Η ΞΑΦΝΙΚΗ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ της «σούπερ γιαγιάς» Μπέτι Γουάιτ λίγες μέρες πριν συμπληρώσει το μαγικό νούμερο θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως η ύστατη παράσταση μιας επιφανούς διασκεδάστριας που ήθελε να μας πει να χαλαρώσουμε και πως δεν χρειάζεται να είναι όλα στρογγυλεμένα, κραυγαλέα, μνημειώδη και επικά.
Η πρώτη είδηση που είδα να περιφέρεται στο διαδίκτυο το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς, καθώς επιχειρούσα μηχανικά στο κινητό το πρώτο αγουροξυπνημένο σκρολάρισμα του νέου έτους, ήταν ο θάνατος της Μπέτι Γουάιτ, αιώνιου (παρά κάτι μέρες) συμβόλου ακμαιότητας, μακροημέρευσης, χαρούμενης προδιάθεσης και ευζωίας.
Τι κρίμα, σκέφτηκα, όπως και πολύς κόσμος που είχε προετοιμαστεί εδώ και καιρό από τα διάφορα μέσα για την πανηγυρική εκατονταετηρίδα της αγαπητής κωμικού στις 17 τρέχοντος, να χάσει στο νήμα αυτό το ιλιγγιώδες και μαγικό νούμερο που όλοι κρυφά προσδοκούμε για τον εαυτό μας, παρότι γνωρίζουμε πόσο σπάνια φτάνει κανείς μέχρι εκεί.
Η λέσχη των υπεραιωνόβιων μπορεί να μην είναι μόνο για τους προνομιούχους (αυτό βέβαια ίσως αλλάξει στο μέλλον), παραμένει όμως υπόθεση για λίγους και εκλεκτούς, είτε πρόκειται για ορεσίβιους γέροντες είτε για μαυσωλεία της σόου μπίζνες και του Χόλιγουντ.
Ήταν τόσο δημοφιλής παγκοσμίως στην ύστερη και ύστατη φάση της καριέρας της –ως θαλερή «επιζήσασα», ως σούπερ γιαγιά, ως ιδανική γκεστ σταρ, ως πηγή ζωής, υπόδειγμα αντοχής και άγιο πνεύμα της κλασικής τηλεοπτικής κωμωδίας– που ολόκληρο τον 21ο αιώνα έμοιαζε να βρίσκεται διαρκώς παντού.
Η διαφορά είναι ότι αν παραμένεις ενεργός και δημοφιλής στη δημόσια σφαίρα, από μια προχωρημένη ηλικία και μετά γίνεσαι θρύλος, ζωντανό μνημείο, ιδέα, και το κοινό αρχίζει να πιστεύει ότι θα ζήσεις για πάντα ή ότι θα προλάβεις τουλάχιστον να τα «εκατοστήσεις» κυριολεκτικά, είτε είσαι ο Μίκης Θεοδωράκης είτε η Τζόαν Ντίντιον (που μας άφησε την προπαραμονή των Χριστουγέννων) είτε η Μπέτι Γουάιτ.
Και το ειρωνικό είναι ότι δυο μέρες μόλις πριν από τον (αναπάντεχο τελικά) θάνατό της την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, το περιοδικό People είχε κυκλοφορήσει με την ίδια στο εξώφυλλο του εορταστικού του τεύχους και τίτλο «Η Μπέτι Γουάιτ κλείνει τα 100!». Τη ματιάσανε, αλίμονο. Το 2021 πρόλαβε τελευταία στιγμή και την πήρε μαζί του κι έτσι η ηλικία της θα μείνει για πάντα 99 στο σχετικό λήμμα της Βικιπαιδείας, πέντε ολόκληρα χρόνια πίσω από το αστρονομικό ρεκόρ της Ολίβια Ντε Χάβιλαντ που μας άφησε με τα 104 κλεισμένα το 2020.
Αντίθετα όμως από την κορακοζώητη αλλά προ πολλού αποτραβηγμένη σταρ ενός μακρινού, μυθικού Χόλιγουντ, η Μπέτι Γουάιτ την τελευταία εικοσαετία και μέχρι το τέλος, ήταν όχι μόνο πιο δραστήρια από ποτέ, αλλά πιο δραστήρια και πανταχού παρούσα από πολλούς και πολλές συναδέλφους της, αρκετές δεκαετίες νεότερους.
Ήταν τόσο δημοφιλής παγκοσμίως στην ύστερη και ύστατη φάση της καριέρας της –ως θαλερή «επιζήσασα», ως σούπερ γιαγιά, ως ιδανική γκεστ σταρ, ως πηγή ζωής, υπόδειγμα αντοχής και άγιο πνεύμα της κλασικής τηλεοπτικής κωμωδίας– που ολόκληρο τον 21ο αιώνα έμοιαζε να βρίσκεται διαρκώς παντού.
Μέχρι και τον νυχτερινό κωμικό θεσμό που λέγεται Saturday Night Live είχε κληθεί να παρουσιάσει ζωντανά στα ενενήντα της πριν από μια δεκαετία, λέγοντας (προφητικά ίσως) στον μονόλογό της: «Δεν ήξερα τι είναι το Facebook, και τώρα που έμαθα, πρέπει να πω ότι μου φαίνεται η πιο αδιανόητη σπατάλη χρόνου». Ακολούθως, βεβαίως, θα εξελισσόταν σε ιερή θεότητα των social media και της κουλτούρας των memes, αλλά έτερον εκάτερον.
Μοιάζει συνεπώς με κάποιου τύπου συλλογικής ήττας το γεγονός ότι θα απουσιάζει η ίδια από το μεγάλο «μιντιακό» πάρτι που είχε στηθεί (μεταξύ άλλων θα κάνει πρεμιέρα κι ένα ντοκιμαντέρ με άξονα τη μακρά πορεία της στην ψυχαγωγία) γύρω από τα εκατοστά της γενέθλια.
Από την άλλη, η αιφνίδια αποχώρησή της στο παρατσάκ θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως η ύστατη παράσταση μιας επιφανούς διασκεδάστριας που ήθελε να μας πει να χαλαρώσουμε και πως δεν χρειάζεται να είναι όλα στρογγυλεμένα, κραυγαλέα, μνημειώδη και επικά, όπως συχνά επιτάσσει η αγωνιώδης τελετουργική αντίληψη της τρέχουσας κουλτούρας.