδεύουμε, αλήθεια, προς το τέλος; Έχει εκπνεύσει η ελπίδα της εξέγερσης ή μήπως στροβιλιζόμαστε ακόμα μέσα της, και το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να ενωθούμε με τις υπόγειες επαναστατικές ροές;
Ελεύθερος και δεσμώτης, ευεργέτης και βλάσφημος, προφήτης και μάρτυρας, ο Προμηθέας συνεχίζει να δίνει θάρρος στον Χορό των Ωκεανίδων όπως πρωτύτερα είχε εμψυχώσει τους ανθρώπους – μια δύναμη υψηλότερη από εμάς, η οποία παρεμβαίνει όποτε αρχίζουμε να διεκδικούμε τη μεγαλοσύνη μας και να υπερασπιζόμαστε την αυθεντικότητά μας. Ακαταμάχητη κίνηση, πέρα από την εξουσία του όποιου τυράννου. Και πώς να την αποτυπώσουμε σκηνικά; Πώς ν’ αποδώσουμε αυτόν τον φλογισμένο διάλογο που εκτυλίσσεται στο διηνεκές;
Ο Άρης Μπινιάρης ανταποκρίθηκε στο απαιτητικό αυτό κάλεσμα με τον δικό του χαρακτηριστικό τρόπο. Δημιούργησε επί σκηνής ένα γυμνό, δυστοπικό σύμπαν, όπου όλα έχουν βαφτεί γκρίζα ή μαύρα.
Η εκκίνηση της δράσης μοιάζει να μας μεταφέρει στις παρυφές ενός άλλου Γκόθαμ Σίτι, εκεί όπου ο υπερήρωας Προμίθεους έχει αιχμαλωτιστεί σε μια ψηλή κολόνα-πύργο και οι εκπρόσωποι της διεφθαρμένης κρατικής εξουσίας τον επισκέπτονται ένας ένας επιδιώκοντας να εκμαιεύσουν το μυστικό του. Το γκόθικ στάιλινγκ εμπλουτίζεται εύστοχα από μια S&M εσάνς, με τα ατσαλάκωτα κοστούμια και τα λευκά πρόσωπα των εξουσιαστών να συνοδεύονται ανελλιπώς από αλυσίδες βασανιστηρίων και μάσκες «Χάνιμπαλ» για τους ακολούθους τους.
Από τα πρώτα λεπτά καθίσταται φανερό ότι ο τόνος και ο ρυθμός της παράστασης θα εξελιχθούν μέσα σε κλίμα ιδιαίτερα πιεστικό και βίαιο. Προτού καν αρχίσει το οτιδήποτε, η κορύφωση έχει σχεδόν επιτευχθεί για τους συμμετέχοντες.
Εμείς, με τη σειρά μας, χωρίς καθόλου foreplay, καλούμαστε να συντονιστούμε στα βιαστικά με τους ηθοποιούς, που βρίσκονται ήδη σε τρομερή υπερδιέγερση εκφέροντας κάθε φράση λες και θα είναι η τελευταία τους.
Προσφέρει μια ίντριγκα όλο αυτό, να σε γραπώνουν ξαφνικά από τον λαιμό και να σου λένε «παίξε», οπότε αποδεχθήκαμε την πρόσκληση για μια συνεύρεση με όρους θρίλερ, πιστεύοντας ότι και το είδος αυτό έχει την αξία του.
Παρά την περιπετειώδη διάθεσή μας, όμως, η ικανοποίηση διαρκώς διέφευγε, δίνοντας τη θέση της στην ολοένα αυξανόμενη δυσφορία. Καπνοί, φώτα-αχτίνες, μουσική στη διαπασών, άνδρες που διαγωνίζονται ποιος θα φωνάξει περισσότερο, όλα αυτά δεν συνιστούν συνήθως μια πραγματικά διεγερτική εμπειρία αλλά ένα θορυβώδες, επιδεικτικό σόου.
Ο επαναστατημένος άνθρωπος δεν είναι ένα λιοντάρι που βρυχάται ανοήτως∙ ο επαναστατημένος άνθρωπος, γράφει ο Καμύ, είναι ένας άνθρωπος που λέει «όχι». Και το «όχι» αυτό αναδύεται από τα βάθη της ύπαρξής του.
Στην ερμηνεία του Γιάννη Στάνκογλου ως Προμηθέα δεν βιώσαμε ούτε μια υποψία εσωτερικότητας και πειθούς. Δεν μπορέσαμε να κοιτάξουμε ούτε μια στιγμή μέσα στην ψυχή του. Ο αδιάκοπος μελοδραματισμός του, κατευθυνόμενος πότε προς το παράπονο και πότε προς το bravado, μάς έσπρωχνε ανελλιπώς μακριά – ακόμη περισσότερο όταν συνδυαζόταν με τους ποντιακούς τριγμούς και στεναγμούς του βιολοντσέλου, που ξεσπούσε τονίζοντας υπερεμφατικά το νόημα των φράσεων-κλειδιών («πονάω γιατί συμπόνεσα»).
Η απόπειρα εκβιασμού του συναισθήματος επιτυγχάνει πάντοτε το αντίθετο αποτέλεσμα. Βρυχηθμοί, λεονταρισμοί και μία αμείωτη ένταση φωνής που συγχέεται με υποκριτικό πάθος: αυτά ήταν, δυστυχώς, τα βασικότερα υποκριτικά γνωρίσματα της βραδιάς, ειδικότερα όσον αφορούσε τις ανδρικές ερμηνείες, που έμοιαζαν απορροφημένες σε έναν άτυπο διαγωνισμό αρρενωπότητας και τεστοστερόνης. Τι κερδίζει, άραγε, όποιος φωνάξει πιο «αντρικά»;
Επιδιώκοντας να δραπετεύσουν από αυτόν τον ασφυκτικό κλοιό, οι νεαρές γυναίκες του Χορού κινήθηκαν δυναμικά και ομόπνοα. Υιοθετώντας, όμως –όπως όλοι άλλωστε– μία υπερβολικά ασθμαίνουσα εκφορά του λόγου, οδηγήθηκαν κι εκείνες σε αλλεπάλληλες εξάψεις και εξάρσεις συναισθηματισμού.
Εγκλωβισμένη στα ψιλόλιγνα, σαν οστά, ξυλοπόδαρά της, η Ηρώ Μπέζου ερμήνευσε με αντίληψη κι ευαισθησία τον ρόλο της οιστρόπληχτης, καταδαγκωμένης και πανταχόθεν κυνηγημένης Ιούς, αποστέλλοντας μερικούς γνήσιους κυματισμούς συγκίνησης προς το μέρος μας.
Και φυσικά, σταθερός σύμμαχος και πηγή ανακούφισής μας καθ' όλη τη διάρκεια της βραδιάς, η γόνιμη, σαγηνευτική μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα.
1. Ο Τέλλος Άγρας μεταφράζει Ζαν Μωρεάς
Υ.Γ. Ανάμεσα στα βιβλία που χρησιμοποιήθηκαν για το παρόν κείμενο είναι: «Ο θησαυρός των ταπεινών» του Μωρίς Μέτερλινκ (Printa), η «Θεοφαγία» του Γιαν Κοτ (Εξάντας-Νήματα), και «Ο επαναστατημένος άνθρωπος» του Αλμπέρ Καμύ (Πατάκης).
Ο Προμηθέας Δεσμώτης, παρουσιάζεται από 30/8 έως και 26/9 σε Θέατρα της Αττικής:
30 Αυγούστου: Πετρούπολη, Θέατρο Πέτρας
1 Σεπτεμβρίου: Ηλιούπολη, Δημοτικό Θέατρο Άλσους Ηλιούπολης
5 Σεπτεμβρίου: Φάληρο, Faliro Summer Theater
7 Σεπτεμβρίου: Βύρωνας, Θέατρο Βράχων Μελίνα Μερκούρη
15 Σεπτεμβρίου: Βριλήσσια, Θέατρο Βριλησσίων Αλίκη Βουγιουκλάκη
16 Σεπτεμβρίου: Πειραιάς, Βεάκειο Δημοτικό Θέατρο
17, 18 Σεπτεμβρίου: Παπάγου, Κηποθέατρο Παπάγου
19, 20 Σεπτεμβρίου: Ηρώδειο, Ωδείο Ηρώδου του Αττικού
26 Σεπτεμβρίου: Λαύριο, Τεχνολογικό Πάρκο Λαυρίου
Συντελεστές
Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας
Σκηνοθεσία: Άρης Μπινιάρης
Μουσική Σύνθεση: Φώτης Σιώτας
Σκηνικά: Μαγδαληνή Αυγερινού
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Σχεδιασμός φωτισμών: Αλέκος Αναστασίου
Επιμέλεια κίνησης - Χορογραφίες: Εύη Οικονόμου
Σύμβουλος δραματουργίας: Έλενα Τριανταφυλλοπούλου
Μετρική ανάλυση πρωτοτύπου: Καίτη Διαμαντάκου
Επιστημονική συνεργάτις: Κατερίνα Διακουμοπούλου
Βοηθός σκηνοθέτη: Δώρα Ξαγοράρη
Βοηθός σκηνογράφου: Ξένια Παπατριανταφύλλου
Βοηθός ενδυματολόγου: Αλέξανδρος Γαρνάβος
Bοηθός φωτιστή: Ναυσικά Χριστοδουλάκου
Ειδικές κατασκευές – γλυπτική: Eργαστήριο Δήμητρα Καίσαρη
Επιμέλεια μακιγιάζ: Eύη Ζαφειροπούλου
Διεύθυνση Παραγωγής: Στέλλα Γιοβάνη
Οργάνωση και εκτέλεση παραγωγής: Βασιλεία Τάσκου
Διανομή: Γιάννης Στάνκογλου, Άρης Μπινιάρης, Κωνσταντίνος Γεωργαλής, Δαυίδ Μαλτέζε, Αλέκος Συσσοβίτης, Ηρώ Μπέζου, Ιωάννης Παπαζήσης
Χορός (Αλφαβητικά): Αντριάνα Ανδρέοβιτς, Δήμητρα Βήττα, Φιόνα Γεωργιάδη, Κατερίνα Δημάτη, Γρηγορία Μεθενίτη, Νάνσυ Μπούκλη, Δώρα Ξαγοράρη, Λεωνή Ξεροβάσιλα, Αλεξία Σαπρανίδου
Μουσικός επί σκηνής: Νίκος Παπαϊωάννου (Βιολοντσέλο, effects)